Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δεκαετία του εξήντα. Αρχή της εφηβείας
μου όταν ήρθα στο << κλεινόν άστυ >> του κάμπου να σπουδάσω και
ν’ αφυπνισθώ εκ της ραστώνης του χωριού,
να νιώσω το γλυκασμό της γραφής των λογίων πατέρων, να αποσβέσω το <<
μηδενός επιθυμείν >> και να γευτώ τον ποιητικό οίστρο της θυσιασμένης
κόρης Ιφιγένειας για χάρη ενός λαφυραγωγού πολέμου εξαιτίας της πληγωμένης
νιότης της Ελένης του Μενελάου.
Πρώτη γυμνασίου κι εκείνη την ημέρα η
φιλόλογος μια σπιθαμιαία και πειθαρχημένη στην εξουσία και τη δύναμη της
σχολικής έδρας, μας διάβαζε από τον Όμηρο; << Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα,
πολύτροπον, ος μάλα πολλά, πλάγχθη, επεί
Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσε, πολλών
δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω, πολλά δ’ ο γ’ εν πόντω πάθεν άλγεα
ον κατά θυμόν… >>.
<< Κυρία! >> τη διέκοψε ο
μπροστινός μου και σήκωσε το χέρι. << Ο πίσω μου λέρωσε την μπλούζα με το
στυλό του! >> Νήπιοι και μωροί
γέλασαν, οι πισωθρανίτες φώναξαν <<ουουου!>>, η κοτσού παιδαγωγός
σταμάτησε, μας κοίταξε με βλέμμα ύαινας και τον ρώτησε: << Ποιος το ‘κανε,
είπες; >> << Ο πίσω μου!
>> επανέλαβε αυτός και μ’ έδειξε. << Σήκω! >> μου ‘κανε,
<< έλα πάνω >> και άφησε το
βιβλίο. Με πλάκωσε στις φάπες και μου
‘ριχνε μπουνιές, κατραπακιές, σπρωξιές, και τσιμπιές. Μετά έπιασε το χάρακα,
έκανε τα πόδια μου μαύρα, με κόλλησε στον πίνακα και με τάραξε στις γονατιές. Κι
όσο φώναζα πως είμαι αθώος και δεν το έκανα εγώ, μ’ έδερνε πιο πολύ και μ’
έγδερνε με τα νύχια της.
Τότε
τη φαντάστηκα φύλαρχο Παπούα να έχει μπροστά της τη τζοκόντα του Ντα Βίντσι και
να θέλει να τη θρυμματίσει και επιθυμούσε το ίδιο να κάνει και σε μένα τον άχρηστο, τον
ανθρωποειδή πίθηκο που της τάραξα την ιερότητα και οσιότητα της ψυχικής και σωματικής λιθοδομή της. Βλέποντας το χάος που θα περνούσα, το ‘βαλα
στα πόδια, βγήκα από την αίθουσα και βρέθηκα στην αυλή.
Μετατέθηκε, χωρίσαμε, ο χρόνος
ροκανίστηκε κι ένα καλοκαίρι επέστρεψε. Εγώ με τον πολιτιστικό σύλλογο, πάλευα
με τους συντρόφους μου ν’ αλλάξουμε την
ζωή της πόλης, τη σημαία του πολιτισμού να υψώσουμε στο κάστρο της. Ήμουν στο
κιόσκι με τα βιβλία και διακινούσα το υπέρλαμπρο φως τους όταν την είδα σκυμμένη πάνω σ’ ένα μυθιστόρημα να το
φυλλομετρά. Με είδε, πήρε το βιβλίο, με πλησίασε, με ρώτησε: << Σ’ είχα
μαθητή; >> << Με είχες
>> της αποκρίθηκα. << Κάτι θα πήρες κι από μένα, δεν μπορεί;
>> << Ναι, πήρα! >> και σκύβοντας το κεφάλι της έδειξα πίσω απ’ τ’
αυτί το σημάδι της γρατσουνιάς από τα νύχια της. << Αυτό πήρα! Είναι από
το ξύλο που μου δώσατε τότε που πέσατε πάνω μου σαν γερακίνα και θέλατε να με
φάτε!>>
Άσπρισε, το μάτι της θόλωσε και η τρίχα
της στην κεφαλή ανορθώθηκε. Άφησε το βιβλίο, το ‘βαλε στα πόδια και σαν
τετράπαχη όρνιθα χάθηκε μέσα στο πλήθος.