Γράφει ο Θεόδωρος
Κουτρούκης
Πανεπιστημιακός
NessunDorma*
Μου
συστήθηκαν ως Γιάννης, Βαγγελιώ, Ανδρέας και Ρίτσα. Τους συνάντησα σε ένα
υπνωτήριο αστέγων ένα βράδυ της άνοιξης. Είχαν μόλις τελειώσει το λιτό δείπνο
τους και είχαν κουρνιάσει στο μικρό καθιστικό.
Απολυμένος εκπαιδευτικός από τα
ΤΕΙ ο Γιάννης, χτυπήθηκε από τις περικοπές των συμβασιούχων στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση. Ακολούθησε ένα άσχημο διαζύγιο, ενώ τα χρέη στο δημόσιο ταμείο που
κληρονόμησε από τον πατέρα του αποδείχτηκαν μη διαχειρίσιμα.
Φιλόδοξη ηθοποιός
σε τοπικά θεατρικά σχήματα η Βαγγελιώ είδε την κρίση να περιορίζει δραστικά το
φιλοθεάμον κοινό και να σβήνει τα φώτα της ράμπας για εκείνη, ενώ τα χρέη της στο
ΤΕΒΕ φούντωναν.
Στέλεχος εξαγωγών σε μια βιοτεχνία ενδυμάτων ο Ανδρέας είδε την
εταιρία του να μεταφέρεται στη Βουλγαρία, χωρίς καν να του προτείνει να την
ακολουθήσει, ενώ τα ένδοξά διακοποδάνειά τον στραγγάλιζαν.
Μαγείρισσα σε ένα
μικρό εστιατόριο η Ρίτσα, είδε τις εστίες της μαγειρικής κουζίνας της να
παγώνουν λόγω της πτώσης του τζίρου, ενώ ο άντρας της προσπάθησε με τραγικές
συνέπειες να βρει λύση για το στεγαστικό δάνειο στο τζόγο.
Όλοι τους
βιοπαλαιστές της ελληνικής belleepoque που πλέον μετατέθηκαν σε άλλη
κοινωνική συνομοταξία: απολυμένοι, νεόπτωχοι, δανειόπληκτοι, νέοι άστεγοι.Ήταν
όλοι εκεί στον καινούριο τους μικρόκοσμο. Βίωναν ένα σύγχρονο καθαρτήριο με
άδειο βλέμμα, παγωμένο χαμόγελο και μια παραίτηση στην ανάσα.
Μοναδικά
τους υπάρχοντα μια βαλίτσα με μερικές αλλαξιές κι ένα σακβουαγιάζ με
μερικά σουβενίρ της οικονομικής κρίσης. Έναβιβλιάριο
ασθενείας που έληξε, μια δεσμίδα με απλήρωτους λογαριασμούς, ειδοποιήσεις από
την Εφορία κι ένα κινητό τηλέφωνο που ανοίγει μόνο το βράδυ.
Όταν τα τηλεφωνικά
κέντρα των εισπρακτικών εταιριών κατεβάζουν πια τους διακόπτες των λευκών
φωτιστικών κι απομένει μόνο η ηχώ από τις απειλές προς τους ασυνεπείς
δανειολήπτες να στοιχειώνει το χώρο.
Για λίγη ώρα
ακόμη, μέχρι τα μεσάνυχτα, ο Γιάννης, η Βαγγελιώ, ο Ανδρέας και η Ρίτσαθάναι
εκεί στο απέριττοσαλόνι του υπνωτηρίου των αστέγων. Παρέα με θρυμματισμένα
όνειρα. Γκρεμισμένες καριέρες.
Σκουριασμένες ελπίδες. Ακρωτηριασμένους στόχους
ζωής.
Έπειτα, θα
επιστρέψουν στο μικρό φιλόξενο κρεβάτι τους για να περάσουν μια ακόμη από
εκείνες τις μακρές νύχτες της κρίσης.
Οι έγνοιεςθα φορέσουν τα ξυλοπόδαρά τους και
θα βηματίσουν πελώριες απάνω τους, όπως έγραψε ο Κώστας Μόντης.
Πολλοί από τους
φιλοξενούμενους του υπνωτηρίου, δε θα κοιμηθούν. Θα στριφογυρίζουν μέχρι το
πρωί αντιμετωπίζοντας τους αποκρουστικούς εφιάλτες της ύφεσης:την ανεργία, τη δυσπραγία,
τη φτώχεια, την ακρίβεια.
Κι εμείς;η
μεγαλόσχημη «κοινωνία των πολιτών»;
Μέχρι τη στιγμή που οι συνάνθρωποι μας, ο
Γιάννης, η Βαγγελιώ, ο Ανδρέας και η Ρίτσα θα καταφέρουν να κοιμούνται κι
εκείνοι γαλήνια τη νύχτα … ας μην κοιμηθεί κανείς!