ΕΡΩΤΗΣΗ
Όμως στη χώρα μας, συναντάμε ένα μοναδικό φαινόμενο, όπου στην εγχώρια αγορά καταναλώνουμε μεγαλύτερες ποσότητες ανώνυμου και χύμα ελαιόλαδου παρά τυποποιημένου. Ενδεικτικά, συνολικά πωλούνται περί τους 35.000 τόνους τυποποιημένου ελαιολάδου, για τους οποίους καταβάλλονται φόροι κ.α., ενώ άλλοι 45.000 τόνοι διακινούνται χύμα. Αυτό σημαίνει από τη μια ότι υπάρχει μία τεράστια μαύρη αγορά, για την οποία δεν καταβάλλεται το σύνολο των φόρων και από την άλλη το προϊόν αυτό είναι και αμφιβόλου ποιότητας, αφού οι έρευνες που έχουν γίνει έχουν αποδείξει πως το χύμα ελαιόλαδο που διακινείται από «επιτήδειους αετονύχηδες» και όχι πραγματικούς παραγωγούς είναι κατά 68% εκτός προδιαγραφών, σύμφωνα με την ελληνική και την κοινοτική νομοθεσία. Η οικονομική διάσταση του παραεμπορίου είναι τεράστια, ενώ επιπλέον η διακίνηση χύμα ελαιόλαδου έχει απαγορευθεί και με κοινοτικό κανονισμό το 2002. Συνεπώς, αποτελεί υποχρέωση του κράτους να ελέγξει και να περιορίσει το φαινόμενο αυτό, για να προστατεύσει τόσο τον παραγωγό, όσο και τον καταναλωτή.
Με αφορμή την αναμόρφωση και απλοποίηση του Αγορανομικού Κώδικα που βρίσκεται σε διαβούλευση, η χρήση του «ανώνυμου» 17κιλου ιδίως τενεκέ, παραμένει πρωτεύον ζήτημα στην προσπάθεια για την καταπολέμηση του παραεμπορίου ελαιόλαδου στην Ελλάδα. Η απαγόρευση της διακίνησης ελαιόλαδου στην παραπάνω συσκευασία που εφαρμόζεται από τον Νοέμβριο του 2003, είναι σαφές ότι δεν επέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα όσον αφορά την καταπολέμηση του παραεμπορίου και τον έλεγχο της ποιότητας στο συγκεκριμένο προϊόν. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις που νοθεύτηκε το προϊόν που διακινείται χύμα, δυσφήμησε το εθνικό μας προϊόν, τουλάχιστον στην εγχώρια αγορά. Το γεγονός αυτό, παραδέχονται πλέον όλοι, μεταξύ αυτών και ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιόλαδου, χαρακτηρίζοντας σε πρόσφατες δηλώσεις του τη διακίνηση του ελαιόλαδου σε 17κιλα δοχεία ως το βασικότερο πρόβλημα του κλάδου, μετά από 8 χρόνια ισχύος της παραπάνω απαγόρευσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι το τυποποιημένο ελαιόλαδο δεν νοθεύεται. Στην περίπτωση, όμως, αυτή είναι γνωστό το «υποκείμενο» της νοθείας και η Πολιτεία μπορεί να επιβάλει τις ανάλογες κυρώσεις. Η απαγόρευση διακίνησης ελαιόλαδου σε 17κιλα δοχεία όμως, κατέστησε απαγορευτική για μεμονωμένους παραγωγούς την απευθείας πώληση της σοδειάς τους σε πελάτες, γεγονός που πρέπει να αντιμετωπιστεί δίκαια. Κατόπιν αυτών,
Ερωτάται ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
1. Τι προτίθεται να πράξει η κυβέρνηση σχετικά με την καλύτερη προστασία της ποιότητας του ελαιόλαδου που διακινείται στην αγορά;
2. Είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης να παρακολουθεί και να διεξάγει αποτελεσματικότερους ελέγχους στο σύνολο της αλυσίδας παραγωγής και εμπορίας ελαιόλαδου για τη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος;
3. Προτίθεται η κυβέρνηση, ενόψει του νέου Αγορανομικού Κώδικα, να αναμορφώσει και το σύστημα ελέγχου, προκειμένου η εφαρμογή του να είναι πιο αποτελεσματική στην πράξη;
4. Προτίθεται η κυβέρνηση να ρυθμίσει την απευθείας πώληση από τους ελαιοπαραγωγούς, μόνο, του προϊόντος τους και συγχρόνως να προστατεύσει τον καταναλωτή για την ποιότητα του προϊόντος και με ποιο τρόπο;
Η ερωτώσα βουλευτής,
Νάντια Ι. Γιαννακοπούλου
Προς τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
«Προστασία της ποιότητας του ελαιόλαδου στις διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα»
Η Ελλάδα κατέχει την τρίτη θέση στον κόσμο στην παραγωγή ελαιόλαδου και καλύπτει το 16% της παγκόσμιας παραγωγής. Μάλιστα, το 80% της ελληνικής παραγωγής ελαιόλαδου ανήκει στην κορυφαία ποιότητα του εξαιρετικού παρθένου, οξύτητας μέχρι 0,8%, γεγονός που μας κατατάσσει στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών που παράγουν εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο.Όμως στη χώρα μας, συναντάμε ένα μοναδικό φαινόμενο, όπου στην εγχώρια αγορά καταναλώνουμε μεγαλύτερες ποσότητες ανώνυμου και χύμα ελαιόλαδου παρά τυποποιημένου. Ενδεικτικά, συνολικά πωλούνται περί τους 35.000 τόνους τυποποιημένου ελαιολάδου, για τους οποίους καταβάλλονται φόροι κ.α., ενώ άλλοι 45.000 τόνοι διακινούνται χύμα. Αυτό σημαίνει από τη μια ότι υπάρχει μία τεράστια μαύρη αγορά, για την οποία δεν καταβάλλεται το σύνολο των φόρων και από την άλλη το προϊόν αυτό είναι και αμφιβόλου ποιότητας, αφού οι έρευνες που έχουν γίνει έχουν αποδείξει πως το χύμα ελαιόλαδο που διακινείται από «επιτήδειους αετονύχηδες» και όχι πραγματικούς παραγωγούς είναι κατά 68% εκτός προδιαγραφών, σύμφωνα με την ελληνική και την κοινοτική νομοθεσία. Η οικονομική διάσταση του παραεμπορίου είναι τεράστια, ενώ επιπλέον η διακίνηση χύμα ελαιόλαδου έχει απαγορευθεί και με κοινοτικό κανονισμό το 2002. Συνεπώς, αποτελεί υποχρέωση του κράτους να ελέγξει και να περιορίσει το φαινόμενο αυτό, για να προστατεύσει τόσο τον παραγωγό, όσο και τον καταναλωτή.
Με αφορμή την αναμόρφωση και απλοποίηση του Αγορανομικού Κώδικα που βρίσκεται σε διαβούλευση, η χρήση του «ανώνυμου» 17κιλου ιδίως τενεκέ, παραμένει πρωτεύον ζήτημα στην προσπάθεια για την καταπολέμηση του παραεμπορίου ελαιόλαδου στην Ελλάδα. Η απαγόρευση της διακίνησης ελαιόλαδου στην παραπάνω συσκευασία που εφαρμόζεται από τον Νοέμβριο του 2003, είναι σαφές ότι δεν επέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα όσον αφορά την καταπολέμηση του παραεμπορίου και τον έλεγχο της ποιότητας στο συγκεκριμένο προϊόν. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις που νοθεύτηκε το προϊόν που διακινείται χύμα, δυσφήμησε το εθνικό μας προϊόν, τουλάχιστον στην εγχώρια αγορά. Το γεγονός αυτό, παραδέχονται πλέον όλοι, μεταξύ αυτών και ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιόλαδου, χαρακτηρίζοντας σε πρόσφατες δηλώσεις του τη διακίνηση του ελαιόλαδου σε 17κιλα δοχεία ως το βασικότερο πρόβλημα του κλάδου, μετά από 8 χρόνια ισχύος της παραπάνω απαγόρευσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι το τυποποιημένο ελαιόλαδο δεν νοθεύεται. Στην περίπτωση, όμως, αυτή είναι γνωστό το «υποκείμενο» της νοθείας και η Πολιτεία μπορεί να επιβάλει τις ανάλογες κυρώσεις. Η απαγόρευση διακίνησης ελαιόλαδου σε 17κιλα δοχεία όμως, κατέστησε απαγορευτική για μεμονωμένους παραγωγούς την απευθείας πώληση της σοδειάς τους σε πελάτες, γεγονός που πρέπει να αντιμετωπιστεί δίκαια. Κατόπιν αυτών,
Ερωτάται ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
1. Τι προτίθεται να πράξει η κυβέρνηση σχετικά με την καλύτερη προστασία της ποιότητας του ελαιόλαδου που διακινείται στην αγορά;
2. Είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης να παρακολουθεί και να διεξάγει αποτελεσματικότερους ελέγχους στο σύνολο της αλυσίδας παραγωγής και εμπορίας ελαιόλαδου για τη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος;
3. Προτίθεται η κυβέρνηση, ενόψει του νέου Αγορανομικού Κώδικα, να αναμορφώσει και το σύστημα ελέγχου, προκειμένου η εφαρμογή του να είναι πιο αποτελεσματική στην πράξη;
4. Προτίθεται η κυβέρνηση να ρυθμίσει την απευθείας πώληση από τους ελαιοπαραγωγούς, μόνο, του προϊόντος τους και συγχρόνως να προστατεύσει τον καταναλωτή για την ποιότητα του προϊόντος και με ποιο τρόπο;
Η ερωτώσα βουλευτής,
Νάντια Ι. Γιαννακοπούλου