10.3.20

Χρονογράφημα - Κυπαρισσία, ρυτιδωμένη αρχόντισσα

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

         Έφηβος, υπνωτισμένος κάτω από του Μαρτσέλου σε μια στοά του κόλπου σου, ψιθύριζα το  << ο >>  και το << ι >> στους σπάρους που χρύσιζαν.  Τη σκιά μου κοίταζα να μεγαλώνει στου Ζέφυρου το φτερό. Τριγύρω θάλασσα δεσποτική, του Ιονίου η βοή στον άνεμο στίχους έφερνε απ’ το απέναντι νησί του Κάλβου και του Σολωμού.
    Τέρατα ύστερα άγρια μέσα μου στο γυμνάσιό σου εξημέρωσα, σαν ανυπότακτο ερωτικό ζαρκάδι έτρεχα στους δρόμους σου, το λευκό σου νυφικό όμοιο με της Οφηλίας θαύμαζα, και, στο χρόνο σου έμπαινα όπως σε μια μεγάλη εκκλησία, να προσευχηθώ μαζί με τους άγιους ανθρώπους  σου.
    Διορισμένος μετά γραμματοδιδάσκαλος, στα σχολεία σου δίδαξα τους μαθητές μου με τη συνοδεία των ασώματων αγγέλων σου, στους ευώδεις παράδεισους της πορείας σου, εκτενώς και πανηγυρικώς μύησα. Στη συνέχεια ο Όμηρος, μείζονες ποιητές, εραστές των γραμμάτων, παραμυθάδες, μαγικοί αφηγητές, με ώθησαν το κουβεντολόι να πιάσω μαζί σου,   το ταξίδι μου για αλλού ν’ αρνηθώ. Κοντά σου έμεινα να εισπνέω το άρωμά σου, να μεθώ με το κόκκινο κρασί σου, τραγούδια ν΄ ακώ από τα χίλια παιδιά σου.
   Ο χρόνος φλύαρος ανέγγιχτο άφησε το μεγαλείο της ψυχής σου, οι αρχόντοι σου όμως το κάλλος σου δε φρόντισαν. Η επιτήρησή του δεν ήταν άγρυπνη, έτσι ρυτιδωμένη αρχόντισσα, παίζεις τον αυλό θορυβώδη και ο ήχος του δε τέρπει και δεν ευχαριστεί. Αφροντισιές πολλές. Επιλέγω ελάχιστες να τις διαβάσουν οι φιλαναγνώστες του χρονογραφήματος, παντιέρα ίσως να σηκώσουν, το σώμα σου το σμιλεμένο με της τέχνης την πνοή, φίλοι σου ντυμένοι εχθροί άλλο πια να μην κακοποιήσουν.
   Και πρώτα το κάστρο σου που θολωμένο ψηλώνει στον ουράνιο θόλο σου, τρικλίζει βαριά από τις ριπές του κρύου βοριά της αδιαφορίας. Η πλατεία του πλάτανου, ζεστή όφειλε να είναι σαν κουκέτα, το χαμένο χρόνο της να πάρει από πάνω της, κακόφημο στέκει να μη θυμίζει. Οι ροοκρήνες να αναδειχτούν σε τόπους μυθοπλασίας, τραγούδια και ποιήματα εμπνευσμένα από πηγές να ακούονται, φωνές που τραγουδήθηκαν με πάθος πάλι να θυμίσουν. Τα καλντερίμια, όμορφα περιπατητικά μονοπάτια, εγκλωβισμένα στον αφανισμό και στο σύνορο του νεότευκτου τσιμέντου, ν΄ αναδειχτούν κι αυτά. Οι δρόμοι να φτιαχτούν, το λυπητερό αγέρι δεν έχει θέση εκεί και ούτε η όμορφη ζωή να  κλαίει πεσμένη μέσα στις λακκούβες. Τα γκρίζα πάρκα να ανθοφορήσουν, οι ανθοί τους, τους ανθούς των ονείρων μας να τρέφουν.
  Φροντίδα και στους δημόσιους χώρους. Ελλείψεις φωτισμού παντού, δενδροφυτεύσεις λίγες, περισσεύουν οι σωροί των σκουπιδιών, όρνιθες και κύνες σε θέσεις προνομιακές, έντονες και οι επιρροές της ανατολής στις λαϊκές γειτονιές.
  Το λιμάνι θυμίζει το γεφύρι της Άρτας. << Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν >>. Θρυλικό το δημοτικό, θίγει την << εξ ανθρωποθυσίας >> θεμελίωσή του.
  Ω πόλη! Το μπλε των ματιών σου πάντα θα μας ακολουθεί! 

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου