Ο Άρειος Πάγος δικαίωσε εργαζόμενη που απέκρουσε το ενδιαφέρον του διευθυντή της .!!
Εργαζόμενη, που είχε προσφύγει στη Δικαιοσύνη, ζητώντας να αναγνωριστεί η απόλυσή της ως παράνομη και καταχρηστική, από την επιχείρηση στην οποία εργαζόταν, επειδή ο διευθυντής της είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για εκείνη με υπερβολικά “φιλικό” τρόπο κι εκείνη αντιστάθηκε, δικαιώθηκε τελικά στον Άρειο Πάγο.
Πιο συγκεκριμένα, το Β' Τμήμα του Αρείου Πάγου αναίρεσε την εφετειακή απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή της.
Η εργαζομένη υποστήριξε στην αγωγή της, ότι η απόλυσή της είναι καταχρηστική, γιατί έγινε από εμπάθεια των αρμοδίων οργάνων της εργοδότριας επιχείρησης.
Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι ο νέος διευθυντής προσωπικού εκδήλωσε ενδιαφέρον για εκείνη με υπερβολικά "φιλικό" τρόπο και με πολύ κολακευτικά σχόλια για την εμφάνισή της.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για ορισμένους μήνες και η εργαζόμενη είπε στον διευθυντή της ότι την ενδιαφέρουν μόνο η οικογένεια και η εργασία της.
Όμως έκτοτε ο διευθυντής την αντιμετώπιζε με εχθρική στάση.
Η εργαζόμενη διαμαρτυρήθηκε στην εργοδοσία για την κατάσταση αυτή και έγιναν συστάσεις στον διευθυντή προσωπικού, ο οποίος και σταμάτησε τις ενοχλήσεις, αλλά μόλις άλλαξε η πλειοψηφία στην διοίκηση της επιχείρησης εκείνος, σύμφωνα πάντα με την αγωγή, εισηγήθηκε και πέτυχε την απόλυσή της.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στα δικαστήρια. Έτσι, το Εφετείο δέχθηκε ότι ακόμα και αν υποτεθεί ότι είναι αληθή όσα υποστηρίζει στην αγωγή η απολυθείσα, δηλαδή, ότι προσπάθησε ο διευθυντής της να την προσεγγίσει ανεπιτυχώς με υπερβολικά "φιλικό" τρόπο, χωρίς όμως να προσβάλλει την αξιοπρέπειά της, αλλά δημιουργώντας της όμως παράλληλα πρόβλημα επικοινωνίας και ανασφάλειας, ενώ την αποσπούσε και από την εργασία της, δεν υπάρχει εμφανής και δικαιολογημένη αιτία για την καταγγελία της σύμβασης.
Εξάλλου, υπογραμμίζει το Εφετείο δεν υπάρχει ισχυρισμός της απολυθείσας, ότι δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση.
Κατόπιν αυτών το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι δεν προκύπτει ότι η καταγγελία της εργαζόμενης ήταν καταχρηστική.
Αντίθετα το Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αναίρεσε την εφετειακή απόφαση κρίνοντας ότι η ακυρότητα της καταγγελίας της εργαζόμενης ως καταχρηστική μπορούσε να θεμελιωθεί σε εμπάθεια και έχθρα του διευθυντικού στελέχους της εταιρείας και δεν απαιτείτο να αναζητήσει το Εφετείο περισσότερα στοιχεία όπως είναι εκείνο της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Τελικά, οι αρεοπαγίτες παρέπεμψαν την υπόθεση και πάλι στο Εφετείο για νέα κρίση.
Εργαζόμενη, που είχε προσφύγει στη Δικαιοσύνη, ζητώντας να αναγνωριστεί η απόλυσή της ως παράνομη και καταχρηστική, από την επιχείρηση στην οποία εργαζόταν, επειδή ο διευθυντής της είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για εκείνη με υπερβολικά “φιλικό” τρόπο κι εκείνη αντιστάθηκε, δικαιώθηκε τελικά στον Άρειο Πάγο.
Πιο συγκεκριμένα, το Β' Τμήμα του Αρείου Πάγου αναίρεσε την εφετειακή απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή της.
Η εργαζομένη υποστήριξε στην αγωγή της, ότι η απόλυσή της είναι καταχρηστική, γιατί έγινε από εμπάθεια των αρμοδίων οργάνων της εργοδότριας επιχείρησης.
Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι ο νέος διευθυντής προσωπικού εκδήλωσε ενδιαφέρον για εκείνη με υπερβολικά "φιλικό" τρόπο και με πολύ κολακευτικά σχόλια για την εμφάνισή της.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για ορισμένους μήνες και η εργαζόμενη είπε στον διευθυντή της ότι την ενδιαφέρουν μόνο η οικογένεια και η εργασία της.
Όμως έκτοτε ο διευθυντής την αντιμετώπιζε με εχθρική στάση.
Η εργαζόμενη διαμαρτυρήθηκε στην εργοδοσία για την κατάσταση αυτή και έγιναν συστάσεις στον διευθυντή προσωπικού, ο οποίος και σταμάτησε τις ενοχλήσεις, αλλά μόλις άλλαξε η πλειοψηφία στην διοίκηση της επιχείρησης εκείνος, σύμφωνα πάντα με την αγωγή, εισηγήθηκε και πέτυχε την απόλυσή της.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στα δικαστήρια. Έτσι, το Εφετείο δέχθηκε ότι ακόμα και αν υποτεθεί ότι είναι αληθή όσα υποστηρίζει στην αγωγή η απολυθείσα, δηλαδή, ότι προσπάθησε ο διευθυντής της να την προσεγγίσει ανεπιτυχώς με υπερβολικά "φιλικό" τρόπο, χωρίς όμως να προσβάλλει την αξιοπρέπειά της, αλλά δημιουργώντας της όμως παράλληλα πρόβλημα επικοινωνίας και ανασφάλειας, ενώ την αποσπούσε και από την εργασία της, δεν υπάρχει εμφανής και δικαιολογημένη αιτία για την καταγγελία της σύμβασης.
Εξάλλου, υπογραμμίζει το Εφετείο δεν υπάρχει ισχυρισμός της απολυθείσας, ότι δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση.
Κατόπιν αυτών το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι δεν προκύπτει ότι η καταγγελία της εργαζόμενης ήταν καταχρηστική.
Αντίθετα το Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αναίρεσε την εφετειακή απόφαση κρίνοντας ότι η ακυρότητα της καταγγελίας της εργαζόμενης ως καταχρηστική μπορούσε να θεμελιωθεί σε εμπάθεια και έχθρα του διευθυντικού στελέχους της εταιρείας και δεν απαιτείτο να αναζητήσει το Εφετείο περισσότερα στοιχεία όπως είναι εκείνο της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Τελικά, οι αρεοπαγίτες παρέπεμψαν την υπόθεση και πάλι στο Εφετείο για νέα κρίση.