Γράφει η Ιωάννα Ροζάκη
Άγγιξα το σώμα μου δεν έλειπε ούτε ένα κομμάτι του… Χαμογελασα… Αγγιξα το πρόσωπο μου… όλα στη θέση τους! Ουφ, όλα εντάξει,ψέλλισα αναστεναζοντας και έκανα να σηκωθώ…Μα δεν ένιωθα τα πόδια μου!
Ε!! Τι συμβαίνει; Άρχιζα να φωνάζω!! Να ούρλιαζω με όλη μου τη δύναμη!! Τα πόδια μου!!! Τα πόδια μου δεν τα αισθάνομαι…
– Χριστέ μου, δεν το ζω αυτό!!! –
Προσπαθούσα για ατελείωτα δεύτερολεπτα να σηκωθώ, έβαζα πρώτα το αριστερό χέρι για στήριγμα, μα νόμιζα δεν είχε δύναμη, έπειτα το δεξί μπας και τα καταφέρω…
Μα ο εγκέφαλος δεν έδινε σήμα!!
Ρε φίλε, τι ζω τώρα; Τι εφιάλτης είναι αυτός!! Θεέ μου, έχω ανατρίχιασει! Έμεινα παράλυτος;;; Όχι, όχι, όχι!! Ένα ασθενοφόρο ρε παιδιά, φώναζα!! Και όλοι με κοιτούσαν αποσβολωμενοι… Χαμένοι, χωρίς να απαντούν, χωρίς να με βοηθούν!
Μια γυναίκα πιο πέρα, έκλαιγε με λυγμούς.. Τι κλαις μαντάμ της φώναξα; Τι έχω; Σταγόνα αίμα, δεν έχω! Τι κλαις;
Οι φίλοι μου με είχαν περικυκλώσει… Μα και κάποιες άγνωστες φάτσες… Όλοι έπιαναν το πρόσωπο τους… Άλλοι έκλαιγαν… Άλλοι είχαν μια απορία στα μάτια… Άλλοι μια λύπηση!! Πολλές φιγούρες, όλα τα συναισθήματα… Όλες τις λεπτομέρειες αυτών των προσώπων, ακόμα και σήμερα, θυμάμαι! Γνωστούς! Μα και άγνωστους!!
Τι μοιρολογατε μωρέ? Φέρτε ένα ασθενοφόρο, δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια μου! Αντέ, ούρλιαζα! Είχα νευριάσει που δεν μπορούσα να σταθώ και να σηκωθώ να φύγω. Να φύγω μακριά από όλο αυτό το μοιρολόι!!
Έστριψα το βλέμμα μου αριστερά, είδα την μοτοσυκλέτα μου ένα κουβάρι, πάνω στο προστατευτίκο κυκλειδωμα.. Μα πως; Πως έγινε όλο αυτό; Πήγαινα με 40χλμ. Τόσο σιγά…
– Μαλακά εσύ φταις που σε τραβούσα με το ποδήλατο από το πατητηρα, είπα αυθόρμητα και κοίταξα το Μάκη! Βγήκε αυθόρμητα.. Δεν το σκέφτηκα, ούτε ήθελα να το πω για να πλήγωσω κάποιον, ήταν ένα αστείο σε μια λάθος στιγμή… Απλά βγήκε… Είδα τα χαρακτηριστικά του πρόσωπου του φίλου μου να λυγίζουν και να ξεσπά σε κλαμματα…
Τι κάνεις μωρέ; Πλάκα έκανα!! Έλα σήκωσε με!
Μα δεν μου έδινε το χέρι του, δεν με βοηθούσε… Κανένας δεν μου έδινε το χέρι του, έτσι παρέμενα αβοήθητος, ξαπλωμενος στην άσφαλτο, ανήμπορος να σταθώ όρθιος. Και τα μόνα λόγια που άκουγα; Ησύχασε ρε φίλε θα δεις όλα θα πάνε καλά!
Άκουσα τη σειρήνα του ασθενοφόρο… Επιτέλους! Ψελλισα! Δύο παλικάρια κατέβηκαν με το φορείο. Ποιο φορείο ρε παιδιά, κάντε μία να με σηκώσετε!!!! Γιατί κανένας δεν με βοηθά από δαύτους!
Και εκείνοι όμως, την ίδια απάντηση, έδωσαν καθώς μου φορούσαν το κολάρο.. Ησύχασε, όλα θα πάνε καλά..
Ρε ‘σεις συνέχισα εγώ, δεν πονάω το καταλάβετε; Τι μου βάζετε κολάρο και αηδίες, σηκώστε με, δεν αισθάνομαι τα πόδια μου, έχουν πιαστεί από το πέσιμο!!! Σωπα αγόρι μου, να σε πάμε στους γιατρούς! Με φόρτωσαν, ναι ακριβώς έτσι αισθάνθηκα, και φτάσαμε στα τεπ. Τροχαίο φώναζαν κ προχωρούσαν γρήγορα..
Νευροχειρουργοι με περίμεναν ήδη, είχαν ειδοποιηθεί από το εκαβ. Ετοιμαστείτε, φώναξε ο ένας, ο πιο μεγάλος, ασπρομαλλης και με αυστηρό ύφος, συνέχισε, μαγνητική και σίγουρα χειρουργείο! Επειτα τους μάζεψε σε μια γωνίτσα, που ίσα ίσα τους έβλεπα, και άρχισε να τους μιλά με ακόμα πιο αυστηρό ύφος…
Ξύπνησα σε ένα από τα άψυχα δωμάτια της νευροχειρουργικης κλινικής. Το πρώτο πρόσωπο που αντίκρυσα ήταν με κατακόκκινα ματιά που ακατάπαυστα τα δάκρυα κυλουσαν, που ακόμα και τα μάγουλα είχαν πάρει φωτιά από τη στεναχώρια… Με τα χέρια συνεχώς να σκουπιζουν το κλαμμενο πρόσωπο, μα τα δάκρυα να μην έχουν σταματημό. Την μάνα μου πρώτη φορά την είδα με τόσο σκοτεινό κ λυπημένο βλέμμα..
Βρε συ, ζω, τι κλαις? Της είπα.. Έκανα να κινηθώ.. Μα και πάλι τίποτα.. Μη!!! Μου φώναξε εκείνη. Τι, Μη, ρε μάνα, θέλω να νιώσω τα πόδια μου.. Και μόλις το είπα, εκείνη, βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.! Τι έπαθε; Γύρισα το βλέμμα στους υπόλοιπους που απλά με παρακολουθούν…
Και τότε μπήκαν 4 γιατροι, δύο νευροχειρουργοι και δύο ψυχολόγοι.. Μου συστήθηκαν και έπειτα μου ανακοίνωσαν ότι απλά θα μείνω παράλυτος για όλη μου τη ζωή. Ότι πολλά πράγματα θα αλλάξουν… Ότι η καθημερινότητα μου, δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια… Ότι συμβαίνει συχνά και τελείωσαν με την φράση
«Έχουμε πίστη ότι κάποια στιγμή θα προχωρήσει η επιστήμη τόσο, ώστε να ξανασταθεις στα πόδια σου, παιδί μου»
Ωπα τους είπα με πολύ αυστηρό ύφος, ΕΓΏ θα περπατήσω, γιατί περπατάω. Δεν ξέρω τι λέτε και αν βγήκαν από το μυαλό σας όλα αυτά, άλλα μάλλον κάνετε λάθος… Και τότε άρχισαν τα ιατρικά, για να μου το δικαιολογησουν, να με πείσουν ότι δεν θα περπατήσω ποτέ ξανά!!! Τους έδιωξα!
Δεν είμαι παράλυτος ούρλιαζα! Είστε τρελοί! Δεν ξέρετε τι λέτε! Και με έπιασαν τα κλαμματα, η φωνή μου λύγισε, η αναπνοή μου έγινε βαριά! Πάρτε με από δω, τότε απευθύνθηκα στους δικούς μου ανθρώπους! Και καθώς ήμουν στο κρεβάτι και προσπαθούσα να κινηθώ, τόσο άρχιζα να τους πιστεύω, τόσο τα κλαμματα γινόντουσαν πιο γοερά, τόσο η φωνή έσπαγε, τόσο το προσωπο μου έπερνε άλλη μορφή! Συγκλονιστικη μορφή απελπισίας και λύπης…
Όμως η αλήθεια ήταν, ότι ήμουν πια παράλυτος, και ότι θα εμένα έτσι για πάντα! Από την μία στιγμή στην άλλη!! Αλλάξε όλη μου η ζωή.. Πολλές φορές είχα ευχηθεί να είχα πεθάνει σε εκείνο το τροχαίο. Δεν είναι εύκολο 25 χρονια να περπατάς και σε μια στιγμή να αλλάζουν όλα!
Έπρεπε να μάθω πολλά πράγματα από την αρχή για το σώμα Μού! Να το δουλέψω, να το επεξεργαστώ, να το κατανοήσω. Επρεπε να καταλάβω το σώμα μου για να μπορέσω να ζω αξιοπρέπως. Και έπειτα έπρεπε να μάθω να περπατώ ξανά! Να περπατώ με το καροτσάκι. Από εδώ και πέρα, αυτά θα ήταν τα πόδια μου..
Στη ζωή μου, ήμουν ριψοκινδυνος, πολλές φορές είχα φτάσει τη μηχανή στα 180 και ένιωθα αθάνατος, πανίσχυρος και δυνατός, σαν άνοιγε το γκάζι! Και όμως η μοίρα δεν ξερεις πως θα παίξει μαζί σου, για να γελάσει! Με εμένα ήταν ειρωνική! Δεν την σεβαστηκα και με ξεγέλασε! Με ξεγέλασε για τα καλά!
Με κέρασε ηδονές και εντάσεις στα 180χλμ μα μου πήρε την ελευθερία μου μόλις στα 40χλμ!
Σιγουρα αναρωτιέσαι αν έχω συμβιβαστεί με την κατάσταση μου, όχι δεν έχω συμβιβαστεί και δεν νομίζω να συμβιβαστώ ποτέ! Απλά κυλούν οι μέρες… Και πολλά βραδια, φιλοσοφω μόνος μου, για την ειρωνεία της τύχης, της ζωής! Για αυτήν την άθλια ειρωνεία!
Τι ειρωνεία θεέ μου!!! Τι ειρωνεία! Αυτή την ειρωνεία, εύχομαι να μην την ζήσει κάνεις! Ας είμαι ο τελευταίος που γέλασε η μοίρα μαζί του!!
Άγγιξα το σώμα μου δεν έλειπε ούτε ένα κομμάτι του… Χαμογελασα… Αγγιξα το πρόσωπο μου… όλα στη θέση τους! Ουφ, όλα εντάξει,ψέλλισα αναστεναζοντας και έκανα να σηκωθώ…Μα δεν ένιωθα τα πόδια μου!
– Χριστέ μου, δεν το ζω αυτό!!! –
Προσπαθούσα για ατελείωτα δεύτερολεπτα να σηκωθώ, έβαζα πρώτα το αριστερό χέρι για στήριγμα, μα νόμιζα δεν είχε δύναμη, έπειτα το δεξί μπας και τα καταφέρω…
Μα ο εγκέφαλος δεν έδινε σήμα!!
Ρε φίλε, τι ζω τώρα; Τι εφιάλτης είναι αυτός!! Θεέ μου, έχω ανατρίχιασει! Έμεινα παράλυτος;;; Όχι, όχι, όχι!! Ένα ασθενοφόρο ρε παιδιά, φώναζα!! Και όλοι με κοιτούσαν αποσβολωμενοι… Χαμένοι, χωρίς να απαντούν, χωρίς να με βοηθούν!
Μια γυναίκα πιο πέρα, έκλαιγε με λυγμούς.. Τι κλαις μαντάμ της φώναξα; Τι έχω; Σταγόνα αίμα, δεν έχω! Τι κλαις;
Οι φίλοι μου με είχαν περικυκλώσει… Μα και κάποιες άγνωστες φάτσες… Όλοι έπιαναν το πρόσωπο τους… Άλλοι έκλαιγαν… Άλλοι είχαν μια απορία στα μάτια… Άλλοι μια λύπηση!! Πολλές φιγούρες, όλα τα συναισθήματα… Όλες τις λεπτομέρειες αυτών των προσώπων, ακόμα και σήμερα, θυμάμαι! Γνωστούς! Μα και άγνωστους!!
Τι μοιρολογατε μωρέ? Φέρτε ένα ασθενοφόρο, δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια μου! Αντέ, ούρλιαζα! Είχα νευριάσει που δεν μπορούσα να σταθώ και να σηκωθώ να φύγω. Να φύγω μακριά από όλο αυτό το μοιρολόι!!
Έστριψα το βλέμμα μου αριστερά, είδα την μοτοσυκλέτα μου ένα κουβάρι, πάνω στο προστατευτίκο κυκλειδωμα.. Μα πως; Πως έγινε όλο αυτό; Πήγαινα με 40χλμ. Τόσο σιγά…
– Μαλακά εσύ φταις που σε τραβούσα με το ποδήλατο από το πατητηρα, είπα αυθόρμητα και κοίταξα το Μάκη! Βγήκε αυθόρμητα.. Δεν το σκέφτηκα, ούτε ήθελα να το πω για να πλήγωσω κάποιον, ήταν ένα αστείο σε μια λάθος στιγμή… Απλά βγήκε… Είδα τα χαρακτηριστικά του πρόσωπου του φίλου μου να λυγίζουν και να ξεσπά σε κλαμματα…
Τι κάνεις μωρέ; Πλάκα έκανα!! Έλα σήκωσε με!
Μα δεν μου έδινε το χέρι του, δεν με βοηθούσε… Κανένας δεν μου έδινε το χέρι του, έτσι παρέμενα αβοήθητος, ξαπλωμενος στην άσφαλτο, ανήμπορος να σταθώ όρθιος. Και τα μόνα λόγια που άκουγα; Ησύχασε ρε φίλε θα δεις όλα θα πάνε καλά!
Άκουσα τη σειρήνα του ασθενοφόρο… Επιτέλους! Ψελλισα! Δύο παλικάρια κατέβηκαν με το φορείο. Ποιο φορείο ρε παιδιά, κάντε μία να με σηκώσετε!!!! Γιατί κανένας δεν με βοηθά από δαύτους!
Και εκείνοι όμως, την ίδια απάντηση, έδωσαν καθώς μου φορούσαν το κολάρο.. Ησύχασε, όλα θα πάνε καλά..
Ρε ‘σεις συνέχισα εγώ, δεν πονάω το καταλάβετε; Τι μου βάζετε κολάρο και αηδίες, σηκώστε με, δεν αισθάνομαι τα πόδια μου, έχουν πιαστεί από το πέσιμο!!! Σωπα αγόρι μου, να σε πάμε στους γιατρούς! Με φόρτωσαν, ναι ακριβώς έτσι αισθάνθηκα, και φτάσαμε στα τεπ. Τροχαίο φώναζαν κ προχωρούσαν γρήγορα..
Νευροχειρουργοι με περίμεναν ήδη, είχαν ειδοποιηθεί από το εκαβ. Ετοιμαστείτε, φώναξε ο ένας, ο πιο μεγάλος, ασπρομαλλης και με αυστηρό ύφος, συνέχισε, μαγνητική και σίγουρα χειρουργείο! Επειτα τους μάζεψε σε μια γωνίτσα, που ίσα ίσα τους έβλεπα, και άρχισε να τους μιλά με ακόμα πιο αυστηρό ύφος…
Ξύπνησα σε ένα από τα άψυχα δωμάτια της νευροχειρουργικης κλινικής. Το πρώτο πρόσωπο που αντίκρυσα ήταν με κατακόκκινα ματιά που ακατάπαυστα τα δάκρυα κυλουσαν, που ακόμα και τα μάγουλα είχαν πάρει φωτιά από τη στεναχώρια… Με τα χέρια συνεχώς να σκουπιζουν το κλαμμενο πρόσωπο, μα τα δάκρυα να μην έχουν σταματημό. Την μάνα μου πρώτη φορά την είδα με τόσο σκοτεινό κ λυπημένο βλέμμα..
Βρε συ, ζω, τι κλαις? Της είπα.. Έκανα να κινηθώ.. Μα και πάλι τίποτα.. Μη!!! Μου φώναξε εκείνη. Τι, Μη, ρε μάνα, θέλω να νιώσω τα πόδια μου.. Και μόλις το είπα, εκείνη, βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.! Τι έπαθε; Γύρισα το βλέμμα στους υπόλοιπους που απλά με παρακολουθούν…
Και τότε μπήκαν 4 γιατροι, δύο νευροχειρουργοι και δύο ψυχολόγοι.. Μου συστήθηκαν και έπειτα μου ανακοίνωσαν ότι απλά θα μείνω παράλυτος για όλη μου τη ζωή. Ότι πολλά πράγματα θα αλλάξουν… Ότι η καθημερινότητα μου, δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια… Ότι συμβαίνει συχνά και τελείωσαν με την φράση
«Έχουμε πίστη ότι κάποια στιγμή θα προχωρήσει η επιστήμη τόσο, ώστε να ξανασταθεις στα πόδια σου, παιδί μου»
Ωπα τους είπα με πολύ αυστηρό ύφος, ΕΓΏ θα περπατήσω, γιατί περπατάω. Δεν ξέρω τι λέτε και αν βγήκαν από το μυαλό σας όλα αυτά, άλλα μάλλον κάνετε λάθος… Και τότε άρχισαν τα ιατρικά, για να μου το δικαιολογησουν, να με πείσουν ότι δεν θα περπατήσω ποτέ ξανά!!! Τους έδιωξα!
Δεν είμαι παράλυτος ούρλιαζα! Είστε τρελοί! Δεν ξέρετε τι λέτε! Και με έπιασαν τα κλαμματα, η φωνή μου λύγισε, η αναπνοή μου έγινε βαριά! Πάρτε με από δω, τότε απευθύνθηκα στους δικούς μου ανθρώπους! Και καθώς ήμουν στο κρεβάτι και προσπαθούσα να κινηθώ, τόσο άρχιζα να τους πιστεύω, τόσο τα κλαμματα γινόντουσαν πιο γοερά, τόσο η φωνή έσπαγε, τόσο το προσωπο μου έπερνε άλλη μορφή! Συγκλονιστικη μορφή απελπισίας και λύπης…
Όμως η αλήθεια ήταν, ότι ήμουν πια παράλυτος, και ότι θα εμένα έτσι για πάντα! Από την μία στιγμή στην άλλη!! Αλλάξε όλη μου η ζωή.. Πολλές φορές είχα ευχηθεί να είχα πεθάνει σε εκείνο το τροχαίο. Δεν είναι εύκολο 25 χρονια να περπατάς και σε μια στιγμή να αλλάζουν όλα!
Έπρεπε να μάθω πολλά πράγματα από την αρχή για το σώμα Μού! Να το δουλέψω, να το επεξεργαστώ, να το κατανοήσω. Επρεπε να καταλάβω το σώμα μου για να μπορέσω να ζω αξιοπρέπως. Και έπειτα έπρεπε να μάθω να περπατώ ξανά! Να περπατώ με το καροτσάκι. Από εδώ και πέρα, αυτά θα ήταν τα πόδια μου..
Στη ζωή μου, ήμουν ριψοκινδυνος, πολλές φορές είχα φτάσει τη μηχανή στα 180 και ένιωθα αθάνατος, πανίσχυρος και δυνατός, σαν άνοιγε το γκάζι! Και όμως η μοίρα δεν ξερεις πως θα παίξει μαζί σου, για να γελάσει! Με εμένα ήταν ειρωνική! Δεν την σεβαστηκα και με ξεγέλασε! Με ξεγέλασε για τα καλά!
Με κέρασε ηδονές και εντάσεις στα 180χλμ μα μου πήρε την ελευθερία μου μόλις στα 40χλμ!
Σιγουρα αναρωτιέσαι αν έχω συμβιβαστεί με την κατάσταση μου, όχι δεν έχω συμβιβαστεί και δεν νομίζω να συμβιβαστώ ποτέ! Απλά κυλούν οι μέρες… Και πολλά βραδια, φιλοσοφω μόνος μου, για την ειρωνεία της τύχης, της ζωής! Για αυτήν την άθλια ειρωνεία!
Τι ειρωνεία θεέ μου!!! Τι ειρωνεία! Αυτή την ειρωνεία, εύχομαι να μην την ζήσει κάνεις! Ας είμαι ο τελευταίος που γέλασε η μοίρα μαζί του!!