«Όταν πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στην
Ελλάδα-και αυτό ήταν το πρώτο μου ταξίδι εκτός Αυστραλίας- την
ερωτεύτηκα. Δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν αλλά τη λάτρεψα αυτή την χώρα.
Τότε ήμουν 20 ετών, τώρα πέρασα τα 50, αλλά ο προορισμός μου είναι
πάντα η Ελλάδα».
Με αυτά τα λόγια μια πρώην δημοσιογράφος της εφημερίδας του Σίδνεϊ Sun-Herald, η Μάρτζορι ΜακΓκιν περιγράφει την ερωτική της σχέση με την Ελλάδα.
Η ίδια μαζί με τον σύντροφό της Τζιμ, επίσης δημοσιογράφο, και τον σκύλο τους Γουάλας αποφάσισαν πριν τρία χρόνια να ζήσουν στην Ελλάδα για λίγο και συγκεκριμένα σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό στο νότιο τμήμα της Πελοποννήσου.
Πήγαν για ένα χρόνο και έμειναν τρία! Έζησαν εκεί κατά τη διάρκεια της κρίσης και των μνημονίων και πρόσφατα η Μάρτζορι ΜακΓκιν εξέδωσε ένα βιβλίο με τις εμπειρίες της.
Τίτλος του βιβλίο της είναι Things can Only Get Feta και όπως εξηγεί η ίδια πρόκειται, φυσικά, για λογοπαίγνιο και το βιβλίο καταπιάνεται και με σοβαρά ζητήματα. Εκεί καταγράφει τις εμπειρίες της ζώντας στην επαρχία σαν Ελληνίδα, αλλά και το μήνυμά της πως «τα πράγματα θα φτιάξουν προς το καλύτερο».
Όπως σημειώνει η Μάρτζορι, την άνοιξη του 2010, η ίδια και ο σύντροφός της, που εκείνη την εποχή εργάζονταν και οι δυο ως δημοσιογράφοι στη Σκωτία, μαζί με τον σκύλο τους θέλησαν να ζήσουν μια μεγάλη περιπέτεια στην Ελλάδα, την οποία επισκέπτονται συχνά-πυκνά ως τουρίστες.
Και οι δυο φιλέλληνες, πενήντα και κάτι θέλησαν να χαλαρώσουν λίγο και να απολαύσουν τον ήλιο της Ελλάδας, μακριά από ένα μακρύ και βαρύ χειμώνα... Μόνο που την ίδια στιγμή, η Ελλάδα έμπαινε σε μια παρατεταμένη οικονομική κρίση και η Μάρτζορι αναγνωρίζει πως η απόφασή τους ίσως να ακουγόταν και «λίγο τρελή», όπως της έλεγαν και οι φίλοι της, αλλά αυτοί είχαν επισκεφθεί και στο παρελθόν την Ελλάδα, την γνώριζαν, την λάτρευαν και δεν άλλαξαν απόφαση.
Η ίδια λέει πως και για κείνους ήταν δύσκολα στην Ελλάδα. Ξένοι, δεν είχαν τίποτα, έπρεπε να νοικιάσουν σπίτι. Αλλά σε καμιά περίπτωση όμως δεν ήταν τόσο δύσκολα όσο για τους Έλληνες.
Νοίκιασαν λοιπόν ένα παλιό πέτρινο σπίτι στο χωριό Μεγάλη Μαντίνεια στη σκιά του Ταϋγέτου και προσπάθησαν να ζήσουν σαν Έλληνες σε μια επαρχιακή κλειστή ελληνική κοινωνία, μαζεύοντας ελιές, ζώντα τα έθιμά της, τις χαρές της αλλά και τις δυσκολίες της. Όλες αυτές οι εμπειρίες περιγράφονται με ιδιαίτερα γλαφυρό και συχνά διασκεδαστικό τρόπο.
«Θέλαμε να ζήσουμε σαν Έλληνες, στην επαρχία, μακριά από τους Βρετανούς.
Εξάλλου πάντα είχα υπόψη μου να γράψω και το βιβλίο, όπως και έκανα» λέει.
Η συγγραφέας λέει πως γνώριζε κάποια Ελληνικά, γιατί είχε ζήσει και ως φοιτήτρια στην Ελλάδα και θέλησε να ζήσει την ελληνική αγροτική ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της. Στην Πελοπόννησο, όπως ήταν φυσικό, συνάντησε και πολλούς Ελληνοαυστραλούς και όπως αναφέρει και στο βιβλίο της, αρκετοί υποφέρουν σήμερα από την οικονομική κρίση.
«Ένα από τα εκπληκτικά στοιχεία αυτών που ζήσαμε στη νότια Πελοπόννησο ήταν το ποσοστό των Ελλήνων της Αυστραλίας που βρήκαμε εκεί. Ως επί το πλείστον άνθρωποι που επιδιώκουν να αποκαταστήσουν τις ρίζες με την πατρίδα τους. Είχαν έρθει στην Ελλάδα για πολλά χρόνια, ξεκίνησαν τις επιχειρήσεις, αλλά άρχισαν να εξετάζουν την επιστροφή τους πίσω στην Αυστραλία λόγω της κρίσης και της ανησυχίας για την αύξηση της ανεργίας» σημειώνει και συνεχίζει: «Συναντήσαμε ένα υπέροχο ιερέα από τη Μελβούρνη, στα σαράντα του, ο οποίος εργαζόταν σε μία από τις μεγαλύτερες εκκλησίες στην κύρια νότια πόλη της Καλαμάτας. Ήταν απίστευτα δημοφιλής και παρόλο που ο ίδιος ήταν βαθύτατα προσηλωμένος στην εκκλησία, σκεφτόταν και την επιστροφή στην Αυστραλία, για να προσφέρει στην οικογένειά του ένα πιο ασφαλές μέλλον.
Πολλοί Έλληνες της Αυστραλίας ζουν στην περιοχή της Λακωνία αλλά και στο νησί των Κυθήρων. Μερικοί άνθρωποι έχουν βαπτίσει «Μικρή Αυστραλία» το συγκεκριμένο νησί.
«Η αγάπη μου για την Ελλάδα ξεκινά από την παιδική μου ηλικία στην Αυστραλία» τονίζει η δημοσιογράφος. Η ίδια μετανάστευσε από τη Σκωτία στο Σίδνεϊ με την οικογένειά της, όταν ήταν εννέα ετών .
Στο Σίδνεϊ, η πρώτη της φίλη ήταν «μια υπέροχη Ελληνίδα» , η 'Αννα, η οποία έγινε η κολλητή της στο σχολείο, ο φύλακας-άγγελος της, την καλούσε τις Κυριακές στο σπίτι της «για το μεγάλο ελληνικό γεύμα», όπου όλοι μιλούσαν ελληνικά και της έμαθε το νόημα της παρέας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει.
Έτσι η 'Αννα έκανε μια Σκωτσέζα για πάντα φίλη της Ελλάδας. Και δεν είναι τυχαίο πως όταν η Μάρτζορι ήταν άνω των 20 ετών και αποφάσισε να ταξιδέψει πήγε κατ' ευθείαν στην Ελλάδα, όπου έζησε ένα χρόνο στην Αθήνα διδάσκοντας αγγλικά. Τότε άρχισε πια για καλά η ερωτική της σχέση με τη χώρα που συνεχίζεται έως σήμερα.
Για τους Έλληνες φίλους που έκανε στη Πελοπόννησο λέει: «Είναι υπέροχοι άνθρωποι που μας καλούσαν στα σπίτια τους και στη ζωή τους.
Παρά την ταλαιπωρία από τα μέτρα λιτότητας είναι στωικοί και μαχητές. Μια γυναίκα μου είπε: "Κοίτα, είχαμε πολέμους, γερμανική κατοχή, χούντα, σεισμού.
Θα ξεπεράσουμε και αυτή την κρίση"».
Στο διάστημα της παραμονής της στην Ελλάδα η Μάρτζορι έγραψε πολλά άρθρα για αυστραλιανά και βρετανικά έντυπα.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το βιβλίο και τις εμπειρίες του ζευγαριού στη νότια Πελοπόννησο στην ιστοσελίδα τους www.bigfatgreekodyssey.com.
Με αυτά τα λόγια μια πρώην δημοσιογράφος της εφημερίδας του Σίδνεϊ Sun-Herald, η Μάρτζορι ΜακΓκιν περιγράφει την ερωτική της σχέση με την Ελλάδα.
Η ίδια μαζί με τον σύντροφό της Τζιμ, επίσης δημοσιογράφο, και τον σκύλο τους Γουάλας αποφάσισαν πριν τρία χρόνια να ζήσουν στην Ελλάδα για λίγο και συγκεκριμένα σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό στο νότιο τμήμα της Πελοποννήσου.
Πήγαν για ένα χρόνο και έμειναν τρία! Έζησαν εκεί κατά τη διάρκεια της κρίσης και των μνημονίων και πρόσφατα η Μάρτζορι ΜακΓκιν εξέδωσε ένα βιβλίο με τις εμπειρίες της.
Τίτλος του βιβλίο της είναι Things can Only Get Feta και όπως εξηγεί η ίδια πρόκειται, φυσικά, για λογοπαίγνιο και το βιβλίο καταπιάνεται και με σοβαρά ζητήματα. Εκεί καταγράφει τις εμπειρίες της ζώντας στην επαρχία σαν Ελληνίδα, αλλά και το μήνυμά της πως «τα πράγματα θα φτιάξουν προς το καλύτερο».
Όπως σημειώνει η Μάρτζορι, την άνοιξη του 2010, η ίδια και ο σύντροφός της, που εκείνη την εποχή εργάζονταν και οι δυο ως δημοσιογράφοι στη Σκωτία, μαζί με τον σκύλο τους θέλησαν να ζήσουν μια μεγάλη περιπέτεια στην Ελλάδα, την οποία επισκέπτονται συχνά-πυκνά ως τουρίστες.
Και οι δυο φιλέλληνες, πενήντα και κάτι θέλησαν να χαλαρώσουν λίγο και να απολαύσουν τον ήλιο της Ελλάδας, μακριά από ένα μακρύ και βαρύ χειμώνα... Μόνο που την ίδια στιγμή, η Ελλάδα έμπαινε σε μια παρατεταμένη οικονομική κρίση και η Μάρτζορι αναγνωρίζει πως η απόφασή τους ίσως να ακουγόταν και «λίγο τρελή», όπως της έλεγαν και οι φίλοι της, αλλά αυτοί είχαν επισκεφθεί και στο παρελθόν την Ελλάδα, την γνώριζαν, την λάτρευαν και δεν άλλαξαν απόφαση.
Η ίδια λέει πως και για κείνους ήταν δύσκολα στην Ελλάδα. Ξένοι, δεν είχαν τίποτα, έπρεπε να νοικιάσουν σπίτι. Αλλά σε καμιά περίπτωση όμως δεν ήταν τόσο δύσκολα όσο για τους Έλληνες.
Νοίκιασαν λοιπόν ένα παλιό πέτρινο σπίτι στο χωριό Μεγάλη Μαντίνεια στη σκιά του Ταϋγέτου και προσπάθησαν να ζήσουν σαν Έλληνες σε μια επαρχιακή κλειστή ελληνική κοινωνία, μαζεύοντας ελιές, ζώντα τα έθιμά της, τις χαρές της αλλά και τις δυσκολίες της. Όλες αυτές οι εμπειρίες περιγράφονται με ιδιαίτερα γλαφυρό και συχνά διασκεδαστικό τρόπο.
«Θέλαμε να ζήσουμε σαν Έλληνες, στην επαρχία, μακριά από τους Βρετανούς.
Εξάλλου πάντα είχα υπόψη μου να γράψω και το βιβλίο, όπως και έκανα» λέει.
Η συγγραφέας λέει πως γνώριζε κάποια Ελληνικά, γιατί είχε ζήσει και ως φοιτήτρια στην Ελλάδα και θέλησε να ζήσει την ελληνική αγροτική ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της. Στην Πελοπόννησο, όπως ήταν φυσικό, συνάντησε και πολλούς Ελληνοαυστραλούς και όπως αναφέρει και στο βιβλίο της, αρκετοί υποφέρουν σήμερα από την οικονομική κρίση.
«Ένα από τα εκπληκτικά στοιχεία αυτών που ζήσαμε στη νότια Πελοπόννησο ήταν το ποσοστό των Ελλήνων της Αυστραλίας που βρήκαμε εκεί. Ως επί το πλείστον άνθρωποι που επιδιώκουν να αποκαταστήσουν τις ρίζες με την πατρίδα τους. Είχαν έρθει στην Ελλάδα για πολλά χρόνια, ξεκίνησαν τις επιχειρήσεις, αλλά άρχισαν να εξετάζουν την επιστροφή τους πίσω στην Αυστραλία λόγω της κρίσης και της ανησυχίας για την αύξηση της ανεργίας» σημειώνει και συνεχίζει: «Συναντήσαμε ένα υπέροχο ιερέα από τη Μελβούρνη, στα σαράντα του, ο οποίος εργαζόταν σε μία από τις μεγαλύτερες εκκλησίες στην κύρια νότια πόλη της Καλαμάτας. Ήταν απίστευτα δημοφιλής και παρόλο που ο ίδιος ήταν βαθύτατα προσηλωμένος στην εκκλησία, σκεφτόταν και την επιστροφή στην Αυστραλία, για να προσφέρει στην οικογένειά του ένα πιο ασφαλές μέλλον.
Πολλοί Έλληνες της Αυστραλίας ζουν στην περιοχή της Λακωνία αλλά και στο νησί των Κυθήρων. Μερικοί άνθρωποι έχουν βαπτίσει «Μικρή Αυστραλία» το συγκεκριμένο νησί.
«Η αγάπη μου για την Ελλάδα ξεκινά από την παιδική μου ηλικία στην Αυστραλία» τονίζει η δημοσιογράφος. Η ίδια μετανάστευσε από τη Σκωτία στο Σίδνεϊ με την οικογένειά της, όταν ήταν εννέα ετών .
Στο Σίδνεϊ, η πρώτη της φίλη ήταν «μια υπέροχη Ελληνίδα» , η 'Αννα, η οποία έγινε η κολλητή της στο σχολείο, ο φύλακας-άγγελος της, την καλούσε τις Κυριακές στο σπίτι της «για το μεγάλο ελληνικό γεύμα», όπου όλοι μιλούσαν ελληνικά και της έμαθε το νόημα της παρέας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει.
Έτσι η 'Αννα έκανε μια Σκωτσέζα για πάντα φίλη της Ελλάδας. Και δεν είναι τυχαίο πως όταν η Μάρτζορι ήταν άνω των 20 ετών και αποφάσισε να ταξιδέψει πήγε κατ' ευθείαν στην Ελλάδα, όπου έζησε ένα χρόνο στην Αθήνα διδάσκοντας αγγλικά. Τότε άρχισε πια για καλά η ερωτική της σχέση με τη χώρα που συνεχίζεται έως σήμερα.
Για τους Έλληνες φίλους που έκανε στη Πελοπόννησο λέει: «Είναι υπέροχοι άνθρωποι που μας καλούσαν στα σπίτια τους και στη ζωή τους.
Παρά την ταλαιπωρία από τα μέτρα λιτότητας είναι στωικοί και μαχητές. Μια γυναίκα μου είπε: "Κοίτα, είχαμε πολέμους, γερμανική κατοχή, χούντα, σεισμού.
Θα ξεπεράσουμε και αυτή την κρίση"».
Στο διάστημα της παραμονής της στην Ελλάδα η Μάρτζορι έγραψε πολλά άρθρα για αυστραλιανά και βρετανικά έντυπα.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το βιβλίο και τις εμπειρίες του ζευγαριού στη νότια Πελοπόννησο στην ιστοσελίδα τους www.bigfatgreekodyssey.com.