Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Τριφύλιοι, ένδοξοι λόγιοι, ζώντες και μη, διακονούν τα άνθη του Λόγου,
επαξίως. Με κείμενα ζεστά που ξεπαγώνουν την ψυχή, με λογοτεχνικά
ειδύλλια που τις σκοτεινές μέρες μας φωτίζουν με ίαμβους και
δεκαπεντασύλλαβους που αιωρούνται στις στέγες των σπιτιών, διώκτες της
σκόνης και της σήψης που έχει επικαθίσει.
Λήθη με πληγή αιμάσσουσα τους ξέχασε, χέρι άρπαγας σκόρπισε τα
χειρόγραφά τους και το καλοκαίρι πέρασε χωρίς κάτι φίνο δικό τους να
ειπωθεί. Στίχος τους δεν απαγγέλθηκε, παράγραφος δε διαβάστηκε, έντεχνο
γράφημά τους από χείλη αφηγητή δεν ήχησε στο αυτί του δοκιμαζόμενου
λαού.
Τους
έκλεισαν στα σπήλαιά τους, ευνουχισμένοι διανοητές, κρατικοδίαιτοι
υπάλληλοι, που αλωνίζουν στους δήμους και σιτίζονται απ’ αυτούς! Οι
εσαεί άυπνοι και κοπιώντες για το ευ ζην μας! Οι λογοτεχνικές εκδηλώσεις
βαθμολογήθηκαν με πέντε, τα καρναβάλια που στήθηκαν με δυο τρεις
τσίτσιδες όρνιθες από ‘δω, άλλους πεντέξι υπέργηρους κοκόρους θεατρίνους
από κει δεν έσωσαν την ατραξιόν. Στο τέλος έμεινε το ροχαλητό όσων τις
παρακολούθησαν και πήραν τον υπνάκο τους και ο βραχνιασμένος ήχος της
σκουριασμένης κιθάρας.
Πανηγύρια όμως ων ουκ έστιν αριθμός!
Με την ψητή γουρνοπούλα σωρούς στις λαμαρίνες, το κρασί από τους ασκούς
να ρέει Αλφειός. Φούσκωσαν οι μετέχοντες από το πολύ γουρούνι, του
σκασμού ήπιαν οι μέθυσοι και οι πότες. Το δημοτικό άσμα στο φόρτε του, ο
στίχος επίκαιρος, στα μέτρα του μαρτυρίου μας: << Κρέμεται η
καπότα στην αλυγαριά, ντέρτι και μαράζι, που ‘χω στην καρδιά … >>
Σου ‘ρχόταν να ρίξεις στο φουσκωτό στήθος της
χορεύτριας, όλο σου το μπεζαχτά και να το βάλεις στα πόδια. Μετά να
πουλήσεις το σπίτι σου όσο κι όσο. Το ποσό να το χαρίσεις στον υπουργό
του πολιτισμού, να χρηματοδοτήσει τέχνη και δημιουργούς, θέατρα να
φτιάξει, βιβλιοθήκες, στέγες γραμμάτων και τεχνών!
Με τέτοιο πολιτισμό ο κόσμος τρέχει στα σουβλατζίδικα. Τρώει τον
αγλέουρα, πίνει τον περίδρομο, φουσκώνει, χωνεύει, αερίζεται, αλαφρώνει
και ξεχνάει! Ύστερα κάνει του κεφαλιού του, γίνεται όχλος, πλέμπα,
χτήνος και το ρίχνει στο τραγούδι: << Για μια Ελλάδα μ’ όποια δόξα
της αξίζει. Μια νέα Ελλάδα που τα φώτα θα σκορπίζει. Με πολιτικό
κανέναν χωρίς πλούτο να μη μείνει. Όλοι μαζί, τρακόσοι Σα (χλα) μαράδες
για ένα ιδανικόν να πάμε. Να γίνει η Ελλάς << Ελλάς Ελλήνων
Χριστιανών >>.