Μετανάστευσε 17 χρονών στην Αυστραλία, κατάγεται από τη Μεσσηνία και
εδώ και μερικά χρόνια ταξιδεύει κάθε χρόνο από τη Μελβούρνη έως την
ιδιαίτερη πατρίδα του για να καλλιεργήσει τα χωράφια και τα αμπέλια του,
να τρυγήσει, να μαζέψει τις ελιές και να πάρει το λάδι του πίσω στην
Αυστραλία.
Την ενδιαφέρουσα περίπτωσή του- που δεν είναι η μόνη, αφού αρκετοί Έλληνοαυστραλοί συνταξιούχοι επισκέπτονται ετησίως την Ελλάδα, μένουν μερικούς μήνες και καλλιεργούν τα χωράφια τους- παρουσιάζει ο «Νέος Κόσμος».
«Ένοιωθα δέσμιός της και η ανάγκη να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο επιτακτική» λέει ο εξηντάχρονος σήμερα Δημήτρης Αποστολόπουλος που στα 17 του, αποφάσισε να φύγει μακριά από την αγροτική ζωή στη Κορώνη και να πάει στην Αυστραλία, «αγκαλιά» με τα όνειρά του.
«Η γη δεν μου έφταιγε βέβαια. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες που όσα και να σου έδινε, στο τέλος έμενες να χρωστάς στον μπακάλη και στον έμπορα. Μια ζωή με το βερεσέ. Έβλεπα τη γη σαν τύραννο» λέει. Αφού αναφέρεται στο ταξίδι στην Αυστραλία και στις δουλειές που έκανε, στέκεται στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα, μετά από 18 ολόκληρα χρόνια, που τον έκανε να μην μπορεί να πιστέψει στα μάτια του:
«Είδα τεράστιες αλλαγές. Καινούρια σπίτια, καινούρια αυτοκίνητα, τρακτέρ στα χωράφια. Ανθρώπους που ζούσαν στην άνεση».
Ο ίδιος όμως θα μιλήσει για τη δική του «ανάσταση» που συντελέστηκε σ' αυτό το ταξίδι μέσα του, για την έντονη έλξη που ένοιωσε για τη γη, που χρόνια πριν του προκαλούσε ένα μίγμα φόβου και απέχθειας - αφού ένοιωθε να τον φυλακίζει - «μια ακατανίκητη επιθυμία να "τα βρω" με όσα άφησα πίσω μου, τότε, και σήμερα με τραβούσαν ορμητικά κοντά τους.
Τα αμπέλια δεν υπήρχαν πλέον, τα λίγα όμως λιόδεντρα που είχε φυτέψει η μητέρα μου εκεί, ήταν σα να άπλωναν τα χέρια τους, σε μια έκκληση να μείνω κοντά τους. 'Αρχισα να φυτεύω, σχεδόν με μανία καινούρια λιόδεντρα, να γυρίζω πίσω κάθε χρόνο και να τα βλέπω να θεριεύουν να μου μιλάνε, να ζητάνε την προσοχή μου. Εκεί έγινε ένα φοβερό, συναισθηματικό δέσιμο που με κρατά δέσμιο, αλλά μ' έναν τρόπο, "απελευθερωτικό", μ' έναν τρόπο που με λυτρώνει».
Ο Δημήτρης Αποστολόπουλος, θ' αφήσει για λίγο τον ελαιώνα για να μιλήσει για το άλλο όνειρό του που πραγματοποιήθηκε, το χτίσιμο ενός νέου, καινούριου σπιτιού, με όλες τις σύγχρονες ανέσεις, αλλά τον παραδοσιακό χαρακτήρα, με τη χτιστή βρύση στην αυλή, στην αγαπημένη του Ασίνη: «Το βλέπω και δεν το πιστεύω. Τόσο όμορφο, τόσο άψογα δεμένο με το περιβάλλον, φαίνεται σα να ήταν πάντα εκεί και με περίμενε. Βέβαια δεν ήταν καθόλου έτσι. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να το χτίσω. Τώρα το απολαμβάνω από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι τέλη του Νοέμβρη που είναι το μάζεμα της ελιάς».
Αυξάνοντας τον αριθμό των λιόδεντρων, έφτασε σήμερα στο σημείο ο Δημήτρης Αποστολόπουλος να κάνει εξαγωγή στην Αυστραλία:«Δεν είναι μεγάλες οι ποσότητες, για μένα όμως είναι μεγάλη ικανοποίηση να το απολαμβάνουν άνθρωποι από κάθε άκρη της γης και αυτοί που ξέρουν να λένε "δεν έχουμε φάει ποτέ τέτοιο λάδι". Όχι μόνο Έλληνες, αλλά όλοι οι μεσογειακοί λαοί, ξέρουν ποιο είναι το ποιοτικό λάδι και τώρα αρχίζουν να το μαθαίνουν και οι Αυστραλοί».
Την ενδιαφέρουσα περίπτωσή του- που δεν είναι η μόνη, αφού αρκετοί Έλληνοαυστραλοί συνταξιούχοι επισκέπτονται ετησίως την Ελλάδα, μένουν μερικούς μήνες και καλλιεργούν τα χωράφια τους- παρουσιάζει ο «Νέος Κόσμος».
«Ένοιωθα δέσμιός της και η ανάγκη να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο επιτακτική» λέει ο εξηντάχρονος σήμερα Δημήτρης Αποστολόπουλος που στα 17 του, αποφάσισε να φύγει μακριά από την αγροτική ζωή στη Κορώνη και να πάει στην Αυστραλία, «αγκαλιά» με τα όνειρά του.
«Η γη δεν μου έφταιγε βέβαια. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες που όσα και να σου έδινε, στο τέλος έμενες να χρωστάς στον μπακάλη και στον έμπορα. Μια ζωή με το βερεσέ. Έβλεπα τη γη σαν τύραννο» λέει. Αφού αναφέρεται στο ταξίδι στην Αυστραλία και στις δουλειές που έκανε, στέκεται στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα, μετά από 18 ολόκληρα χρόνια, που τον έκανε να μην μπορεί να πιστέψει στα μάτια του:
«Είδα τεράστιες αλλαγές. Καινούρια σπίτια, καινούρια αυτοκίνητα, τρακτέρ στα χωράφια. Ανθρώπους που ζούσαν στην άνεση».
Ο ίδιος όμως θα μιλήσει για τη δική του «ανάσταση» που συντελέστηκε σ' αυτό το ταξίδι μέσα του, για την έντονη έλξη που ένοιωσε για τη γη, που χρόνια πριν του προκαλούσε ένα μίγμα φόβου και απέχθειας - αφού ένοιωθε να τον φυλακίζει - «μια ακατανίκητη επιθυμία να "τα βρω" με όσα άφησα πίσω μου, τότε, και σήμερα με τραβούσαν ορμητικά κοντά τους.
Τα αμπέλια δεν υπήρχαν πλέον, τα λίγα όμως λιόδεντρα που είχε φυτέψει η μητέρα μου εκεί, ήταν σα να άπλωναν τα χέρια τους, σε μια έκκληση να μείνω κοντά τους. 'Αρχισα να φυτεύω, σχεδόν με μανία καινούρια λιόδεντρα, να γυρίζω πίσω κάθε χρόνο και να τα βλέπω να θεριεύουν να μου μιλάνε, να ζητάνε την προσοχή μου. Εκεί έγινε ένα φοβερό, συναισθηματικό δέσιμο που με κρατά δέσμιο, αλλά μ' έναν τρόπο, "απελευθερωτικό", μ' έναν τρόπο που με λυτρώνει».
Ο Δημήτρης Αποστολόπουλος, θ' αφήσει για λίγο τον ελαιώνα για να μιλήσει για το άλλο όνειρό του που πραγματοποιήθηκε, το χτίσιμο ενός νέου, καινούριου σπιτιού, με όλες τις σύγχρονες ανέσεις, αλλά τον παραδοσιακό χαρακτήρα, με τη χτιστή βρύση στην αυλή, στην αγαπημένη του Ασίνη: «Το βλέπω και δεν το πιστεύω. Τόσο όμορφο, τόσο άψογα δεμένο με το περιβάλλον, φαίνεται σα να ήταν πάντα εκεί και με περίμενε. Βέβαια δεν ήταν καθόλου έτσι. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να το χτίσω. Τώρα το απολαμβάνω από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι τέλη του Νοέμβρη που είναι το μάζεμα της ελιάς».
Αυξάνοντας τον αριθμό των λιόδεντρων, έφτασε σήμερα στο σημείο ο Δημήτρης Αποστολόπουλος να κάνει εξαγωγή στην Αυστραλία:«Δεν είναι μεγάλες οι ποσότητες, για μένα όμως είναι μεγάλη ικανοποίηση να το απολαμβάνουν άνθρωποι από κάθε άκρη της γης και αυτοί που ξέρουν να λένε "δεν έχουμε φάει ποτέ τέτοιο λάδι". Όχι μόνο Έλληνες, αλλά όλοι οι μεσογειακοί λαοί, ξέρουν ποιο είναι το ποιοτικό λάδι και τώρα αρχίζουν να το μαθαίνουν και οι Αυστραλοί».