Σε ηλικία 90 ετών έφυγε από τη ζωή ο μονάρχης της
Σαουδικής Αραβίας Αμπντουλάχ μπιν Αμπντούλ Αζίζ αλ Σαούντ (Αμπντάλα).
Ο
Σαουδάραβας βασιλιάς νοσηλευόταν τις τελευταίες εβδομάδες προβλήματα στο
αναπνευστικό.
Διάδοχος του θρόνου είναι ο 79χρονος αδελφός του Αμπντάλα, Σαλμάν.Ο Αμπντάλα ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο λαό του, παρά το αυστηρό καθεστώς της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό. Είχε οριστεί αντιβασιλέας το 1995, οπότε και είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο ο προκάτοχός του βασιλιάς Φαχντ. Αρχικά ο Αμπντάλα θεωρείτο από τους ξένους διπλωμάτες ως συντηρητικός, ωστόσο η εικόνα αυτή κατέρρευσε καθώς επέδειξε ζήλο για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της χώρας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο Σαλμάν θα συνεχίσει το μεταρρυθμιστικό έργο του αδελφού του, με αλλαγές που στόχο θα έχουν τη συμφιλίωση της ισλαμικής παράδοσης με τις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας.
Τι θα γίνει με την τιμή του πετρελαίου
Η προσοχή όλων είναι βεβαίως επικεντρωμένη στην πολιτική που θα ακολουθήσει ο νέος μονάρχης σχετικά με το πετρέλαιο, καθώς η πτώση στην τιμή του έχει προκαλέσει οικονομικούς και πολιτικούς κλυδωνισμούς σε όλο τον κόσμο.Ο Σαλμάν θα επιμείνει, όπως όλα δείχνουν, στην πολιτική του ΟΠΕΚ να διατηρεί σταθερή την πετρελαϊκή παραγωγή ώστε να προστατεύει το μερίδιο του καρτέλ από αντίπαλους παραγωγούς.
Ο Σαλμάν διόρισε πρίγκιπα διάδοχο και κληρονόμο του τον ετεροθαλή αδελφό του Μούκριν, κινούμενος γρηγορα ώστε να προκαταλάβει οποιουσδήποτε φόβους για μια κρίση διαδοχής σε μια στιγμή που η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει άνευ προηγουμένου αναταραχή στα σύνορά της.
"Ο βασιλιάς Αμπντάλα ήταν ο αρχιτέκτονας της σημερινής στρατηγικής να διατηρείται η παραγωγή σε υψηλά επίπεδα και να παραμερίζονται μικρότεροι παίκτες, αντί να περικοπεί", δήλωσε ο Τζον Κίλνταφ, της Aigain Capital LLC στη Νέα Υόρκη.
Ο Κίλνταφ πρόσθεσε πως ο Σαλμάν είναι γνωστός ως υπερασπιστής των συμφερόντων της Σαουδικής Αραβίας και πως η αγορά περιμένει απ' αυτόν ότι θα κρατήσει την παραγωγή ψηλά.
Οι τιμές του αργού αυξήθηκαν αρχικά σήμερα, αλλά στη συνέχεια υποχώρησαν και η διαπραγμάτευσή τους εξακολουθεί να γίνεται σε επίπεδα πάνω από 50% κάτω από τις πιο πρόσφατα ανώτατα επίπεδα στα οποία είχαν φθάσει τον Ιούνιο του 2014.