Τον εργασιακό «μεσαίωνα» που διανύουν
χιλιάδες Έλληνες πολίτες αποτυπώνουν τα στοιχεία των ίδιων των
επιχειρήσεων, που δηλώθηκαν στις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ)
του ΕΦΚΑ τον Μάρτιο του 2017.
Ένας στους τρεις εργαζόμενους
αναγκάζεται να ζει με μισθούς πείνας στον ιδιωτικό τομέα ο οποίος
εργάζεται με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Σύμφωνα με «ΤΑ ΝΕΑ» οι
συνθήκες αυτές αφορούν 582.041 εργαζόμενους οι οποίοι αμείβονται με
μεικτό μηνιαίο μισθό 407 ευρώ, που σημαίνει ότι οι καθαρές αποδοχές τους
είναι ακόμη μικρότερες, με αποτέλεσμα να κατατάσσονται στην κατηγορία
των φτωχών της χώρας.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ήδη το 60% των
νέων προσλήψεων στον ιδιωτικό τομέα είναι με ευέλικτες μορφές
απασχόλησης, εκ των οποίων 127.000 εργαζόμενοι αμείβονται με μεικτό
μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ. Μάλιστα, βαρύ είναι το τίμημα που έχουν
πληρώσει κατά την περίοδο 2015-2017 οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα,
καθώς σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της αγοράς εργασίας οι περικοπές
μισθών έφτασαν σε ποσοστό 18,9%!
Ασφαλισμένοι
Από τα στοιχεία του ΕΦΚΑ
και τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις που υποβάλλουν οι επιχειρήσεις,
προκύπτει ότι ο αριθμός των ασφαλισμένων που δηλώθηκαν για τον περασμένο
Φεβρουάριο ανέρχεται σε 1.760.076, εκ των οποίων 1.728.442 σε κοινές
επιχειρήσεις και 31.634 σε οικοδομοτεχνικά έργα. Στο σύνολο των κοινών
επιχειρήσεων, σε ασφαλισμένους με πλήρη απασχόληση, το μέσο ημερομίσθιο
ανέρχεται σε 51,06 ευρώ και ο μέσος μισθός σε 1.119,35 ευρώ, αντίστοιχα
στη μερική απασχόληση ανέρχονται σε 24,04 ευρώ και 407,15 ευρώ.
Επιπλέον, από τα ίδια στοιχεία προκύπτουν μειώσεις μισθών
στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα τον Φεβρουάριο του 2017 κατά
1,29% και ταυτόχρονες μειώσεις μισθών σε όσους απασχολούνται με
συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Ετσι, σε ασφαλισμένους με πλήρη
απασχόληση το μέσο ημερομίσθιο τον Φεβρουάριο ήταν 51,52 ευρώ και ο
μέσος μισθός 1.193,38 ευρώ.
Η επέλαση των ευέλικτων μορφών εργασίας
με μισθούς πείνας έχει δημιουργήσει τους νεόπτωχους εργαζομένους, οι
οποίοι αναγκάζονται να στηρίζονται στο δίπτυχο «μισή δουλειά, μισός
μισθός». Ενας αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων κινείται πλέον γύρω και
κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ καταγράφεται με τον πλέον ξεκάθαρο
τρόπο ότι η αποκλιμάκωση της ανεργίας περνά μέσα από τη μείωση των
μισθών και την αντικατάσταση θέσεων πλήρους απασχόλησης με θέσεις
υποαμειβόμενης μερικής απασχόλησης. Μάλιστα, εκτιμάται ότι τα επόμενα
χρόνια το όριο της φτώχειας θα βρεθεί σε υψηλότερα επίπεδα, διότι εκτός
από τη μείωση των εισοδημάτων δημιουργείται σταδιακά μια νέα κατηγορία,
οι λεγόμενοι εργαζόμενοι - φτωχοί, άνθρωποι δηλαδή οι οποίοι θα
εργάζονται με ευέλικτη μορφή απασχόλησης και οι αμοιβές τους θα
κυμαίνονται από 200 έως 300 ευρώ τον μήνα, δηλαδή κάτω από 4.150 ευρώ
ετησίως, που είναι το όριο της φτώχειας σήμερα. Ήδη καταγράφεται
ανακύκλωση της ανεργίας, με μοίρασμα μιας θέσης εργασίας σε δύο ή και
τρεις ανέργους, γεγονός που αποδεικνύει την κατάρρευση της πλήρους και
σταθερής απασχόλησης.
Η ανεργία
Στο μεταξύ, νέα μείωση της ανεργίας
στη χώρα καταγράφηκε τον Σεπτέμβριο φέτος, καθώς το ποσοστό
διαμορφώθηκε στο 20,5% έναντι 23,2% τον Σεπτέμβριο 2016 και 20,7% που
ήταν το αναθεωρημένο προς τα άνω ποσοστό τον Αύγουστο 2017.
Χαρακτηριστικό δε είναι ότι η ανεργία στους νέους έπεσε κάτω από το 40%.
Σύμφωνα με την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ,
οι άνεργοι ανήλθαν σε 981.126 άτομα και μειώθηκαν κατά 135.161 άτομα σε
σχέση με τον Σεπτέμβριο 2016 (μείωση 12,1%) και κατά 6.018 άτομα σε
σχέση με τον Αύγουστο 2017 (μείωση 0,6%). Το σύνολο των απασχολουμένων
εκτιμάται ότι ανήλθε σε 3.800.254 άτομα και ο αριθμός αυτός αυξήθηκε
κατά 105.773 άτομα σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2016 (αύξηση 2,9%) και
κατά 9.980 άτομα σε σχέση με τον Αύγουστο 2017 (αύξηση 0,3%). Ο
οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός (τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε
αναζητούν εργασία) ανήλθε σε 3.223.768 άτομα και μειώθηκε κατά 4.760
άτομα σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2016 (μείωση 0,1%) και κατά 6.694 άτομα
σε σχέση με τον Αύγουστο 2017 (μείωση 0,2%).
Στις γυναίκες η ανεργία
(25,3% τον Σεπτέμβριο φέτος από 27,6% τον Σεπτέμβριο 2016) παραμένει
σημαντικά υψηλότερη από εκείνη στους άνδρες (16,8% από 19,6%).
Ηλικιακά, η υψηλότερη ανεργία
καταγράφεται στις ομάδες 15-24 ετών (39,5% τον Σεπτέμβριο 2017 από 45%
τον Σεπτέμβριο 2016) και 25-34 ετών (24,2% από 29,9%). Ακολουθούν οι
ηλικίες 35-44 ετών (18,8% από 19%), 55-64 ετών (17,8% από 18,2%), 45-54
ετών (16,4% από 18,9%) και 65-74 ετών (11,2% από 14,3%).