Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ωραία μέρα, βγήκα να ξεσκάσω.
Οι
κότσυφες χτυπούσαν τα πλήκτρα της ενάτης συμφωνίας, τα αρώματα του αγιοκλήματος γαργάλιζαν την
ηλικιωμένη μου όσφρηση. Ηλιαχτίδες αντάρτισσες άστραφταν στις κρυφές μασχάλες των φύλλων,
άνθη πικροδάφνης και δενδρολίβανου βαστούσαν στα βαμμένα χείλη τους τα
σκορπισμένα φιλάκια των μελισσών. Πιο πέρα τρελές ροδιές λύγιζαν φορτωμένες,
μητέρες πιπεριές καμάρωναν για τους
πράσινους αγγέλους που βύζαιναν την ευλογία της χλόης τους.
Και μαζί τους << οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την
ταυτότητά μου ν’ αρθρώσω >> που λέει και ο ποιητής, τρελό χορό είχαν στήσει με τα ζωηρά αλογάκια
και το μαϊστρο που κρυβόταν στ’ αυτάκια των ανθών.
Τα πατρώα ακατοίκητα, αραχνιασμένα.
Οι αυλές άδειες από Ρηνούλες και στους δρόμους, φίδια, κουνάβια να γραπώνουν
την ερημιά και μπελέχαροι ποντικοί να στήνουν καρτέρια όπως οι όψιμοι
χρυσαυγήτες. Το ταβερνάκι θρύψαλο, τα τραπέζια διαλυμένα, ένας και μοναδικός ο
πότης καθισμένος στη μέσα γωνιά, το
φλερτ του με την οινοποσία μόλις είχε αρχίσει. Έπινε και ψέλλιζε: << Ρε,
ποια κρίση; Ποια φτώχεια; Να΄ το, το
ευρώ εδώ το ‘χω τσακωμένο, τη σφέρτσα θα του βγάλω αν μου φύγει >>.
Έπινε, έπινε και μεγάλωνε ο καημός του για τη μοναξιά του, όπως του αγιορείτη
μοναχού.
Κάθισα. Ποιος να μαζέψει τα σάλια μου;
Με το δίφραγκο στην πισωτσέπη, ξεπλήρωσα τη ραγιάδικη ξεραϊλα μου και
παρήγγειλα ένα τεταρτάκι. Ο οίνος που έρευσε μέσα μου, καθάρισε το βούρκο της
ψυχής μου, με συμμάζεψε στη θέση μου, και με αποκοίμισε πάνω στα δόντια της
σκύλας ζωής μου.
<< Μες στην υπόγεια την ταβέρνα
μες σε καπνούς και σε βρισιές, όλη η παρέα πίναμε εψές, εψές σαν όλα τα βραδάκια
να πάνε κάτω τα φαρμάκια >> παιάνιζε το ραδιόφωνο και μου τυραννούσε το
νου. Τόσο που σκέφτηκα πως είμαι ένα υποζύγιο, που έχω ξεχάσει τη μάσα και πως
ζω σε μια πατρίδα ψωροκώσταινα που της έχει στερέψει το βυζί. Στ’ αυτιά μου ήρθαν λόγια, λόγια ενός ανέργου και
πεινασμένου που είχε πει: << Βλέπω δίκρανα με σουβλερές μύτες σε
αγριεμένο όχλο, έτοιμα να τα χώσει σε αφεντοαγάδες άπληστους και νοσηρούς
>>.
Πάραυτα θυμήθηκα τη Γαλλική επανάσταση,
το αγριεμένο της πλήθος, τα δίκρανα, τις σφαγές, τα αίματα, τις καρμανιόλες με
τα κομμένα κεφάλια της βασιλίσσης και του βασιλιά. Θυμήθηκα και το σεξπιρικό Σάιλοκ που
προτείνει στο συμβόλαιο, αν ο έμπορος Αντόνιο αδυνατεί να ξοφλήσει το δάνειο
μέσα σε ορισμένο χρόνο, θα πάρει μια λίβρα σάρκας από οποιοδήποτε μέρος του
σώματός του. Μπροστά μου στήθηκε ο λαός ημιθανής να κρέμεται στο τσιγκέλι της κάθε
τραπεζικής Γκεστάπο.
Ρούφηξα και το τελευταίο κρασάκι, μέθη
να νιώσω να ξεχαστώ. Τούτο με μέθυσε πιο πολύ, γερμανική ελίτ και
γερμανοτσολιάδες σύμμαχοί της με έζωσαν, με το μαχαίρι στο κόκαλο, μου φώναξαν
μέσα σε βρισιές και σε κλωτσιές: << Θα σας κρεμάσουμε τους Έλληνες προς
παραδειγματισμό των υπολοίπων χοιριδίων! Όλους στα σκοινιά του ρινγκ θα σας
στριμώξουμε! >>