Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Μόνοι. Με τι καρδιά, με τι ψυχή να λησμονήσεις
την αφράτη ξανθή που άφησε ζωγραφισμένες τις καμπύλες της στη μαγική αμμουδιά.
Με τι νου που δε λέει να ξεκολλήσει από τους φίλους του καλοκαιριού να πορευτείς για τον επερχόμενο χειμώνα. Πώς
να ονειρευτείς με τόσο χάος μέσα σου, με
τη ζωή σου δοσμένη σε μια στρίγκλα ερημιά που σου μεταδίδει μεταγγισμένη κάθε στιγμή
την ασθματική της αρρώστια.
Με τι καρδιά να μαζέψεις το σκουπίδι
που άφησαν οι έποικοι της πόλης. Δε φτάνει
το χλωμό χρώμα της φθοράς που σε βάφει το μουντό Φθινοπωράκι, πρέπει να
σκύψεις να μπεις σε ρυθμό και κόκκινος κατακόκκινος του αιμάτου να ξεβρωμίσεις
ότι αχνίζον ακάθαρτο σκόρπισε το
χτικιάρικο γονίδιο του Έλληνα στη γη σου.
Λιγοστεύει η ψυχή σου να βλέπεις αυτά
που άφησε πίσω του. Από ‘δω το παρατημένο σαραβαλάκι αυτοκίνητο, από κει το πεταμένο πλαστικό ποτήρι, στους σωρούς
με τα φύλλα οι άδειες σακούλες από τις φρυγανιές, στις παραλίες κόκκινα
ξεχειλωμένα κιλοτάκια, στους κάδους το ψαροκόκαλο της γόπας που έγλειψε. Κι αφού δεν άφησε σουπερμάρκετ για
σουπερμάρκετ άδειο, έφυγε άνιφτος για την πόλη κι ακόμη τρέχει στους δρόμους
της, μπαίνει για άλλα ψώνια στα μαγαζιά, τον καφέ του μονορούφι πίνει, όπως
έκανε στην ξεφλουδισμένη επαρχία.
Ύστερα θα πέσει στη δουλειά, που
χρόνος για καλημέρα με το γείτονα, το φίλο, την ποίηση. Που χρόνος για να μη
βαριέται και να μη χασμουριέται να απαγγείλει τον ποιητή: << Άσε το
φθινόπωρο γύρω σου να στρώσει τ’ άνθη τα
στερνά, μια ζωή πεθαίνει μια πνοή περνά, τάχα σε προσμένει μια άνοιξη ξανά;
>> Ακόμη: << Όλα με ρόδα
του φθινόπωρου να στεφανώσω τα μαλλιά σου, αυτά ταιριάζουν ομορφότερα στη
χλωμιασμένη ομορφιά σου >>.
Κι εκεί με το τσιμέντο στην καρδιά θα
συνάξει δυνάμεις για να μας ποδοπατήσει πάλι. Εμείς εδώ με την πουτανιάρα
επαρχία που όσο το φθινόπωρο βηματίζει βάφεται όπως της καπνίσει. Πότε
ξεμυτίζει δακρυσμένη γκρίζα, πότε ντυμένη με ανάλαφρο ροζ νυφικό, πότε
χρωματισμένη με κόκκινες φουγγαρίες και πότε στολισμένη με ξεφυλλισμένα
χρυσάνθεμα.
Και μετράμε όσα φθινόπωρα έφυγαν και
καρτερούμε τα κρυφά που θα ‘ρθουν. Στο συννεφάκι το βραδινό τραγουδάμε, στην
αυγή που ‘ρχεται στο καραβάκι της ταξιδιάρηδες ζητάμε να μπούμε. Κι όταν αυτή
περνάει και μας παίρνει νανουρισμένοι στους βελουδένιους κάλυκες και στα
μεταξωτά άνθη τους, σωπαίνουμε, στους αέρηδες που δε μας σήκωσαν χαμογελάμε.
Φθινοπωράκι χλωμό, ηρωικό, φυλλοβόλο,
ετοιμοθάνατο σαν τη ρημαγμένη κοινωνία μας. Δεμένο μαζί μας, αλητάκι με το
τρύπιο σκουτί και το γρατσουνισμένο γόνατο. Αλητάκι που ΄χεις φίλους εμάς τους
τιποτάκηδες και τους χωμάτινους. Εμάς που
μια μέρα σαν το στερνό το φύλλο θα πέσουμε από κάποιο κλαδί σου!