ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Ο Κουφιέρος, το αιματοβαμμένο βουνό των Κοντοβουνίων, φιλοξένησε στην κορφή του την γραφίδα του Τισσαμενού, η οποία διέσωσε την τιτανομαχία και την ηρωική θυσία του Παπαφλέσσα με τους συντρόφους του.
Στη ράχη του, κρατάει το χωριό Παπαφλέσσα με τον οικισμό Άνω Παπαφλέσσα και στα σπλάχνα του το μαρτυρικό Σπήλαιο, κατοικητήριο των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, που κάθε χρόνο την πρώτη Ιουλίου γιορτάζονται, πανηγυρικά.
Τα παλιά χρόνια το πανηγύρι των Αγίων ήταν τρανή γιορτή για τον τόπο αυτό.
Αλλά και στις μέρες μας, η αγάπη και η αταλάντευτη πίστη των αγνών ορεσίβιων κατοίκων της περιοχής, στη χάρη των θαυματουργών Αγίων, δεν υστερεί. Οργανώνουν θρησκευτικές εκδηλώσεις και υποδέχονται χιλιάδες κόσμου, που καταφθάνουν προσκυνητές στη σπηλιά των Αγίων με τον πελώριο γκρεμό, ατόφιον με κείνον που σπρωγμένοι από το χέρι του δολοφόνου δασκάλου των, άφησαν την τελευταία τους πνοή…
Αυτές τις μέρες ο τόπος αλλάζει όψη.
Η αρχή της Εκκλησίας χάνεται στην αχλύ των μαύρων χρόνων της τουρκοκρατίας…
Δεν υπάρχει γι’ αυτή γραπτή μαρτυρία.
Και η επιχώρια παράδοση μας λέει, πως εκείνα τα χρόνια, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών, σε κάθε τουρκική επιχείρηση γενοκτονίας, έμπαιναν σε κείνη την απύθμενη σπηλιά και ταμπουρωνόνταν, ώσπου να περάσει το κακό.
Σε τέτοιες μέρες, φαίνεται, ανώνυμοι αγιογράφοι, έκαναν τους Αγίους προστάτες τους, στην οροφή της σπηλιάς.
Πιάνεται η ανάσα του ανθρώπου σαν κοιτάζει προς τα πάνω και τον πιάνει ίλιγγος στη σκέψη, πως στάθηκαν ζωγράφοι δεμένοι και αιωρούμενοι στο χάος και ετελείωσαν αυτά τα αριστουργήματα πάνω στους βράχους.
Όμως, κάποια πυρκαγιά, αργότερα από τους Τούρκους επιδρομείς που στοίχισε τη ζωή χιλιάδων αθώων υπάρξεων – η επιχώρια παράδοσις και οι ελάχιστες αμφιλεγόμενες ιστορικές αναφορές, συγκλίνουν στις μέρες των ορλωφικών – έκαψε και μαύρισε, ότι υπήρχε εκεί εκτός από τις μορφές των δύο Αγίων Κοσμά και Δαμιανού στο ψηλότερο μέρος της σπηλιάς και αγνάντια προς το ρέμα που γοργοκυλάει θυμωμένο το νερό στο βάθος του βαράθρου
Έτσι, από τότε μένουν εκεί στη μαυρισμένη σπηλιά του Κουφιέρου, θαυματουργοί προστάτες, παλλάδιο ολοκλήρου της περιοχής.
Ωστόσο, μια περιδιάβαση στην αφτιασίδωτη επιχώρια παράδοση – την αυθεντικότητα της οποίας λόγω εντοπιότητας επιβεβαιώνω – θα μας χαρίσει τη δική μας άποψη και μάλιστα με συγκλονιστικές λεπτομέρειες.
Ας τη χαρούμε εκ στόματος αειμνήστου Νικ. Κατσούλα από το Άνω Παπαφλέσσα, όπως την κατέγραψεν προ πολλών ετών η γραφίδα του ακούραστου λαογράφου και προκατόχου μου στη Διεύθυνση του περιοδικού «Ιθώμη», επίσης αειμνήστου Γιάννη Αναπλιώτη.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Αριστομένης» τ. 51–52. «Στο βουνό Κουφιέρο βρίσκεται ο συνοικισμός Άνω Παπαφλέσσα της ομώνυμης κοινότητας.
Οι γέροντες του χωριού λένε πως ονομάσθηκε έτσι, Κουφιέρος, επειδή είναι κούφιο. Μια μεγάλη τρύπα που σε βγάζει στο κούφιο μέρος, αρχίζει από τους πρόποδες του βουνού κατά το Παλαιό Λουτρό.
Σαν την περάσεις και προχωρήσεις θα φτάσεις ως το χωριό Βλάσση.
Έχουν να πούν μάλιστα, πως κάποτε, τα πολύ παλιά χρόνια, αμπόλησαν στην τρύπα ένα κριάρι άσπρο και το ζωντανό βγήκε στού Βλάσση, στην άλλη άκρη κατάμαυρο από την καπινιά.
Σώζεται σήμερα μια σπηλιά στο πάνω μέρος, κατά το Παλαιό Λουτρό,
προς το βουνό. Έχει ύψος κάπου 8 – 10 μέτρα και πλάτος 12 – 13 μέτρα.
Οι
πλευρές της έχουν και αυτές μαυρίσει από την καπινιά.
Στο βάθος, η
χριστιανική ψυχή έχει στεριώσει μια ξύλινη εκκλησούλα.
Σ’ αυτή τελείται
κάθε χρόνο επιμνημόσυνη δέηση.
Στο μέρος της εκκλησούλας, δεξιά,
φαίνεται το άνοιγμα μικρής τρύπας, που σίγουρα άλλοτε ήταν μεγαλύτερη
και με την πολυκαιρία έχει σχεδόν «κλείσει».
Σ’ αυτή τη σπηλιά, εδώ
και πολλά χρόνια βρίσκαν καταφύγιο οι πρόγονοί μας. Και κάθε φορά πού
‘φταναν στο Μοριά οι τουρκαρβανίτες βρίσκαν καταφύγιο οι κατατρεγμένοι
από την τουρκιά πρόγονοί μας
Και κάθε φορά πού ‘φταναν στα μέρη μας οι
Τούρκοι σφάζοντας ραγιάδες, λεηλατούντες και ρημάζοντες τον τόπο,
άνθρωποι από όλη τη Μεσσηνία, τρύπωναν, με τους Ιερείς και τα χοντρά
ζωντανά τους μέσα στη σπηλιά του Κουφιέρου, για να σωθούν.
Σ’ έναν
τέτοιο χαλασμό, κάπου πέντε χιλιάδες ψυχές, είχαν κρυφτεί στη σπηλιά για
να γλυτώσουν από το μαχαίρι του Τούρκου.
εκεί κάμποσες μέρες,
ώσπου να περάσει το κακό.
Νερό παίρναν από το ποτάμι προς τα κάτω. Το
κουβαλούσαν από απόσταση κάπου 500 μέτρων.
Μέσα στη σπηλιά είχαν
φτιάξει χωμάτινα σκαλιά που φτάναν ίσαμε το ποτάμι. Κατέβαιναν και
παίρναν νερό. Σώζεται ακόμη το στόμιο της τρύπας, που οδηγούσε στο
ποτάμι.
Είναι αυτή που είπαμε δίπλα στην εκκλησούλα.
Το νερό το κουβαλούσαν οι άνθρωποι της σπηλιάς καθένας με τη σειρά του. σήμερα εγώ, αύριο εσύ.
Και μια μέρα, που λες, ήταν σειρά ενός παπά.\r\nΚατέβηκε.\r\nΠήρε
νερό, αλλά δεν πρόφτασε να γυρίσει και λαχτάρισε βλέποντας να κάθουντε
στις πέτρες καμμιά δεκαριά Τούρκοι. Τον πιάσανε.
Του ‘ταξαν να του
χαρίσουν τη ζωή και λίρες χρυσές.
Φτάνει να τους έλεγε που κρύβονται οι
άλλοι, γιατί αφού κουβαλούσε νερό, έπρεπε να κρύβονται κάπου εκεί
ραγιάδες.
Τους είπε – π’ ανάθεμά τον! Κι όχι μόνο τούτο, μα τους οδήγησε
ο ίδιος χέρι – χέρι, και στις δύο τρύπες φτάσαν ως εκεί ο
Τσαούσης των Τούρκων διέταξε τους άνδρες του να σκοτώσουν πρώτα τον
προδότη παπά και να πετάξουν το κουφάρι του εκεί κάπου, να το φάνε τα
όρνια και τα σκυλιά. Και το ‘φαγαν… Έπειτα οι άπιστοι κλείσανε με χώματα
την τρύπα κατά το ποτάμι.
Στοίβαξαν ξερόκλαδα και χλωρά ξύλα στο
στόμιο της σπηλιάς και βάλανε φωτιά. Τίκλωσε ο τόπος από καπινό, ένεκα
που τα καιόμενα χλωρά ξύλα, άφηναν πολύ καπινό.
Έτσι γέμισε όλη η
σπηλιά καπνούρα.
Και τότε έγινε ο,τι και στ’ Αρκάδι.
κακό.
Δε
γλίτωσε ούτε μισός από τους αδούλωτους Έλληνες, που είχαν κρυφτεί στη
σπηλιά.
Το ολοκαύτωμα του Κουφιέρου δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το
ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.
Η Ελλάδα και ξέχωρα η Μεσσηνία, τιμάει τον
τόπο αυτό του φριχτού μα δοξασμένου θανάτου τόσων Μεσσηνίων, σαν ιερό.
Και κάθε χρόνο στη γιορτή των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, τελείται μνημόσυνο».
Ο σημερινός επιφυλλιδογραφικός μου λόγος, ας είναι ένα κάλεσμα προς
όλους τους αναγνώστες μου, για ευλαβικό μνημόσυνο στα πάθη και στα
βάσανα του λαού μας.
Κάλεσμα στα αιματοβαμμένα, αλλά φιλόξενα χώματα
των Κοντοβουνίων, με τα κρυστάλλινα νερά και την πανώρια βουνίσια θωριά
τους.
Πηγή : Πάνος Κοσμόπουλος