Εκλεισαν με
κυβερνητική εντολή ή προχώρησαν με απόφαση των ιδιοκτητών τους σε
αναστολή λειτουργίας, πλήρη ή μερική, λόγω κάθετης πτώσης του τζίρου και
έλλειψης ρευστότητας. Ωστόσο, υπολογίζεται ότι περίπου 100.000
επιχειρήσεις, μικρές και πολύ μικρές, δεν πρόκειται στην πραγματικότητα
να ανοίξουν ποτέ ξανά, ακόμη και όταν αρθούν τα περιοριστικά μέτρα. Σε
αυτή την εξαιρετικά δυσοίωνη εκτίμηση κατέληξε το Ινστιτούτο Μικρών
Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων
Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) σε έκτακτη έρευνα που πραγματοποίησε σε συνεργασία
με την εταιρεία Marc.
Η εκτίμηση για οριστικό λουκέτο σε 100.000 επιχειρήσεις –σημειωτέον, κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση δυστυχώς οι εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ επιβεβαιώνονταν στη συνέχεια από τα επίσημα στοιχεία– καθώς και το ότι το 13% των επιχειρήσεων που θα συνεχίσουν να λειτουργούν δηλώνει ότι θα προχωρήσει σε μείωση προσωπικού μεταφράζεται σε απώλεια 250.000 θέσεων απασχόλησης, όχι μόνο μισθωτών, αλλά και εργοδοτών και αυτοαπασχολουμένων.
Το ανησυχητικό είναι ότι, χωρίς να έχει μπει οριστικό λουκέτο, ήδη έχουν χαθεί θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το 21% των επιχειρήσεων που συνεχίζουν να λειτουργούν και απασχολούν προσωπικό δήλωσε ότι το προηγούμενο διάστημα προχώρησε σε μείωση του αριθμού των εργαζομένων του. Τούτο, βεβαίως, σημαίνει ότι πρόκειται είτε για επιχειρήσεις που δεν έχουν ενταχθεί σε κάποιο πλαίσιο μέτρων στήριξης, και επομένως είχαν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε απολύσεις, είτε έχουν ενταχθεί αλλά δεν τήρησαν τη ρητή υποχρέωση για διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας.
Το 75% των επιχειρήσεων που δήλωσαν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα αφορά επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει πλήρως ή μερικώς τη λειτουργία τους. Αντίστοιχο είναι και το ποσοστό για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν πως θα μειώσουν το προσωπικό τους. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει μερικώς ή πλήρως τη λειτουργία τους αποτελούν το 79% των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι θα μειώσουν προσωπικό μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων.
Η συντριπτική πλειονότητα όσων συνεχίζουν να λειτουργούν αντιμετωπίζει κάθετη πτώση του τζίρου, με το πρόβλημα να είναι εντονότερο στις μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις. Το 74% απάντησε ότι υποχώρησε ο τζίρος ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, που δεν απασχολούν καν εργαζόμενους, είναι 86% και σε αυτές με έως 2 άτομα προσωπικό 78%. Οι ελαφρώς μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αυτές που απασχολούν πάνω από 5 άτομα, δήλωσαν σε ποσοστό 54% μείωση του τζίρου.
Η δραστική απώλεια εσόδων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήδη μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων ήταν επιβαρυμένο από τα προηγούμενα χρόνια με οφειλές προς το Δημόσιο και τις τράπεζες, αναμένεται να οδηγήσει σε νέα διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, τη στιγμή, μάλιστα, που βρισκόταν σε εξέλιξη προσπάθεια περιορισμού του.
Στο πλαίσιο της έρευνας, το 23% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι πριν από την έναρξη των περιοριστικών μέτρων είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (ασφαλιστικά ταμεία και εφορία), ενώ το 35% έχει δανειακές υποχρεώσεις προς τράπεζες. Μάλιστα, από τις επιχειρήσεις που έχουν δανειακές υποχρεώσεις, προκύπτει ότι αυτές είναι ληξιπρόθεσμες για το 43%.
kathimerini.gr
Η εκτίμηση για οριστικό λουκέτο σε 100.000 επιχειρήσεις –σημειωτέον, κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση δυστυχώς οι εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ επιβεβαιώνονταν στη συνέχεια από τα επίσημα στοιχεία– καθώς και το ότι το 13% των επιχειρήσεων που θα συνεχίσουν να λειτουργούν δηλώνει ότι θα προχωρήσει σε μείωση προσωπικού μεταφράζεται σε απώλεια 250.000 θέσεων απασχόλησης, όχι μόνο μισθωτών, αλλά και εργοδοτών και αυτοαπασχολουμένων.
Το ανησυχητικό είναι ότι, χωρίς να έχει μπει οριστικό λουκέτο, ήδη έχουν χαθεί θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το 21% των επιχειρήσεων που συνεχίζουν να λειτουργούν και απασχολούν προσωπικό δήλωσε ότι το προηγούμενο διάστημα προχώρησε σε μείωση του αριθμού των εργαζομένων του. Τούτο, βεβαίως, σημαίνει ότι πρόκειται είτε για επιχειρήσεις που δεν έχουν ενταχθεί σε κάποιο πλαίσιο μέτρων στήριξης, και επομένως είχαν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε απολύσεις, είτε έχουν ενταχθεί αλλά δεν τήρησαν τη ρητή υποχρέωση για διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας.
Το 75% των επιχειρήσεων που δήλωσαν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα αφορά επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει πλήρως ή μερικώς τη λειτουργία τους. Αντίστοιχο είναι και το ποσοστό για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν πως θα μειώσουν το προσωπικό τους. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει μερικώς ή πλήρως τη λειτουργία τους αποτελούν το 79% των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι θα μειώσουν προσωπικό μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων.
Η συντριπτική πλειονότητα όσων συνεχίζουν να λειτουργούν αντιμετωπίζει κάθετη πτώση του τζίρου, με το πρόβλημα να είναι εντονότερο στις μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις. Το 74% απάντησε ότι υποχώρησε ο τζίρος ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, που δεν απασχολούν καν εργαζόμενους, είναι 86% και σε αυτές με έως 2 άτομα προσωπικό 78%. Οι ελαφρώς μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αυτές που απασχολούν πάνω από 5 άτομα, δήλωσαν σε ποσοστό 54% μείωση του τζίρου.
Η δραστική απώλεια εσόδων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήδη μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων ήταν επιβαρυμένο από τα προηγούμενα χρόνια με οφειλές προς το Δημόσιο και τις τράπεζες, αναμένεται να οδηγήσει σε νέα διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, τη στιγμή, μάλιστα, που βρισκόταν σε εξέλιξη προσπάθεια περιορισμού του.
Στο πλαίσιο της έρευνας, το 23% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι πριν από την έναρξη των περιοριστικών μέτρων είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (ασφαλιστικά ταμεία και εφορία), ενώ το 35% έχει δανειακές υποχρεώσεις προς τράπεζες. Μάλιστα, από τις επιχειρήσεις που έχουν δανειακές υποχρεώσεις, προκύπτει ότι αυτές είναι ληξιπρόθεσμες για το 43%.
kathimerini.gr