Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Με το διοριστήριο στην πισωτσέπη και δυο ώρες ποδαρόδρομο έφτασα στο χωριό.
Ταξίδι, σε δρόμο γεμάτο πέτρες, γράνες και σκόνη, με τους γύπες πάνω απ’ το κεφάλι μου και τα ουρλιαχτά των λύκων σε άγριο κρεσέντο.
Το σχολείο ερείπιο, οι σοβάδες πεσμένοι, πόρτες και παράθυρα σάπια, το ταβάνι ένας κρύος Νιαγάρας. Νωρίς έγινα φαμελίτης της παρέας της τράπουλας, του ούζου και των γενάτων τράγων. Στο τσακ της τρέλας μου, μ’ έσωσε μια κουρελιασμένη και δεμένη με σύρμα ποιητική ανθολογία, ένας χαρτένιος φίλος, όπου στις σελίδες του μπάλωνα με τους στίχους του τη σχισμένη μου ψυχή.
Η νιότη μου έμενε ανθούσα, τα ανθρώπινα μηνύματα με ζέσταιναν, οι ωχρές στιγμές μου γίνονταν αγράμπελες και με συντρόφευαν. Εκεί διάβασα και << Το ταξίδι >> του Λάμπρου Πορφύρα, ζήλεψα που δεν ήμουν στη βάρκα με τα άσπρα πανιά, της Αννούλας το τρελό τραγούδι να ακώ, τα μαλλιά της τα ξανθά να χαϊδεύω. Και το διάβαζα, νύχτες με ώρες προχωρημένες, νύχτες κακότυχες, ώρες σεληνιασμένες από το μονότονο τραγούδι του γκιώνη. Ας το θυμηθούμε:
Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Κι εγώ κι η Αννούλα,\ λίγοι παλιοί σύντροφοί μου και κάποιες κοπέλες μαζί,\ μπήκαμε μέσα σε μια γαλανή, μεθυσμένη βαρκούλα,\ μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης Χαράς το νησί.\
Ούτ’ ένα σύννεφο κι ούτ’ ένας μαύρος καπνός στον αγέρα.\ Πλάι μας στήθη ερωτιάρικα, κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί.\ Φως στα μαλλιά τα ξανθά, φως στο πέλαγο, φως πέρα ως πέρα: \ Μα ποιος πήγε ποτέ του μακριά στης Χαράς το νησί; \
Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε ως εκεί; Τι με νοιάζει; \ Γελάει όλ’ η γλυκιά συντροφιά μου, γελά η θλιμμένη ζωή,\ στ’ άπειρο μέσα κυλάμε κι η Αννούλα τρελά τραγουδάει: \ Όπου και νάναι μακριά, θα φανεί της Χαράς το νησί…\
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Με το διοριστήριο στην πισωτσέπη και δυο ώρες ποδαρόδρομο έφτασα στο χωριό.
Ταξίδι, σε δρόμο γεμάτο πέτρες, γράνες και σκόνη, με τους γύπες πάνω απ’ το κεφάλι μου και τα ουρλιαχτά των λύκων σε άγριο κρεσέντο.
Το σχολείο ερείπιο, οι σοβάδες πεσμένοι, πόρτες και παράθυρα σάπια, το ταβάνι ένας κρύος Νιαγάρας. Νωρίς έγινα φαμελίτης της παρέας της τράπουλας, του ούζου και των γενάτων τράγων. Στο τσακ της τρέλας μου, μ’ έσωσε μια κουρελιασμένη και δεμένη με σύρμα ποιητική ανθολογία, ένας χαρτένιος φίλος, όπου στις σελίδες του μπάλωνα με τους στίχους του τη σχισμένη μου ψυχή.
Η νιότη μου έμενε ανθούσα, τα ανθρώπινα μηνύματα με ζέσταιναν, οι ωχρές στιγμές μου γίνονταν αγράμπελες και με συντρόφευαν. Εκεί διάβασα και << Το ταξίδι >> του Λάμπρου Πορφύρα, ζήλεψα που δεν ήμουν στη βάρκα με τα άσπρα πανιά, της Αννούλας το τρελό τραγούδι να ακώ, τα μαλλιά της τα ξανθά να χαϊδεύω. Και το διάβαζα, νύχτες με ώρες προχωρημένες, νύχτες κακότυχες, ώρες σεληνιασμένες από το μονότονο τραγούδι του γκιώνη. Ας το θυμηθούμε:
Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Κι εγώ κι η Αννούλα,\ λίγοι παλιοί σύντροφοί μου και κάποιες κοπέλες μαζί,\ μπήκαμε μέσα σε μια γαλανή, μεθυσμένη βαρκούλα,\ μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης Χαράς το νησί.\
Ούτ’ ένα σύννεφο κι ούτ’ ένας μαύρος καπνός στον αγέρα.\ Πλάι μας στήθη ερωτιάρικα, κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί.\ Φως στα μαλλιά τα ξανθά, φως στο πέλαγο, φως πέρα ως πέρα: \ Μα ποιος πήγε ποτέ του μακριά στης Χαράς το νησί; \
Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε ως εκεί; Τι με νοιάζει; \ Γελάει όλ’ η γλυκιά συντροφιά μου, γελά η θλιμμένη ζωή,\ στ’ άπειρο μέσα κυλάμε κι η Αννούλα τρελά τραγουδάει: \ Όπου και νάναι μακριά, θα φανεί της Χαράς το νησί…\
ellinikoxronografima.blogspot.gr