Οι επαγγελματίες ταξί, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, είναι οικογενειάρχες που εργάζονται σκληρά. Πολλοί από αυτούς είναι υπερχρεωμένοι σε τράπεζες προκειμένου να αγοράσουν μια άδεια ταξί που κόστιζε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Αυτή η διαδικασία εξελισσόταν εν γνώσει του κράτους, καθώς η μεταβίβαση των αδειών γινόταν με διοικητική πράξη των αρμόδιων υπηρεσιών.
Η απόλυτη και ξαφνική απελευθέρωση των αδειών ταξί είναι μια τακτική ισοπεδωτική που δεν λογαριάζει τις ανάγκες των επαγγελματιών του κλάδου, πολλοί από τους οποίους χρωστάνε χιλιάδες ευρώ σε τράπεζες ή ακόμη έχουν βάλει το σπίτι τους σε υποθήκη. Το πληθυσμιακό κριτήριο, ειδικά στην περιφέρεια, πρέπει να ισχύσει, όπως άλλωστε συμβαίνει σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης.
Επιπλέον, απαιτείται να υπάρξει ειδική ρύθμιση για να δοθεί η δυνατότητα, σε όσους δεν πρόλαβαν, να αποσβέσουν την αξία των αδειών που χρυσοπλήρωσαν και τώρα η αξία τους εκμηδενίζεται.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το επάγγελμα πρέπει να απελευθερωθεί με κανόνες και κριτήρια, αντικειμενικά και δίκαια.
Η ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών πρέπει να συμβεί, αλλά προς το συμφέρον της κοινωνίας, δηλαδή των επαγγελματιών και των πολιτών.
Αντίθετα, με την παρούσα κατάσταση, όπως και με την προηγούμενη, υπάρχει η σοβαρή απειλή να επωφεληθούν για ακόμη μία φορά οι «αετονύχηδες» που προετοιμάζονται χρόνια για αυτήν την κατάσταση.
Η απόλυτη και ξαφνική απελευθέρωση των αδειών ταξί είναι μια τακτική ισοπεδωτική που δεν λογαριάζει τις ανάγκες των επαγγελματιών του κλάδου, πολλοί από τους οποίους χρωστάνε χιλιάδες ευρώ σε τράπεζες ή ακόμη έχουν βάλει το σπίτι τους σε υποθήκη. Το πληθυσμιακό κριτήριο, ειδικά στην περιφέρεια, πρέπει να ισχύσει, όπως άλλωστε συμβαίνει σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης.
Επιπλέον, απαιτείται να υπάρξει ειδική ρύθμιση για να δοθεί η δυνατότητα, σε όσους δεν πρόλαβαν, να αποσβέσουν την αξία των αδειών που χρυσοπλήρωσαν και τώρα η αξία τους εκμηδενίζεται.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το επάγγελμα πρέπει να απελευθερωθεί με κανόνες και κριτήρια, αντικειμενικά και δίκαια.
Η ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών πρέπει να συμβεί, αλλά προς το συμφέρον της κοινωνίας, δηλαδή των επαγγελματιών και των πολιτών.
Αντίθετα, με την παρούσα κατάσταση, όπως και με την προηγούμενη, υπάρχει η σοβαρή απειλή να επωφεληθούν για ακόμη μία φορά οι «αετονύχηδες» που προετοιμάζονται χρόνια για αυτήν την κατάσταση.