Ο Αλέξανδρος Παναγούλης ήταν η κορυφαία
μορφή της αντίστασης ενάντια στο καθεστώς της επταετίας.
Ξεκίνησε από μία συντηρητική οικογένεια, ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και ο αδελφός του Γιώργος αξιωματικός στα ΛΟΚ, φοίτησε στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων του ΕΜΠ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Οργάνωσης Νέων της Ένωσης Κέντρου μετέπειτα Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία.
Η ίδια η Φαλάτσι πίστευε ότι ήταν δολοφονία, σύμφωνα και με τη δημοσιογραφική έρευνα που η ίδια είχε ήδη κάνει.
Ξεκίνησε από μία συντηρητική οικογένεια, ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και ο αδελφός του Γιώργος αξιωματικός στα ΛΟΚ, φοίτησε στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων του ΕΜΠ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Οργάνωσης Νέων της Ένωσης Κέντρου μετέπειτα Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία.
Στις
13 Αυγούστου του 1968 έναμιση χρόνο μετά την επιβολή της Χούντας, ο
Αλέκος Παναγούλης έχει λιποτακτήσει από το στρατό των συνταγματαρχών,
έχει συνεργαστεί με τον Πολύκαρπο Γιωρκάντζη, ο οποίος είχε υιοθετήσει
το σχέδιο του Αλέκου για την δολοφονία του δικτάτορα. Παίρνει,
διαβατήριο και εκρηκτικές ύλες και έρχεται μυστικά στην Ελλάδα.
Η αλεξίσφαιρη λιμουζίνα του Παπαδόπουλου, με τη συνοδεία
μοτοσικλετών και αυτοκινήτων της Ασφάλειας, κατευθύνεται από τη βίλα του
Ωνάση στο Λαγονήσι προς την Αθήνα.
Είναι η καθημερινή καλοκαιρινή
διαδρομή του δικτάτορα.
Στις 7.40 η αυτοκινητοπομπή περνά από ένα
γεφυράκι, που βρίσκεται στο 31ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών –
Σουνίου. Κόβει ταχύτητα…
γιατί υπάρχει στροφή. Μια τρομερή έκρηξη
τραντάζει τον τόπο. Από τύχη σώζεται ο Παπαδόπουλος. Η Ασφάλεια
ξεχύνεται προς τη μεριά της παραλίας, αναζητώντας τον δράστη.
Μερικές ώρες αργότερα θα συλλάβουν μέσα
σε μια σπηλιά τον Παναγούλη, που δεν είχε κατορθώσει να φτάσει έγκαιρα
στην παραλία. Η βενζινάκατος που τον περίμενε δεν ήταν δυνατόν να
περιμένει.
Οδηγείται στο ΕΑΤ ΕΣΑ και βασανίζεται
άγρια από τους Θεοφιλογιαννάκο, Μάλλιο και Μπάμπαλη. Δεν λυγίζει. Ο
ίδιος απολογούμενος στο Στρατοδικείο θα πει:
«Η
ανάκρισις ήρχισε κλιμακουμένη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των
εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραυδισμών μέχρις και της περιοχής των
σεξουαλικών βασανιστηρίων. Δεν αποδέχομαι την βίαν ως μέσον ούτε την
πολιτικήν δολοφονίαν, αλλά εις την προκειμένην περίπτωσιν διά να αλλάξη η
κατάστασις η οποία μας επεβλήθη διά της βίας, μόνον διά της βίας
ημπορεί να αλλάξη. Δεν έχει σημασίαν ότι ημείς απετύχαμεν. Αλλοι
έρχονται μετά από εμάς. Δεν υποχωρώ διότι γνωρίζω ότι το ωραιότερον
κύκνειον άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος
ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος, παρά ενώπιον μιας τυραννίας,
και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».
Για τη στάση που τήρησε κατά την ανάκριση
μίλησε ύστερα από μερικά χρόνια ένας από τους βασανιστές του, ο
Θεοφιλογιαννάκος. Μίλησε στη δίκη των βασανιστών:
«Ο Παναγούλης ήταν ο μόνος που δεν λύγισε
ποτέ. Ο υπ αριθμόν ένα αντιστασιακός.
Όταν του είπα πως εγώ θα τον βοηθήσω να διαφύγει, αρκεί να πάει στο εξωτερικό και να μας αφήσει ήσυχους, μου απάντησε: “Λάθος πόρτα χτύπησες, Θεοφιλογιαννάκο.
Ο Παναγούλης θα δραπετεύσει και θα βγει”. Αυτός είναι αντιστασιακός».
Όταν του είπα πως εγώ θα τον βοηθήσω να διαφύγει, αρκεί να πάει στο εξωτερικό και να μας αφήσει ήσυχους, μου απάντησε: “Λάθος πόρτα χτύπησες, Θεοφιλογιαννάκο.
Ο Παναγούλης θα δραπετεύσει και θα βγει”. Αυτός είναι αντιστασιακός».
Ο ίδιος ο Ιωαννίδης τον επισκέφτηκε στο κελί του. Εκτός εαυτού φώναξε:
«Εγώ θα σε τουφεκίσω, Παναγούλη».
Για να πάρει την απάντηση:
«Δεν έχεις αρχ…».
Συγκατηγορούμενοί του στη δίκη ήταν οι
Λευτέρης Βερυβάκης, Γιάννης Κλωνιζάκης, Νίκος Λεκανίδης, Νίκος Ζαμπέλης,
Γιώργος Ελευθεριάδης, Γιώργος Αβράμης, Στάθης Γιώτας, Αρτέμης
Κλωνιζάκης, Τζάννος Βαλασέλης, Αντώνης Πρίντεζης, Δημήτρης
Τιμογιαννάκης, Αλέξανδρος Σιγάλας, Βασίλης Αναστασόπουλος και Μιχάλης
Παπούλας.
Ο Παναγούλης μεταφέρεται στην Αίγινα για
να εκτελεστεί.
Όμως, οι διεθνείς αντιδράσεις ήταν τέτοιες που απέτρεψαν τον τουφεκισμό. Έτσι τον φέρνουν στις Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου.
Τον Ιούνιο του 1969 δραπέτευσε με τη βοήθεια του δεσμοφύλακά του Γιώργου Μωράκη. Δεν βρήκε ασφαλές καταφύγιο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί έπειτα από πέντε μέρες.
Όμως, οι διεθνείς αντιδράσεις ήταν τέτοιες που απέτρεψαν τον τουφεκισμό. Έτσι τον φέρνουν στις Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου.
Τον Ιούνιο του 1969 δραπέτευσε με τη βοήθεια του δεσμοφύλακά του Γιώργου Μωράκη. Δεν βρήκε ασφαλές καταφύγιο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί έπειτα από πέντε μέρες.
Οδηγείται προσωρινά σε στρατόπεδο στο
Γουδή για να επιστρέψει πάλι στο Μπογιάτι, όπου του επιβάλλεται «ποινή
του εντοιχισμού», όπως λέει ο ίδιος. Τον περιμένει η απομόνωση. Το κελί
που έφτιαξαν ειδικά γι αυτόν ήταν κάτι σαν αντίγραφο τάφου. Αρκετές
είναι οι απόπειρες δραπέτευσης που κάνει, αλλά χωρίς επιτυχία.
Για να μπορέσει να αντέξει σ’ αυτές τις
ασφυκτικές συνθήκες αρχίζει να γράφει ποιήματα. Δεν σταματά να γράφει
ακόμα και όταν του αφαιρούν το χαρτί και το μολύβι. Τότε τη γραφική ύλη
αντικαθιστούν το αίμα του σαν μελάνι και ο τοίχος του κελιού σαν χαρτί.
Η χούντα του πρότεινε την απονομή
χάριτος, αλλά εκείνος αρνήθηκε.
Απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1973, όταν το καθεστώς των συνταγματαρχών προσπάθησε να εμφανιστεί με το προσωπείο της φιλελευθεροποίησης.
Απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1973, όταν το καθεστώς των συνταγματαρχών προσπάθησε να εμφανιστεί με το προσωπείο της φιλελευθεροποίησης.
Αυτοεξορίζεται στην Ιταλία. Γνωρίζεται με την Οριάνα Φαλάτσι.
Η φημισμένη Ιταλίδα δημοσιογράφος, που πέθανε πρόσφατα, αποδίδει στον
Παναγούλη την εξής φράση: «Δεν επεδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο.
Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».
Στις 17 Νοεμβρίου 1974, στις πρώτες μετά
την πολιτική μεταβολή του Ιουλίου εκλογές, ο Αλέξανδρος Παναγούλης
εκλέγεται βουλευτής με την Ένωση Κέντρου.
Πρωτοστατεί στον αγώνα για την κάθαρση
και τον εκδημοκρατισμό. Έρχεται σε σύγκρουση με το κόμμα του, από το
οποίο αποχωρεί.
Παραμένει στη Βουλή ως ανεξάρτητος βουλευτής καταγγέλλοντας πολλούς “πυλώνες” της δημοκρατίας τόσο από το χώρο του κόμματός του όσο και της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ ως συνεργάτες της Χούντας σύμφωνα με στοιχεία που είχε ανακαλύψει από προσωπική του έρευνα.
Παραμένει στη Βουλή ως ανεξάρτητος βουλευτής καταγγέλλοντας πολλούς “πυλώνες” της δημοκρατίας τόσο από το χώρο του κόμματός του όσο και της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ ως συνεργάτες της Χούντας σύμφωνα με στοιχεία που είχε ανακαλύψει από προσωπική του έρευνα.
Την πρωτομαγιά του 1976 σκοτώνεται σε
τροχαίο ατύχημα, στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Ο Τύπος της εποχής θεώρησε
εξαιρετικά ύποπτο το συγκεκριμένο τροχαίο, δεδομένου ότι σε λίγες μέρες ο
Παναγούλης θα αποκάλυπτε τα αρχεία της ΕΣΑ. Πολλοί μίλησαν για
δολοφονία.
Τα
αρχεία της ΕΣΑ, δυστυχώς, εξαφανίστηκαν, κάποιες επιστολές έχουν βγει
στη δημοσιότητα εντελώς τυχαία, αλλά προς το παρόν αυτό που ξέρουμε
επισήμως από τον Αλέκο είναι μόνο ένα όνομα: ο πρόσφατα εκλιπών,
συνταγματολόγος Δ. Τσάτσος, Συνταγματολόγος.
Και αυτό ήταν και ένα από τα βασικά αίτια που ο Αλέκος αποχώρησε και από το κόμμα του.
Όπως λέει και η Οριάνα Φαλάτσι: “…αυτό το
μεγάλο χταπόδι (σσ: Ο Ελληνικός Λαός), επιτέλους ξύπνησε (στην κηδεία
του Αλέκου), δεν ήταν πια κοπάδι αλλά χταπόδι που πνίγει και μουγκρίζει
“ΖΕΙ”, “ΖΕΙ”, “ΖΕΙ”.! “Ο ΑΛΕΚΟΣ ΖΕΙ”. Να γιατί χαμογελούσες τόσο
μυστήρια τώρα που βρισκόσουν μέσα στον τάφο… νομίζοντας ότι μόνο αυτό
έχει μείνει από ένα ΟΝΕΙΡΟ, από έναν ΑΝΔΡΑ.”
Πηγές:
“Ένας Άνδρας” – Οριάννα Φαλάτσι,
“Πρόβες Θανάτου ” Κώστας Μαρδάς
“Ο ποιητής αγωνιστής που περιφρόνησε το θάνατο” – εφ. Έθνος 16-11-2007
“Αλέξανδρος Παναγούλης – Αφιέρωμα” περιοδικό Εικόνες Απρίλιος 1995
“Πρόβες Θανάτου ” Κώστας Μαρδάς
“Ο ποιητής αγωνιστής που περιφρόνησε το θάνατο” – εφ. Έθνος 16-11-2007
“Αλέξανδρος Παναγούλης – Αφιέρωμα” περιοδικό Εικόνες Απρίλιος 1995