14.3.21

Το καθήκον της μνήμης

Τη δεκαετία του ’90, όταν είχαν αρχίσει να φεύγουν από τη ζωή οι ζωντανοί μάρτυρες των ανθρώπινων τραγωδιών του 20ού αιώνα, πολλοί αναρωτήθηκαν μήπως οι τραγωδίες έχουν λήξει.
Η απάντηση ήταν ότι η αναχώρηση δεν συνεπάγεται τη λήθη διότι οι επιζώντες φέρουμε «το καθήκον της μνήμης» είτε τα ζήσαμε οι ίδιοι, είτε όχι.
Κάπως έτσι στην άσβεστη συλλογική συνείδηση της δημοκρατίας παραμένουν ζωντανά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ολοκαυτώματος και το Γκουλάγκ και η ερυθρή ή μαύρη τρομοκρατία και τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας και τα δολοφονικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης ή του Τρίτου Κόσμου.
Αργότερα σε αυτό το αιματοβαμμένο μητρώο προστέθηκαν και οι Δίδυμοι Πύργοι.
Το «καθήκον της μνήμης» εξελίχθηκε σε ηθική στάση κι απέκτησε (μάλλον αναπάντεχα…) λογοτεχνική αναφορά όταν χρησιμοποιήθηκε για τίτλος σε μια μεταθανάτια γαλλική έκδοση έργου του Πρίμο Λέβι, το 1995. Ήταν μια συνομιλία του ανθρώπου που έφερε «τη μαρτυρία του Άουσβιτς» με δύο Ιταλούς ιστορικούς (1983).
Αυτή η ηθική στάση ουδέποτε τέθηκε σε αμφιβολία στις δημοκρατικές κοινωνίες μας. Έγινε δημόσιος κανόνας.
Όταν λοιπόν διαβάζω κάποιους να επικαλούνται σήμερα το δικαίωμα της λήθης για τη «17 Νοέμβρη» και για όσα την προσδιόρισαν αντιτάσσω το αυτονόητο. Το καθήκον να θυμόμαστε.
Ποιοι τα λένε; Περιέργως είναι μια παρέα που με επιείκεια και μεγαλοψυχία, αν όχι κατανόηση, είχε παρακολουθήσει την εξάρθρωση και τη δίκη της «17 Νοέμβρη», το 2002 – 2003. Ακόμη κι αν δεν είναι ακριβώς οι ίδιοι άνθρωποι (τότε στην «Ελευθεροτυπία» και διάφορα αριστερά έντυπα, τώρα σε άλλα περιβόλια…), είναι οι ίδιες ιδέες, οι ίδιοι συμψηφισμοί, οι ίδιες ιδεοληψίες, τα ίδια ελαφρυντικά.
Στο μυαλό τους η τρομοκρατία «σκότωσε, δικάστηκε, τιμωρήθηκε, πάει και τελείωσε. Πώς κάνετε έτσι;».
Η «17 Νοέμβρη» δεν είναι παρά «μια οργάνωση που έχει τελειώσει πολιτικά για την ελληνική κοινωνία εδώ και μια εικοσαετία» (Θ. Καμπαγιάννης, «Εφ. Συν», 9/3).
Αλλωστε σιγά τον πολυέλαιο αφού «η κάννη των όπλων της 17 Νοέμβρη ήταν στραμμένη κυρίως προς τα ξένα αφεντικά και τους συνεργάτες τους στην ελληνική ελίτ» (Γ. Ραχιώτης, «Εφ. Συν», 4/3).
Και ως γνωστόν «οι οργανώσεις τύπου 17 Νοέμβρη είχαν σκόπιμα ως στόχους άτομα με ξεχωριστές ιδιότητες (…) Με αυτές τις ιδιότητες δεν ταυτιζόταν η πλειοψηφία των πολιτών» (Δ. Ψαρράς, «Εφ. Συν», 4/3).
Η σκέψη είναι απολύτως σαφής.
Η 17 Νοέμβρη ήταν δημιούργημα μιας εποχής, έδρασε με μια πολιτική λογική που δεν υπάρχει πια, είχε μια στόχευση που δεν απειλούσε τον λαό και συνεπώς δεν έχει νόημα να την ανακαλούμε στη συζήτηση. Εληξε.
Ωραία αλλά ποιος σφύριξε τη λήξη; Τα θύματα; Η δημοκρατία; Ο χρόνος; Το δικαστήριο;
Κατά τη γνώμη μου είναι η πιο χυδαία και κυνική εκδοχή του δικαιώματος στη λήθη που έχει διατυπωθεί στον δημόσιο διάλογο. Μια λήθη που μοιάζει με δικαίωση, κυρίως επειδή δεν θυμίζει σε τίποτα καταδίκη.
Ποιος λοιπόν θα καταργήσει το καθήκον της μνήμης και με ποιο επιχείρημα; Επειδή η «17 Νοέμβρη» δεν υπάρχει;
Μα ούτε το Αουσβιτς υπάρχει πια, ούτε το Γκουλάγκ, αλλά δεν έχω ακούσει κάποιον να ζητάει να τα λησμονήσουμε. «Το παρελθόν δεν είναι νεκρό, στην πραγματικότητα δεν είναι καν παρελθόν» θα πρόσθετε ο Φόκνερ.
Το καθήκον της μνήμης είναι αντιθέτως εκείνο που επιτάσσει στη δημοκρατία μια συλλογική ηθική στάση απέναντι σε εκείνο που δεν πρέπει να λησμονηθεί.
Με σοκάρει όταν νέοι άνθρωποι ονειρεύονται το μέλλον τους μέσα από νεκροφιλικές αναφορές κι αιματοβαμμένα παραληρήματα. Οταν καταστρέφουν, απειλούν ή διαδηλώνουν φωνάζοντας «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη».
Δεν ξέρω τι το ιδανικό ή ευγενές έχει να πιστολίζεις ανίδεους κι ανυποψίαστους ανθρώπους. Οπως δεν ξέρω αν η προτροπή «να μην ηρωοποιήσουμε τον Κουφοντίνα» (Θ. Θεοχαρόπουλος, 7/3) είναι περισσότερο βλακώδης ή αφελής.
Σε τι ακροατήριο άραγε μπορεί να ηρωοποιηθεί ο Κουφοντίνας και ποιον ενδιαφέρει; Τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή την «Ταξική Αντεπίθεση»;
Είναι η ανακύκλωση ενός κύκλου αν όχι (ακόμη…) αίματος, τουλάχιστον μίσους, που καθιστά το καθήκον της μνήμης αναπόδραστο.
Η θεωρία ότι η «17 Νοέμβρη» έκλεισε τους λογαριασμούς της με την πολιτεία επειδή δεν συνεχίζει να σκοτώνει αποτελεί το υπνωτικό της λήθης. Κανένας λογαριασμός δεν κλείνει όταν υπάρχουν τόσοι τάφοι.
Οι ίδιοι άλλωστε μιλούν σεμνά για «αναστολή της δράσης» τους.
Οσοι σημειώνουν την έλλειψη μεταμέλειας του Κουφοντίνα και των φίλων του δεν το κάνουν επειδή νοιάζονται για τη σωτηρία της ψυχής τους. Αλλά επειδή βλέπουν να σωρεύεται μια εύφλεκτη ύλη και δεν θέλουν να νομιμοποιήσουν το σπίρτο.
Προφανώς οι εχθροί της δημοκρατίας θα ηττηθούν ξανά. Αλλά ποιος ξέρει πόσους θα ξαπλώσουν πριν «αναστείλουν» και πάλι τη δράση τους;
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι αν συνδέεται ο ΣΥΡΙΖΑ ή (κάποια) Αριστερά με την τρομοκρατία.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει τέτοιος σύνδεσμος, ακόμη κι αν στην Αριστερά εκτρέφονται ανοχές σε χαμηλές μορφές πολιτικής βίας. Ή αν υπήρξαν καταφανώς προσπάθειες ευμενούς μεταχείρισης των φυλακισμένων τρομοκρατών από ένα κύκλωμα «δικαιωματιστών» του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ζητούμενο είναι να ορθώσουμε τη μνήμη και τον αποτροπιασμό απέναντι στην απειλή της λήθης, των ελαφρυντικών και του συμψηφισμού. Απέναντι σε εκείνους που πονηρά υπονοούν ότι το αίμα που χύνεται δικαιολογείται από τον στόχο.
«Οποιος λησμονεί το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει» είναι το χιλιοχρησιμοποιημένο απόφθεγμα του Santayana. Αν δεν καταχωρίσουμε το αίμα ως τον απόλυτο εφιάλτη, τότε θα το ξαναζήσουμε.
Και το «δις εξαμαρτείν» είναι βαρύ παράπτωμα για τη δημοκρατία.
Γ. Πρετεντέρης-in.gr

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου