Η καταρρακωμένη βάση, η δυσανεξία για τον Καμμένο, οι «χοντρές» δημόσιες κόντρες
Στο κυβερνών κόμμα, μέσα από το αφήγημα της «καθαρή έξοδου», είχαν σχεδιάσει όλο το
προηγούμενο διάστημα να παρουσίασουν τη... μεταμνημονιακή Ελλάδα ως την πρώτης τάξεως ευκαιρία να ασκήσει ο ΣΥΡΙΖΑ «αριστερή πολιτική», με τη δική τους έννοια του... όρου.
Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε το Μαξίμου όλο το προηγούμενο διάστημα να δικαιολογήσει προς την εσωκομματική αντιπολίτευση όλα τα επώδυνα μέτρα που πήρε για να εξασφαλιστεί η «καθαρή έξοδος».
Το κλειδί, υποστήριζε το Μαξίμου, είναι ότι εφόσον πλέον ανακτά η χώρα τον έλεγχο της οικονομικής πολιτικής, μπορούσε και ο ΣΥΡΙΖΑ να δοκιμάσει ορισμένες πραγματικά αριστερές πολιτικές, με εισαγωγικά ή και χωρίς.
Το μόνο μέτρο φιλολαϊκό που θεώρησαν ότι θα έπρεπε να προωθήσουν και το πιο προσιτό ίσως, ήταν αυτό των συντάξεων –και αυτό ακόμη με κυνική θυσία όλων των «αντιμέτρων».
Πάνω σε αυτό χτίστηκε μια ολόκληρη προσπάθεια με κεντρικό σημείο ένα χωρίς προηγούμενο αγώνα δρόμου να περάσει η κυβέρνηση όσο το δυνατόν περισσότερα μνημονιακά μέτρα ώστε μετά να μπορεί να πει ότι βγήκε από τα μνημόνια.
Στο ουσιαστικό μέρος τη δουλειά την έκανε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ο οποίος, όμως, πάντα υπογράμμιζε ότι αυτό δεν είναι αριστερή πολιτική αλλά αναγκαστική λύση εφόσον πρέπει να τηρήσουμε τις υποχρεώσεις μας.
Στο επικοινωνιακό, όμως, ανέλαβε δράση ο Νίκος Παππάς μαζί με τον Δημήτρη Τζανακόπουλο. Από την προστασία του πρωθυπουργού από κάθε ανάληψη ευθύνης για την τραγωδία στο Μάτι για να μη χαλάσει η εικόνα του, μέχρι τις επιλεκτικές «διαρροές» για τη συμφωνία των θεσμών για τις συντάξεις.
Βοήθησαν σε αυτό και ορισμένοι πρόθυμοι κύκλοι της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όπως π.χ. ο κ. Μοσκοβισί με τις διάφορες εκ του ασφαλούς και πάντα με δυνατότητα διάψευσης διφορούμενες δηλώσεις του.
Κομμάτι αυτής της τακτικής και η προσπάθεια να διατηρηθεί με κάθε τρόπο η συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο αλλά και η λογική της διεύρυνσης κυρίως με δυναμικό με προέλευση δεξιότερα του ΣΥΡΙΖΑ, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την κ. Καρακώστα, τακτική που παρουσιάστηκε ως δυναμική διεκδίκηση του Κέντρου.
Όμως, ο τρόπος με τον οποίο επιλέχτηκε με κάθε κόστος και πραγματική βιασύνη να συναινέσουν σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών είχε συγκεκριμένες επιπτώσεις.
Κάποιες από αυτές τώρα δείχνουν το πραγματικό τους κόστος όπως ήταν η αποδοχή του «χρηματοδοτικού μαξιλαριού» ως μόνης εγγύησης, παρότι ήταν γνωστό ότι υπήρχε η ανοιχτή πληγή των «κόκκινων δανείων».
Κάποιες άλλες ακύρωναν εκ των προτέρων τα περιθώρια άσκησης πραγματικά αριστερής πολιτικής. Από τις δεσμεύσεις για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι την απαίτηση για το νέο γύρο ιδιωτικοποιήσεων και τη μεταβίβαση ακόμη και μνημείων στο Υπερταμείο τα παραδείγματα είναι αρκετά.
Ακόμη και μέτρα με ευρύτερη αποδοχή όπως αυτό που αφορούσε τις συντάξεις συναντούν ακόμη μεγάλες αντιδράσεις από τη μεριά των δανειστών.
Την ίδια ώρα είναι εμφανές ότι έχουμε μπει σε προεκλογική περίοδο. Όσο ο καιρός περνάει, οι δυσκολίες και οι περιορισμοί της μεταμνημονιακής επιτήρησης περιορίζουν τη δυνατότητα να ασκηθεί έστω και προεκλογικά «αριστερή πολιτική».
Όλα αυτά έχουν αντίκτυπο στην εσωκομματική βάση που νιώθει ολοένα και πιο πιεσμένη, αφού η προσπάθειά της να περάσει στην κοινωνία το μήνυμα ότι έρχονται καλύτερες μέρες αρχίζει και συναντά πραγματικά εμπόδια.
Προσθέστε σε όλα αυτά και τη δυσανεξία για τον Πάνο Καμμένο και του ΑΝΕΛ. Ο «γάμος συμφέροντος» φτάνει πια στο τέλος του, όμως η προσπάθεια να διατηρηθεί μέχρι τέλους η κυβερνητική συνοχή δημιουργεί αντιδράσεις σε εκείνα τα κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ που θα ήθελαν πιο έγκαιρα να δουν τη ρήξη με ένα ρεύμα που πλέον το θεωρούν ακροδεξιό.
Μέσα αυτό το κλίμα, πληθαίνουν όλο και περισσότερο το τελευταίο διάστημα οι συγκρούσεις για διάφορους χειρισμούς που έχουν γίνει από τη μεριά του κυβερνητικού κέντρου.
Η μεταβίβαση των ακινήτων του δημοσίου στην ΕΤΑΔ ΑΕ και άρα στο Υπερταμείο, που αποδείχτηκε ότι συμπεριλάμβαναν και μνημεία και μουσεία, προκάλεσε έντονες εσωκομματικές αντιπαραθέσεις, με τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στο χώρο του υπουργείου Πολιτισμού να κατηγορούν ότι όλα αυτά αποφασίστηκαν πίσω από τις πλάτες τους και παρά τις δικές τους ρητές αντιρρήσεις.
Οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις στην ΕΡΤ ανάμεσα στη διοίκηση που διόρισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και κομμάτια εργαζομένων που έχουν αναφορά στο ΣΥΡΙΖΑ οξύνθηκαν και με αφορμή το νέο οργανόγραμμα και με αφορμή την απόφαση να επιδοτήσει η ΕΡΤ τις «άστεγες» τηλεοπτικά ομάδες της Super League καταβάλλοντας υπέρογκα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Στο διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού εδώ και καιρό το παραδοσιακά «δικαιωματικό» κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ έχει εκφράσει έντονες αντιρρήσεις για το πώς και συνθήκες ντροπής διατηρούνται σε χώρους όπως η Μόρια και οσμή κακοδιαχείρισης υπάρχει.
Στα ζητήματα της αστυνόμευσης, δεν είναι λίγοι εκείνοι μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούν ότι λίγα πράγματα έχουν γίνει και ότι μέσα στην αστυνομία υπάρχουν ακόμη θύλακες αυταρχικής και κατασταλτικής νοοτροπίας.
Ούτε βέβαια είναι τυχαίο ότι υπήρξαν αρκετές φωνές που παρατήρησαν ότι ο τελευταίος ανασχηματισμός απείχε από το να είναι «αριστερή στροφή», αφού σε μεγάλο βαθμό τα όποια ανοίγματα έγιναν ήταν προς τα δεξιά.
Η κόντρα Φίλη – Παππά είναι μόνο η αρχή
Σε αυτό το πλαίσιο η κόντρα ανάμεσα στον Νίκο Φίλη και τον Νίκο Παππά, που ξεκίνησε με αφορμή την κατάσταση στην ΕΡΤ αλλά πήρε ευρύτερες διαστάσεις δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου μιας συνολικότερης αντιπαράθεσης.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο Νίκος Φίλης, άνθρωπος με μεγάλη πολιτική εμπειρία αλλά και γνώση των μηχανισμών της δημοσιότητας δεν παρεμβαίνει ποτέ χωρίς λόγο και η επιλογή του να ανοίξει μέτωπο τώρα δεν ήταν τυχαία.
Αυτό προφανώς αισθάνθηκε και ο Νίκος Παππάς ο οποίος επέλεξε να απαντήσει αρκετά σκληρά στις αιτιάσεις του κ. Φίλη, υποστηρίζοντας ότι έχει κριτική ταυτόσημη με του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Από τη μεριά του ο Νίκος Φίλης ουσιαστικά κατηγόρησε τον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής και εκ των βασικών συνεργατών του πρωθυπουργού ότι δεν εκπροσωπεί το πνεύμα της σύγχρονης αριστεράς.
«Πίστευα ότι η σύγχρονη Αριστερά θα είχε απαλλαγεί από τις ολέθριες αντιλήψεις του παρελθόντος και δεν θα εκλάμβανε την κριτική συντρόφων ως δήθεν προσχώρηση στις γραμμές του αντιπάλου. Κρίμα για τον Νίκο Παππά που επέτρεψε στον εαυτό του να υποπέσει σε ένα τέτοιο ολίσθημα.
Τα γεγονότα και τα προβλήματα στην ΕΡΤ είναι ξεροκέφαλα , ενώ ο αντίπαλος καραδοκεί για να ξαναρίξει “μαύρο”. Ο στρουθοκαμηλισμός είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Χρειάζεται διάλογος και αποφάσεις για την υπεράσπιση της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης.»
Είναι σαφές ότι όσο η κυβέρνηση αναμετριέται με τις προκλήσεις της διαχείρισης της μεταμνημονιακής περιόδου αλλά και μιας δύσκολης προεκλογικής εκστρατείας, θα πληθαίνουν και οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις για το ποια πρέπει να είναι η φυσιογνωμία της «επόμενης μέρας».
Οι διαφορετικές απόψεις και στρατηγικές για το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να παραμείνει «εντός του πολιτικού παιχνιδιού», ακόμη και σε μια περίπτωση εκλογικής ήττας, δεν πρόκειται να περιοριστούν σε αντιπαραθέσεις μόνο εντός των κομματικών γραφείων.Είναι δε πιθανό ολοένα και περισσότερο να εντοπίζουν ευθύνες και στον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα.
Λογικό επομένως να περιμένουμε και άλλες δημόσιες αντιπαραθέσεις σε μια αντιπαράθεση που δεν πρόκειται να τελειώσει τόσο εύκολα.
προηγούμενο διάστημα να παρουσίασουν τη... μεταμνημονιακή Ελλάδα ως την πρώτης τάξεως ευκαιρία να ασκήσει ο ΣΥΡΙΖΑ «αριστερή πολιτική», με τη δική τους έννοια του... όρου.
Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε το Μαξίμου όλο το προηγούμενο διάστημα να δικαιολογήσει προς την εσωκομματική αντιπολίτευση όλα τα επώδυνα μέτρα που πήρε για να εξασφαλιστεί η «καθαρή έξοδος».
Το κλειδί, υποστήριζε το Μαξίμου, είναι ότι εφόσον πλέον ανακτά η χώρα τον έλεγχο της οικονομικής πολιτικής, μπορούσε και ο ΣΥΡΙΖΑ να δοκιμάσει ορισμένες πραγματικά αριστερές πολιτικές, με εισαγωγικά ή και χωρίς.
Το μόνο μέτρο φιλολαϊκό που θεώρησαν ότι θα έπρεπε να προωθήσουν και το πιο προσιτό ίσως, ήταν αυτό των συντάξεων –και αυτό ακόμη με κυνική θυσία όλων των «αντιμέτρων».
Πάνω σε αυτό χτίστηκε μια ολόκληρη προσπάθεια με κεντρικό σημείο ένα χωρίς προηγούμενο αγώνα δρόμου να περάσει η κυβέρνηση όσο το δυνατόν περισσότερα μνημονιακά μέτρα ώστε μετά να μπορεί να πει ότι βγήκε από τα μνημόνια.
Στο ουσιαστικό μέρος τη δουλειά την έκανε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ο οποίος, όμως, πάντα υπογράμμιζε ότι αυτό δεν είναι αριστερή πολιτική αλλά αναγκαστική λύση εφόσον πρέπει να τηρήσουμε τις υποχρεώσεις μας.
Στο επικοινωνιακό, όμως, ανέλαβε δράση ο Νίκος Παππάς μαζί με τον Δημήτρη Τζανακόπουλο. Από την προστασία του πρωθυπουργού από κάθε ανάληψη ευθύνης για την τραγωδία στο Μάτι για να μη χαλάσει η εικόνα του, μέχρι τις επιλεκτικές «διαρροές» για τη συμφωνία των θεσμών για τις συντάξεις.
Βοήθησαν σε αυτό και ορισμένοι πρόθυμοι κύκλοι της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όπως π.χ. ο κ. Μοσκοβισί με τις διάφορες εκ του ασφαλούς και πάντα με δυνατότητα διάψευσης διφορούμενες δηλώσεις του.
Κομμάτι αυτής της τακτικής και η προσπάθεια να διατηρηθεί με κάθε τρόπο η συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο αλλά και η λογική της διεύρυνσης κυρίως με δυναμικό με προέλευση δεξιότερα του ΣΥΡΙΖΑ, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την κ. Καρακώστα, τακτική που παρουσιάστηκε ως δυναμική διεκδίκηση του Κέντρου.
Όμως, ο τρόπος με τον οποίο επιλέχτηκε με κάθε κόστος και πραγματική βιασύνη να συναινέσουν σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών είχε συγκεκριμένες επιπτώσεις.
Κάποιες από αυτές τώρα δείχνουν το πραγματικό τους κόστος όπως ήταν η αποδοχή του «χρηματοδοτικού μαξιλαριού» ως μόνης εγγύησης, παρότι ήταν γνωστό ότι υπήρχε η ανοιχτή πληγή των «κόκκινων δανείων».
Κάποιες άλλες ακύρωναν εκ των προτέρων τα περιθώρια άσκησης πραγματικά αριστερής πολιτικής. Από τις δεσμεύσεις για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι την απαίτηση για το νέο γύρο ιδιωτικοποιήσεων και τη μεταβίβαση ακόμη και μνημείων στο Υπερταμείο τα παραδείγματα είναι αρκετά.
Ακόμη και μέτρα με ευρύτερη αποδοχή όπως αυτό που αφορούσε τις συντάξεις συναντούν ακόμη μεγάλες αντιδράσεις από τη μεριά των δανειστών.
Την ίδια ώρα είναι εμφανές ότι έχουμε μπει σε προεκλογική περίοδο. Όσο ο καιρός περνάει, οι δυσκολίες και οι περιορισμοί της μεταμνημονιακής επιτήρησης περιορίζουν τη δυνατότητα να ασκηθεί έστω και προεκλογικά «αριστερή πολιτική».
Όλα αυτά έχουν αντίκτυπο στην εσωκομματική βάση που νιώθει ολοένα και πιο πιεσμένη, αφού η προσπάθειά της να περάσει στην κοινωνία το μήνυμα ότι έρχονται καλύτερες μέρες αρχίζει και συναντά πραγματικά εμπόδια.
Προσθέστε σε όλα αυτά και τη δυσανεξία για τον Πάνο Καμμένο και του ΑΝΕΛ. Ο «γάμος συμφέροντος» φτάνει πια στο τέλος του, όμως η προσπάθεια να διατηρηθεί μέχρι τέλους η κυβερνητική συνοχή δημιουργεί αντιδράσεις σε εκείνα τα κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ που θα ήθελαν πιο έγκαιρα να δουν τη ρήξη με ένα ρεύμα που πλέον το θεωρούν ακροδεξιό.
Μέσα αυτό το κλίμα, πληθαίνουν όλο και περισσότερο το τελευταίο διάστημα οι συγκρούσεις για διάφορους χειρισμούς που έχουν γίνει από τη μεριά του κυβερνητικού κέντρου.
Η μεταβίβαση των ακινήτων του δημοσίου στην ΕΤΑΔ ΑΕ και άρα στο Υπερταμείο, που αποδείχτηκε ότι συμπεριλάμβαναν και μνημεία και μουσεία, προκάλεσε έντονες εσωκομματικές αντιπαραθέσεις, με τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στο χώρο του υπουργείου Πολιτισμού να κατηγορούν ότι όλα αυτά αποφασίστηκαν πίσω από τις πλάτες τους και παρά τις δικές τους ρητές αντιρρήσεις.
Οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις στην ΕΡΤ ανάμεσα στη διοίκηση που διόρισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και κομμάτια εργαζομένων που έχουν αναφορά στο ΣΥΡΙΖΑ οξύνθηκαν και με αφορμή το νέο οργανόγραμμα και με αφορμή την απόφαση να επιδοτήσει η ΕΡΤ τις «άστεγες» τηλεοπτικά ομάδες της Super League καταβάλλοντας υπέρογκα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Στο διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού εδώ και καιρό το παραδοσιακά «δικαιωματικό» κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ έχει εκφράσει έντονες αντιρρήσεις για το πώς και συνθήκες ντροπής διατηρούνται σε χώρους όπως η Μόρια και οσμή κακοδιαχείρισης υπάρχει.
Στα ζητήματα της αστυνόμευσης, δεν είναι λίγοι εκείνοι μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούν ότι λίγα πράγματα έχουν γίνει και ότι μέσα στην αστυνομία υπάρχουν ακόμη θύλακες αυταρχικής και κατασταλτικής νοοτροπίας.
Ούτε βέβαια είναι τυχαίο ότι υπήρξαν αρκετές φωνές που παρατήρησαν ότι ο τελευταίος ανασχηματισμός απείχε από το να είναι «αριστερή στροφή», αφού σε μεγάλο βαθμό τα όποια ανοίγματα έγιναν ήταν προς τα δεξιά.
Η κόντρα Φίλη – Παππά είναι μόνο η αρχή
Σε αυτό το πλαίσιο η κόντρα ανάμεσα στον Νίκο Φίλη και τον Νίκο Παππά, που ξεκίνησε με αφορμή την κατάσταση στην ΕΡΤ αλλά πήρε ευρύτερες διαστάσεις δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου μιας συνολικότερης αντιπαράθεσης.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο Νίκος Φίλης, άνθρωπος με μεγάλη πολιτική εμπειρία αλλά και γνώση των μηχανισμών της δημοσιότητας δεν παρεμβαίνει ποτέ χωρίς λόγο και η επιλογή του να ανοίξει μέτωπο τώρα δεν ήταν τυχαία.
Αυτό προφανώς αισθάνθηκε και ο Νίκος Παππάς ο οποίος επέλεξε να απαντήσει αρκετά σκληρά στις αιτιάσεις του κ. Φίλη, υποστηρίζοντας ότι έχει κριτική ταυτόσημη με του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Από τη μεριά του ο Νίκος Φίλης ουσιαστικά κατηγόρησε τον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής και εκ των βασικών συνεργατών του πρωθυπουργού ότι δεν εκπροσωπεί το πνεύμα της σύγχρονης αριστεράς.
«Πίστευα ότι η σύγχρονη Αριστερά θα είχε απαλλαγεί από τις ολέθριες αντιλήψεις του παρελθόντος και δεν θα εκλάμβανε την κριτική συντρόφων ως δήθεν προσχώρηση στις γραμμές του αντιπάλου. Κρίμα για τον Νίκο Παππά που επέτρεψε στον εαυτό του να υποπέσει σε ένα τέτοιο ολίσθημα.
Τα γεγονότα και τα προβλήματα στην ΕΡΤ είναι ξεροκέφαλα , ενώ ο αντίπαλος καραδοκεί για να ξαναρίξει “μαύρο”. Ο στρουθοκαμηλισμός είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Χρειάζεται διάλογος και αποφάσεις για την υπεράσπιση της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης.»
Είναι σαφές ότι όσο η κυβέρνηση αναμετριέται με τις προκλήσεις της διαχείρισης της μεταμνημονιακής περιόδου αλλά και μιας δύσκολης προεκλογικής εκστρατείας, θα πληθαίνουν και οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις για το ποια πρέπει να είναι η φυσιογνωμία της «επόμενης μέρας».
Οι διαφορετικές απόψεις και στρατηγικές για το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να παραμείνει «εντός του πολιτικού παιχνιδιού», ακόμη και σε μια περίπτωση εκλογικής ήττας, δεν πρόκειται να περιοριστούν σε αντιπαραθέσεις μόνο εντός των κομματικών γραφείων.Είναι δε πιθανό ολοένα και περισσότερο να εντοπίζουν ευθύνες και στον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα.
Λογικό επομένως να περιμένουμε και άλλες δημόσιες αντιπαραθέσεις σε μια αντιπαράθεση που δεν πρόκειται να τελειώσει τόσο εύκολα.