Του Παν. Αντωνόπουλου
Ο
εφοπλιστής Λεόντειος σαν άφηνε τα γραφεία της εταιρείας του στον Πειραιά,
ερχόταν στην πολυτελή έπαυλή του στα νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου για ξεκούραση
και ανάκτηση δυνάμεων. Τον υποδεχόταν
εδώ το υπηρετικό του προσωπικό κι αφού
τον φρόντιζε τις τρεις πρώτες μέρες ανελλιπώς, την τέταρτη τον οδηγούσε στη
μεγάλη βιβλιοθήκη του με τους χρυσόδετους και σπάνιους τόμους της για να
διαβάσει. Σαν απόμενε μόνος του ο εφοπλιστής, κατέβαζε από τα ράφια όλα τα
κυνηγητικά βιβλία και άρχιζε να τα διαβάζει μονορούφι. Και τούτο γιατί
διαβάζοντας τέτοια βιβλία αποκτούσε γνώσεις που του χρησίμευαν στις κυνηγετικές
του εξορμήσεις. Έτσι γινόταν μέρα με τη μέρα καλύτερος κυνηγός και τα θύματά
του αυξάνονταν.
Επειδή
του άρεσε να βλέπει κακοποιημένα ζώα,
είχε φτιάξει δίπλα από τη βιβλιοθήκη του ένα μουσείο με ταριχευμένα! Τα είχε
κλείσει προσεχτικά σε ράφια, ασφαλισμένα με γυάλινα τζάμια που η ταυτότητά τους
γινόταν γνωστή από τη μικρή κόκκινη ετικέτα που κρεμόταν απ’ το λαιμό του ζώου
κι έγραφε το όνομά του. Έτσι ο επισκέπτης, που, φυσικά έπρεπε να είχε γερά
νεύρα από ατσάλι, έβλεπε ελάφια με βγαλμένα μάτια, αλεπούδες με κομμένες ουρές,
λαγούς να τους λείπουν τ’ αυτιά, πουλιά
με σπασμένα ράμφη, σκιουράκια ακέφαλα και χελωνάκια με λιωμένα τα όστρακά τους!
Ακόμη σε μια γωνιά της αίθουσας προς τα
ανατολικά, κρέμονταν από τα τσιγκέλια δυο αγριογούρουνα με ανοιχτές τις
κοιλιές τους, αφήνοντας να φαίνονται τα σπλάχνα τους με όλη εκείνη την
αποτρόπαια εικόνα που αφήνει ένα ξεκοιλιασμένο ζώο. Στη νότια πλευρά, πάνω σε ειδικά ξύλινους
πάγκους, βρίσκονταν εκτεθειμένα δώδεκα κεφάλια ζαρκαδιών, πνιγμένα στα ξερά
κόκκινα αίματα, άλλες τόσες ουρές τσακαλιών κι άλλη μια δωδεκάδα πόδια
κουναβιών σε πλήρη παραμόρφωση! Σκορπισμένα τώρα εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα
διάφορα εκθέματα, υπήρχαν κι άλλα μικρότερα ταριχευμένα ζώα που η αναφορά τους
και μόνο θα ‘κανε κουραστική την αφήγησή μας.
Δυο
φορές ο εφοπλιστής Λεόντειος είχε κινδυνέψει να χάσει τη ζωή του εξαιτίας αυτής
της καταστροφικής μανίας που έτρεφε για τη φύση και για τα δημιουργήματά της
αλλά και τις δυο φορές γλίτωσε! Τη μια στον Ταύγετο, όταν κυνηγώντας ένα
αγριόγιδο, το στρίμωξε σ’ ένα γκρεμό και το πλησίασε στα πενήντα μέτρα.
Σηκώνοντας τότε το όπλο του να το τουφεκίσει, το αγριόγιδο γλίστρησε και
γκρεμοτσακίστηκε κάτω στο βάραθρο. Όλη όμως αυτή η εικόνα της πτώσης του, του έφερε
μια μικρή ζάλη και χωρίς και ο ίδιος να το καταλάβει, του ‘φυγε το όπλο από τα
χέρια και κύλησε στην απότομη πλαγιά του γκρεμού, φτάνοντας κάτω διαλυμένο. Αμέσως
έγινε τόσο βλάσφημος που ξεστόμιζε ασυστόλως ακατονόμαστες ύβρεις ώσπου έχασε την ισορροπία του για να πέσει
και αυτός στο κενό και να συρθεί ανάμεσα στα κοφτερά βράχια. Για καλή του όμως
τύχη τον σταμάτησε ο κορμός ενός ελάτου και γλίτωσε με λίγους μώλωπες στο δεξί
του χέρι και ανεπαίσθητες εκδορές στο πρόσωπο.
Την
άλλη φορά ο κίνδυνος τον βρήκε στο Μαίναλο. Κυνηγούσε έναν κάπρο, και σαν τον
λάβωσε ύστερα από πέντε πυροβολισμούς, το πληγωμένο ζώο πρόλαβε και κρύφτηκε
στα χαμόκλαδα που βρίσκονταν πίσω από μια μεγάλη στέρνα με νερό. Για να το βρει
ο εφοπλιστής ανέβηκε στο χείλος της στέρνας. Τότε το ζώο όρμησε πάνω του και
τον πέταξε μέσα! Κι εκεί που πανικόβλητος κοιτούσε το νερό να βάφεται κόκκινο
από την πληγή στο πόδι του, ένας περαστικός βοσκός τον είδε, τον έβγαλε έξω και
τον γλίτωσε!
Ο
εφοπλιστής όμως ήταν σκληρό καρύδι και
δεν το ‘βαζε κάτω. Σκληρόψυχος κι εγωιστής, συνέχιζε το βιολί του να εχθρεύεται
τη φύση με όλη την κακία και την αχαριστία του. Το ‘βλεπαν πολλοί αυτό και
περισσότερο ο φύλακας του δάσους, ένα λυγερόκορμο γεροντάκι που προστάτευε από
το πρωί μέχρι το βράδυ την ομορφιά του. Τον τελευταίο καιρό τούτος ο φύλακας
είχε παρατηρήσει ένα ιδιαίτερο κακό που γινόταν στο δάσος. Έβλεπε πως όταν ο
εφοπλιστής σκότωνε ένα ζώο αμέσως ξεραινόταν κι ένα δέντρο! Στην αρχή δεν έδωσε
και πολλή σημασία γιατί νόμισε πως κάποια αρρώστια ρίχνει κάτω νεκρά τα έρημα
τα δέντρα. Σαν πέρασε όμως καιρός και είδε πως τα δέντρα έπεφταν κάτω το ένα
μετά το άλλο, συμπέρανε πως ένας θάνατος ζώου, έφερνε νομοτελειακά κι ένα
θάνατο δέντρου!
Αυτό
τον ανησύχησε και θεώρησε υπεύθυνο για την καταστροφή του δάσους, τον
εφοπλιστή. Έτσι κίνησε ένα πρωί και πήγε να τον βρει. Τον δέχτηκε εκείνος στην
αίθουσα των ταριχευμένων ζώων του και θωρώντας τον με καχυποψία μέσα από τη
φανταχτερή κυνηγετική στολή του, τον ρώτησε ψυχρά, τι ήθελε. Αμέσως ο φύλακας
χωρίς υπεκφυγές και με θάρρος του αποκάλυψε αυτό που είχε επισημάνει και είχε
δει με τα μάτια του: << Πως κάθε φορά που σκοτώνει ένα ζώο και φεύγει από
το δάσος, πίσω ξεραίνεται κι από ένα δέντρο! >> Γέλασε κάτω από το πλατύ
μουστάκι του ο εφοπλιστής και χαϊδεύοντας το όπλο που κρεμόταν δίπλα του, του
είπε, όλο κακία : << Αυτές τις ανοησίες να τις πεις αλλού, φύλακα! Τα ζώα
είναι δικά μου και όσο ζω θα τα σκοτώνω!
Η φύση να ξέρεις γι’ αυτό τα έφτιαξε. Για να μας δίνουν το κρέας και το
δέρμα τους! Κι εγώ δεν κάνω τίποτα άλλο παρά ν’ ακούω τη φωνή της! >>
Κάτι πήγε να
πει ο φύλακας αλλά δεν πρόλαβε, γιατί τον έσπρωξε βίαια σε μια διπλανή αποθήκη
και κλείνοντάς του την πόρτα τον φυλάκισε. Δυο τεράστια φίδια ξεκουλουριάστηκαν
κάτω από τα πυκνά ξερόφυλλα κι άρχισαν να διπλώνονται στα πόδια του. Με τα
κεντριά τους έξω από το στόμα, τα μάτια τους
να γυαλίζουν σαν μικρές εστίες φωτιάς και τις φολίδες στο δέρμα τους ν’
αλλάζουν χρώματα από στιγμή σε στιγμή, άρχισαν ν ΄ ανεβαίνουν από τις κνήμες στους μηρούς κι από εκεί να
περνάνε στο στήθος, πηγαίνοντας να βρουν το λαιμό του για να τον πνίξουν. Και
τότε έντρομος ο φύλακας, μέσα σε κραυγές
υστερίας, άρχισε να χτυπά την πόρτα,
καλώντας βοήθεια.
Τον άκουσε
ο εφοπλιστής, άνοιξε και μπήκε μέσα. Αφού έκανε νεύμα με τα δυο του χέρια στα
φίδια να σταματήσουν την αναρρίχηση στο σώμα του φύλακα, πλησίασε το τυλιγμένο
κορμί του και πιάνοντας τα σιχαμερά ερπετά απ’ τα κεφάλια τα πέταξε κάτω και τα
ανάγκασε να κρυφτούν πάλι στις φυλλωσιές τους. Εκείνα όση ώρα τα έσφιγγε στα
χέρια του, σφύριζαν ασταμάτητα και κουνούσαν το σώμα τους με δυνατό πλατάγισμα
στον αέρα λες και τα τυραννούσε κάποιος
ανεπιθύμητος δαίμονας. Λευτερώνοντας έτσι το φύλακα, τον έβγαλε έξω,
για να
του πει με
αυστηρό ύφος, ενώ εκείνος
έτρεμε ολόκληρος : << Θαρρώ, ασήμαντε φύλακα, να πήρες μια γεύση
της δύναμής μου! Από σήμερα, κλείσε το στόμα σου και μη λες τίποτα για τα ζώα
που σκοτώνω και τα δέντρα που ξεραίνονται! Φύγε και μη σε ξαναδώ στα μάτια μου!
>>
Χώρισαν
σαν δυο τραυματισμένοι μονομάχοι. Ο ένας να συνεχίσει το κακό στη φύση κι ο
άλλος ν’ απλώσει και πάλι τις μεγάλες φτερούγες του για να την προστατέψει.
Πέρασαν
πέντε χρόνια από τότε που έγινε το επεισόδιο ανάμεσα στον εφοπλιστή και το
φύλακα, χωρίς να προκύψει τίποτα το ιδιαίτερο μεταξύ τους. Προέκυψε όμως κάτι στο δάσος που απλωνόταν πάνω από την
πολυτελέστατη οικία του εφοπλιστή και του χάριζε την ομορφιά και τη ζωή.
Από
το καταπράσινο τούτο δάσος δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο και χλωρό! Κι εκεί που
άλλοτε τα νερά του άφριζαν γάργαρα και τραγουδούσαν μέσα στην κοίτη του
ποταμού, τώρα στέρεψαν και οι μελωδίες τους έσβηναν από ρυάκι σε ρυάκι που μετά
βίας κρατούσαν δυο τρεις σταγόνες νερού! Τα πιο πολλά ζώα μετοίκισαν κι άλλα
ψόφησαν, αφήνοντας διάσπαρτους τους σκελετούς τους να σαπίζουν στο ξερό χώμα
και στα άνυδρα φαράγγια. Ως και οι τσοπάνηδες που έβοσκαν τις κατσίκες τους στη
φιλόξενη χλόη του όμορφου δάσους, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νεκρό του
τοπίο και να φύγουν μακριά, ελπίζοντας να τους βρουν εκεί τροφή!
Ώσπου μια Άνοιξη ο εφοπλιστής αποφάσισε να
παντρέψει το μοναχογιό του. Προσκάλεσε πολλούς, όλοι τους άνθρωποι του χρήματος
και της δόξας. Ευλογήθηκε το μυστήριο στην μικρή ιδιωτική εκκλησία της οικίας
του εφοπλιστή και μετά το πέρας της γαμήλιας τελετής, κάθισαν όλοι για φαγητό
στην πολυτελέστατη τραπεζαρία. Οι
καλεσμένοι είχαν την ευκαιρία να γευτούν τα πρωτότυπα και σπάνια εδέσματα του
εφοπλιστή, που, θεωρήθηκαν θαύματα
μαγειρικής του Γάλλου σεφ και των βοηθών του. Μαζί με τα συνηθισμένα φαγητά, σερβιρίστηκαν, μοσχάρι
γεμιστό της Πάρμας, παπάκια με ζωμό πορτοκαλιού, λαχανοντολμάδες με κιμά και
άσπρη σάλτσα, χήνες στη σούβλα και πέρδικες κρασάτες αλά Ισπανικά. Ακόμη στο
τέλος προσφέρθηκαν για επιδόρπια, καρυδόπιτα, τηγανίτες με μυζήθρα κι αχλάδια
γεμιστά με μέλι και καρυδόψυχα.
Η
ημέρα ήταν καλή αλλά το απόγευμα ένα μούχρωμα απλώθηκε σιγά - σιγά στο νότο για
να φτάσει ως το βορρά. Η καταπράσινη και ανθισμένη φύση πανηγύριζε την
αναγέννησή της και τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα πετώντας από κλαδάκι σε
κλαδάκι, ανάλαφρα και ζωηρά. Μόνο το φαλακρό βουνό πάνω από το σπίτι του
εφοπλιστή φάνταζε σαν μαύρος δράκοντας, έτοιμος να ρουφήξει αίμα! Κι όλο μάζευε
τα σύννεφα για να κρύψει τη γύμνια του κι όλο γέμιζε αντάρα για να εκδικηθεί. Και για να μη φανεί πως
είχε χάσει ολότελα την ψυχή του, σήκωσε ένα δυνατό αεράκι κι έριξε τις πρώτες
δυνατές σταγόνες της βροχής. Και μέχρι
να σηκώσουν τα κεφάλια τους οι καλεσμένοι και να κοιτάξουν το φλεγόμενο βουνό
από τις αστραπές και τις βροντές, η καταιγίδα είχε ξεσπάσει! Κι ως να
σταυροκοπηθούν μερικοί, το νερό, αφρισμένο ποτάμι, κυλούσε κατά πάνω τους,
παρασύροντας ό,τι έβρισκε μπρος του. Και
σαν γέμισαν οι χείμαρροι και δεν χωρούσαν πια τα νερά οι κοίτες τους, τα
ξέχυναν απέξω και τα έστελναν με ορμή ίσια πάνω στο σπίτι του εφοπλιστή. Όσο το
χτυπούσαν αλύπητα σαν περνούσε η ώρα
τόσο ο φόβος και η αγωνία των καλεσμένων
για τη ζωή τους μεγάλωνε και τους οδηγούσαν στα πρόθυρα της τρέλας. Έτσι δεν
άργησαν ν’ ακουστούν γρήγορα από πολλούς κλάματα απελπισίας και να γεμίσουν τον
αέρα οι πρώτες φωνές απόγνωσης και
πανικού.
O εφοπλιστής
ησυχία δεν είχε και πηγαινοερχόταν νευρικός και αμίλητος από τη μια μεριά της
αίθουσας στην άλλη. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί σε μια
τέτοια δύσκολη και φριχτή θέση. Όλα τα είχε προνοήσει για την ασφάλεια της
πολυτελέστατης βίλας του, αλλά τούτη την πλημμύρα δεν μπορούσε να τη διανοηθεί
και τώρα βρισκόταν στο έλεος της καταστροφής. Ποιος έφταιγε γι’ αυτό; Κάποιος,
γιατί αμέσως είδε τα δυο του φίδια να έρχονται προς το μέρος του, σφυρίζοντας
και να του δείχνουν τα φοβερά κεντριά τους! Έντρομος έβγαλε μια κραυγή τρόμου και θυμήθηκε το
δασοφύλακα, τα ζώα που είχε σκοτώσει και τα δέντρα που ένα - ένα ξεραίνονταν
όταν η ψυχή τους έσβηνε από το δάσος.
Έβγαλε
τότε το πιστόλι του, τα πυροβόλησε και τα σκότωσε. Έπιασε ύστερα την πόρτα που
την τράνταζαν τα ορμητικά νερά και προσπάθησε να τη στηρίξει. Κατάλαβε όμως πως γρήγορα η ορμή του νερού θα την
έσπαζε και φώναξε τους υπηρέτες του. Έτσι τους έδωσε εντολή να την ενισχύσουν
με χοντρές σανίδες που κάρφωσαν από τη μια μεριά του παραστάστη ως την άλλη.
Και σαν το έκαναν αυτό, τους συμβούλεψε να μαζέψουν τα τραπέζια και τις
καρέκλες και να τα βάλουν μπροστά από την πόρτα, κάνοντάς τα φράγμα απελπισίας.
Κι
ενώ όλα έδειχναν πως η πλημμύρα δεν είχε μέσα της άλλο κακό ιστό να ξετυλίξει
και να φέρει την καταστροφή, ένας δυνατός γδούπος που ακούστηκε στη τζαμαρία
και τη θρυμμάτισε, μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ τον πανικό και την υστερία. Κι
αμέσως σώματα ξάπλωσαν κάτω, γυαλιά εκτοξεύτηκαν, νερά ορμητικά πλημμύρισαν την
αίθουσα και φωνές, κλάματα και βογκητά,
ενώθηκαν με ματωμένα μέλη που έπλεαν στα θολά νερά!
Ο
εφοπλιστής βλέποντας αυτή τη βιβλική
καταστροφή, πήδησε πάνω στο σωρό από τα αντικείμενα να γλιτώσει. Δεν πρόλαβε
ούτε δευτερόλεπτο να νιώσει ασφαλής, γιατί η πόρτα υποχώρησε βίαια και παρέσυρε
ό,τι βρήκε μπρος της. Όλα τώρα ήταν στο έλεος της δίνης και της καταστροφής κι όλα έδειχναν πως ο δρόμος τους
τα οδηγούσε στο απόλυτο μηδέν. Και όταν σε λίγο και η νότια πλευρά του σπιτιού
δέχτηκε ένα δυνατό τράνταγμα, όλοι πια ήταν σίγουροι για το χαμό που τους
περίμενε. Το τράνταγμα πρέπει να ήταν πολύ ισχυρό γιατί υποχώρησε η
μπαλκονόπορτα κι όλοι οι άνθρωποι που ήταν εκεί μαζεμένοι, παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά που μπήκαν μέσα και
βρέθηκαν στο λεπτό ξαπλωμένοι κάτω και εγκλωβισμένοι ο ένας με τον άλλο. Και
σαν τα σώματα συνέχιζαν να πέφτουν και να χάνονται στο υγρό στοιχείο οι φωνές και
τα βογκητά πολλαπλασιάζονταν, οι κραυγές επαναλαμβάνονταν και τα θολά νερά
βάφονταν κόκκινα από τα αίματα που έτρεχαν από
τις ανοιγμένες πληγές.
Ο
εφοπλιστής όρθιος ακόμη παρακολουθούσε το χαλασμό, ανήμπορος να τον αποτρέψει.
Κατάλαβε πως και ο ίδιος ήταν χαμένος και τράβηξε το πιστόλι. Δεν πρόλαβε όμως
γιατί τον παρέσυρε ο κορμός ενός δέντρου και σαν τον παρέσυρε, τον πέταξε με
ορμή πάνω στον τοίχο, και τον έκανε
κομμάτια!