Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ο γεννήτοράς μου ήταν φτωχός, πένης.
Δεν τον θυμάμαι ποτέ να φόρεσε παπούτσια αλλά
σχισμένες αρβύλες που σειόταν ο τόπος με την προκαδούρα στις σόλες τους.
Το δεξί άρβυλο ήταν πιο παλιό, είχε μπαλωθεί
δεκάκις και η τρύπα στο μπροστινό μέρος άφηνε να μπαινοβγαίνει ένα οσμηρό
δάχτυλο σαν κεφάλι χελώνας. Τούτες οι
τελειωμένες και άκομψες αρβύλες ήταν και τα καλά του παπούτσια, μ’ αυτές
πήγαινε στο χωράφι, μ’ αυτές στο παζάρι, στην εκκλησία και στις πανηγύρεις. Όταν
πέζευε στην αυλή τις ξελάσπωνε με τη βουκέντρα, τις έπλενε και τις κρέμαγε στο
πάτερο να στεγνώσουν.
Κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Είχα σιχαθεί
να υποδύομαι δυο χρόνια τις ίδιες σολιασμένες βακέτες, να μην τις ξεκολλάω από
τα πόδια μου χειμώνα καλοκαίρι, να νιώθω γελοίος, ύβρεις να εκτοξεύω και
κατάρες σε όποιον ανίχνευε τα πέλματά μου. Ένας μπελέχαρος ποντικός ευτυχώς τις
έφαγε, τις έκανε λουρίδες μια νύχτα και με απάλλαξε. Πριν μου τις φάει,
ντρεπόμουν να τις φορέσω, στο σχολείο πήγαινα από το μπουγάζι, στην τάξη μέσα
άφηνα να πέσει πάνω τους μια κόλλα της αναφοράς και να τις κρύψει. Τις είδε
κομματιασμένες ο γεννήτορας, κούνησε το κεφάλι του, άφησε ένα φιλοσοφικό
αναστεναγμό και μου είπε: << Αύριο
στο πανηγύρι του Σταυρού
θα υποδυθείς με καινούρια παπούτσια
>>.
Το είπε και το ‘κανε. Τα φόρεσα, τα
έδειξα στους φίλους, έφερα βόλτες στους δρόμους της πόλης, πέρασα κάτω από τα
παράθυρα του θηλυκόκοσμου και καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι. Η φρεσκάδα τους
δυστυχώς, κράτησε λίγο, γιατί με την πρώτη
βροχή μούσκεψαν, σκέβρωσαν, ξεχείλωσαν και φούσκωσαν σαν χαρτονένια
κουτιά. Οι συμμαθητές μου μαζεύονταν γύρω μου, τα κοίταζαν, γελούσαν, με
κορόιδευαν και με φώναζαν << τσαρούχι >>. Δεν άντεξα τον εμπαιγμό,
πήρα μια μέρα την αξίνα από τον κήπο του γείτονα και τα ‘κανα φέτες. Οι
βουτυρόπαιδες της αστικής τάξης μου προμήθευσαν καινούριο ζευγάρι, δεν το
δέχτηκα και μαζί με όλο το προλεταριακό μαθητικό αδελφάτο τους στρώσαμε στα
κοντά και τους τα πετάξαμε στα κεφάλια.
Εν τη παρόδω του χρόνου αν και το βαλάντιό μου ισχνό, φόρεσα πολλά
παπούτσια. Σαν ήρθε όμως η σαραντακέρατη κρίση και μου ‘βαλε το πιστόλι στον κρόταφο, έχω να φορέσω μοντελάκι
παπούτσι εδώ και εφτά χρόνια. Συναλλάσσω δυο ζευγάρια, ένα σολιασμένο για την
καθημερινότητα κι ένα μεταχειρισμένο για τις κοσμικές μου εξόδους, κηδείες,
μνημόσυνα και πανηγύρια. Κάθομαι μπροστά στην τιβί και τα γυαλίζω επίτηδες για
να βλέπω τι φοράνε οι Νέρωνες του πολιτικού και οικονομικού φακλαναριού, αυτοί
οι γελοίοι Καλιγούλες, που τους έχω στην μπούκα! Μ’ ανοιχτές παλάμες και με
μουσική υπόκριση Κολοκοτρωναίικου δημοτικού, τις απλώνω σ’ όλους αυτούς τους
Κίναιδους που παρελαύνουν με VERRAROS
και MORESCHI και
χαίρεται η ψυχή μου!
Σ’ όλους αυτούς που κοιμούνται σε
κρεβάτι στολισμένο με κοραλλένιους αετούς, ήσυχοι, ευτυχείς και ασυνείδητοι που
εγώ κι εσύ δε φτάνει που χάσαμε τη νεότητα και την ευρωστία της σάρκας μας,
μείναμε και χωρίς παπούτσια.