Είναι το πρώτο φιλμ για το ναό του επικούρειου Απόλλωνα που έχτισε ο Ικτίνος στην κορυφή ενός βουνού.
Ο ναός είναι κτισμένος κυρίως με ασβεστολιθική πέτρα και είναι χωρίς το άγαλμα του θεού Απόλλωνα.
Ο σκηνοθέτης (Jean-Daniel Pollet) μαγεύτηκε και είπε ότι αυτός ο ναός
υπήρξε το κέντρο του κόσμου για κείνον. Έτσι λοιπόν τον κινηματογράφησε
με ρυθμό ιερής τελετουργίας και το αποτέλεσμα αντάμειψε τις προσπάθειες
του.
«Εδώ μπορείς να υπάρξεις»
… Εντυπωσιασμένος από τη γοητεία του αρχαιολογικού χώρου των Βασσών
ο εξαιρετικός σκηνοθέτης Jean-Daniel Pollet, μόλις τον ανακάλυψε βρήκε
ένα υπαρξιακό καταφύγιο λέγοντας «Εδώ μπορείς να υπάρξεις».
Χαρακτήρισε τον τόπο ως άκρον άωτον της μαγείας και για μια δεκαετία
τον θεωρούσε το κέντρο του κόσμου.
Τον επισκέφθηκε πολλές φορές και
τρεις ταινίες του έχουν αναφορές στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα.
Η μία από αυτές «Βάσσες» είναι αφιερωμένη στο ναό. Πρόκειται για ένα
κινηματογραφικό ποίημα.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει περιγράψει ως εξής τη
σχέση του με τις Βάσσες:
«Πρωτοείδα το ναό των Βασσών κάνοντας το γύρο της Μεσογείου.
Πρέπει
λοιπόν να πω γιατί έφυγα, γιατί έκανα αυτόν το γύρο. Είχα επισημάνει το
ναό σε μια λιθογραφία (όχι φωτογραφία) κάποιου βιβλίου, γιατί έγραφε ότι
ήταν ο μόνος κτισμένος στα υψώματα της Πελοποννήσου και χωρίς θέα στη
θάλασσα.
Εγραφε, επίσης, ότι αυτός ο ναός ήταν το τελευταίο έργο του
αρχιτέκτονα του Παρθενώνα.
Αυτό το έργο, μέσα στις μικροσκοπικές του
διαστάσεις σε σύγκριση με τον Παρθενώνα, δίνει την εντύπωση κάποιου που
γέρασε, που δεν έχει πια αλαζονεία, που σχεδόν δεν είναι πια Ελληνας,
αλλά ξέρει μόνο να κτίζει σαν Ελληνας.
Αλλωστε, οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για να κτιστεί αυτός ο ναός,
εξορύχθηκαν απ” αυτήν εδώ την ίδια περιοχή· βλέπει κανείς καλά ότι είναι
γκρίζες σαν τις άλλες που είναι τριγύρω.
Σε άλλους Ελληνικούς ναούς χρησιμοποιήθηκε ένα συγκεκριμένο μάρμαρο,
από ένα συγκεκριμένο λατομείο, αλλά πιστεύω ότι όλα είχαν πάνω-κάτω την
ίδια προέλευση, το ίδιο χρώμα, την ίδια πυκνότητα και την ίδια αντοχή.
Για τις Βάσσες, σίγουρα υπάρχουν στοιχεία – θα μπορούσα να γνωρίζω
περισσότερα αν είχα μελετήσει την ιστορία του ναού πιο εμπεριστατωμένα.
Οπωσδήποτε, κάπου θα είναι γραμμένα. Αυτό που συγκράτησα, είναι ότι
κτίστηκε για να ξορκίσει ένα λιμό, μιαν αρρώστια (ίσως πανούκλα) που,
εκείνη την εποχή, είχε ρημάξει την περιοχή. Είναι πολλές οι ενδείξεις
που ενισχύουν αυτή την εικασία, αλλά δεν τις θυμάμαι πια.
Θυμάμαι, όμως, άλλη μια ιδιαιτερότητα: συνήθως, στο κέντρο κάθε ναού
υπάρχει μια θέση όπου μπαίνει ένα άγαλμα: το άγαλμα κάποιου θεού στον
οποίο υποτίθεται ότι είναι αφιερωμένος ο ναός (Απόλλων κ.λπ.). Ε,
λοιπόν, στις Βάσσες δεν υπήρχε τέτοιο βάθρο. Σκέφτηκα ότι μπορεί να
πρόκειται για κάποιο είδος αθεϊστικού ναού, αλλά μάλλον αεροβατούσα.
Μου είπαν ότι όλοι οι Ελληνικοί ναοί είχαν τον ίδιο προσανατολισμό –
αυτός εδώ, όμως αποτελεί εξαίρεση. Είναι ένα από τα λίγα μέρη στα οποία
ξαναγύρισα (τουλάχιστον επτά φορές· τις πέντε, μάλιστα, χωρίς μηχανή).
Είναι ένας τόπος που σου μιλάει, που ο Sollers λέει ότι είναι γεμάτος
απ” τα λόγια των νεκρών, κι οι νεκροί τού μιλάνε, του λένε δίχως άλλο τα
ίδια πράγματα – σαν ηχώ.
Κινηματογράφησα αυτόν το ναό μια φορά, στα γρήγορα, δύο ή τρία πλάνα
για τη Μεσόγειο, και μετά από δύο χρόνια ξαναγύρισα στις Βάσσες για μια
ταινία μικρού μήκους. Είχε συννεφιά -πράγμα σπάνιο.
Το γύρισμα κράτησε
δύο μέρες».
Αυτή η ταινία που γυρίστηκε το 1964 και το 1965 βραβεύτηκε στη
Μπιενάλε Παρισίων, δεν προβλήθηκε ποτέ στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η
προβολή της στην εκδήλωση «Επικούριος Απόλλωνας υπό το σεληνόφως» ήταν
μια από τις σπάνιες και σε συνδυασμό με τον τόπο όπου γυρίστηκε και
είναι αφιερωμένη, αποτέλεσε μοναδική εμπειρία για τους θεατές…