Γιατί η καγκελάριος της Γερμανίας Αγγελα Μέρκελ αποφάσισε ότι η Ελλάδα
δεν έπρεπε να αποχωρήσει από την ευρωζώνη;
Ποιες ενέργειες ακολούθησε και ποια ήταν η συμφωνία της με τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά;
Στα παραπάνω ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει με πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της η εφημερίδα Wall Street Journal, παρουσιάζοντας εκτενή απολογισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής της κας Μέρκελ, βασισμένο σε συνεντεύξεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και οικονομικών εμπειρογνωμόνων.
Όπως υποστηρίζεται, η γερμανική ισχύς στην Ευρώπη προκαλεί εντάσεις, ενώ πολλοί Έλληνες και Ισπανοί κατηγορούν τα μέτρα λιτότητας που υπαγορεύει το Βερολίνο για τη μετατροπή των χρηματοπιστωτικών κρίσεων των χωρών τους σε οικονομική ύφεση.
Ακόμη και πολιτικοί της νότιας Ευρώπης, που συμφωνούν με την κα Μέρκελ για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στις χώρες τους, δηλώνουν ότι η Γερμανία πρέπει να πράξει περισσότερα για την ανάκαμψη της ανάπτυξης. Μεταξύ αυτών, σημειώνεται είναι και ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος αναφέρει πως «χρειαζόμαστε μια σύγκλιση. Το Βερολίνο πρέπει να κατανοήσει περισσότερο τα επιχειρήματα του Νότου και ο Νότος πρέπει να κατανοήσει περισσότερο τα επιχειρήματα του Βερολίνου». Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο «ελληνικό πολιτικό χάος» που αντιμετώπισε η Ευρώπη στα μέσα του 2012. Τότε, τονίζεται, πολλοί στη γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού αμφέβαλαν για την ικανότητα της Ελλάδας να παραμείνει εντός ευρώ.
Αξιωματούχοι μίλησαν για τη θεωρία του «μολυσμένου ποδιού», ότι δηλαδή το ελληνικό άκρο που είχε προσβληθεί από γάγγραινα, θα έπρεπε να ακρωτηριαστεί για να σωθεί το υπόλοιπο σώμα της ευρωζώνης. Τότε, η κα Μέρκελ, σε μια προσπάθεια να εκτιμήσει τις αλυσιδωτές αντιδράσεις της αγοράς, κάλεσε χωριστά το πρόεδρο της Bundesbank Γιενς Βάιντεμαν (Jens Weidmann) και το μέλος της ΕΚΤ Γιόργκ Ασμουσεν (Jorg Asmussen) για να τους ρωτήσει τι θα συνέβαινε σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.
Αμφότεροι απάντησαν ότι πιθανότατα θα αποχωρούσε και η Κύπρος, ενώ δεν γνώριζαν αν θα επακολουθούσαν και άλλα κράτη - μέλη της ευρωζώνης.
Πάντα σύμφωνα με το δημοσίευμα της "Γουόλ Στριτ Τζέρναλ", η συγκεκριμένη απάντηση κρίθηκε από την κα Μέρκελ ως «υπερβολικά αβέβαιη» και επειδή, όπως της υπογράμμισε ο κ. Βάιντεμαν, ήταν ριψοκίνδυνο να παραμείνει η Ελλάδα εντός ευρώ εάν δεν μπορούσε να τηρήσει τις υποχρεώσεις της, η κα Μέρκελ συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν έναν αξιόπιστο σύμμαχο στην Αθήνα.
Τον Αύγουστο του 2012, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, επισκέφθηκε το Βερολίνο προσπαθώντας να πείσει την κα Μέρκελ ότι μπορούσε να αλλάξει την πορεία της χώρας του. Με τη σειρά της, η Γερμανίδα Καγκελάριος αποφάσισε ότι ο κ. Σαμαράς αξίζει τη στήριξή της, υπό τον όρο ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις, ενώ η επίσκεψή της στην Αθήνα λίγες εβδομάδες αργότερα απέδειξε δημόσια ότι στοιχηματίζει υπέρ του.
Ωστόσο, η χρηματοπιστωτική κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε και το ΔΝΤ δήλωσε ότι θα συνεχίσει το δανεισμό μόνο εφόσον η Ευρώπη διαγράψει μέρος των δανείων της προς την Ελλάδα, προοπτική ιδιαιτέρως «τοξική» για την κα Μέρκελ, υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα, προσθέτοντας ότι στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανίδα Καγκελάριος επέπληξε τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών κ. Σόιμπλε όταν αυτός, σε μυστικές συνομιλίες μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων αξιωματούχων στις 19 Νοεμβρίου 2012 στο Παρίσι, προσφέρθηκε να μειώσει σε βάθος το επιτόκιο του ελληνικού δανείου.
Συγκεκριμένα, η αντιπρόταση της κας Μέρκελ ήταν να μειωθεί το επιτόκιο για την Ελλάδα, αλλά όχι περισσότερο από το γερμανικό κόστος δανεισμού. Το βέτο της κας Μέρκελ ανάγκασε τους αξιωματούχους του ΔΝΤ και της ΕΕ σε αναπροσαρμογή του σχεδίου για τη σταθεροποίηση του ελληνικού χρέους έως το 2022, με την αόριστη υποσημείωση για λήψη «περαιτέρω μέτρων» στο μέλλον, υποσημείωση για την οποία η Γερμανία αρνείται ότι σημαίνει παραγραφή χρέους.
Τέλος, στο δημοσίευμα της Wall Street Journal επισημαίνεται ότι ο χειρισμός από τη Γερμανίδα Καγκελάριο της ελληνικής κατάστασης και της «τραπεζικής ένωσης» αποσαφήνισε τις γερμανικές θέσεις: τα κράτη - μέλη της ευρωζώνης που έλαβαν δάνειο οφείλουν να αποπληρώσουν τη βοήθεια που δέχτηκαν και πρέπει να στηρίξουν τις τράπεζές τους, πράγμα που δεν επετεύχθη στην περίπτωση της Κύπρου.
Στο μεταξύ, η εφημερίδα New York Times υποστηρίζει, σε σχετικό δημοσίευμά της, ότι «ο δρόμος για την εσωτερική υποτίμηση στην Ελλάδα παραμένει μακρύς και δύσκολος». Κι αυτό, όπως σημειώνεται, γιατί σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα του τρίτου τριμήνου του 2012, οι απλοί πολίτες παρατηρούν την αγοραστική τους δύναμη να συνθλίβεται, λόγω ενός συνδυασμού αυξήσεων στις τιμές και μείωσης των μισθών τους.
«Το ΔΝΤ και οι αρχές της ευρωζώνης κατηγορούν για τον πληθωρισμό στην Ελλάδα τα ισχυρά ολιγοπώλια της χώρας που δεν επιτρέπουν στον ανταγωνισμό να μειώσει τις τιμές» και για το λόγο αυτό, σύμφωνα με το δημοσίευμα «οι μεταρρυθμίσεις συνιστούν στοιχείο-κλειδί για το δανειακό πρόγραμμα της Ελλάδας».
Ποιες ενέργειες ακολούθησε και ποια ήταν η συμφωνία της με τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά;
Στα παραπάνω ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει με πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της η εφημερίδα Wall Street Journal, παρουσιάζοντας εκτενή απολογισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής της κας Μέρκελ, βασισμένο σε συνεντεύξεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και οικονομικών εμπειρογνωμόνων.
Όπως υποστηρίζεται, η γερμανική ισχύς στην Ευρώπη προκαλεί εντάσεις, ενώ πολλοί Έλληνες και Ισπανοί κατηγορούν τα μέτρα λιτότητας που υπαγορεύει το Βερολίνο για τη μετατροπή των χρηματοπιστωτικών κρίσεων των χωρών τους σε οικονομική ύφεση.
Ακόμη και πολιτικοί της νότιας Ευρώπης, που συμφωνούν με την κα Μέρκελ για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στις χώρες τους, δηλώνουν ότι η Γερμανία πρέπει να πράξει περισσότερα για την ανάκαμψη της ανάπτυξης. Μεταξύ αυτών, σημειώνεται είναι και ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος αναφέρει πως «χρειαζόμαστε μια σύγκλιση. Το Βερολίνο πρέπει να κατανοήσει περισσότερο τα επιχειρήματα του Νότου και ο Νότος πρέπει να κατανοήσει περισσότερο τα επιχειρήματα του Βερολίνου». Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο «ελληνικό πολιτικό χάος» που αντιμετώπισε η Ευρώπη στα μέσα του 2012. Τότε, τονίζεται, πολλοί στη γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού αμφέβαλαν για την ικανότητα της Ελλάδας να παραμείνει εντός ευρώ.
Αξιωματούχοι μίλησαν για τη θεωρία του «μολυσμένου ποδιού», ότι δηλαδή το ελληνικό άκρο που είχε προσβληθεί από γάγγραινα, θα έπρεπε να ακρωτηριαστεί για να σωθεί το υπόλοιπο σώμα της ευρωζώνης. Τότε, η κα Μέρκελ, σε μια προσπάθεια να εκτιμήσει τις αλυσιδωτές αντιδράσεις της αγοράς, κάλεσε χωριστά το πρόεδρο της Bundesbank Γιενς Βάιντεμαν (Jens Weidmann) και το μέλος της ΕΚΤ Γιόργκ Ασμουσεν (Jorg Asmussen) για να τους ρωτήσει τι θα συνέβαινε σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.
Αμφότεροι απάντησαν ότι πιθανότατα θα αποχωρούσε και η Κύπρος, ενώ δεν γνώριζαν αν θα επακολουθούσαν και άλλα κράτη - μέλη της ευρωζώνης.
Πάντα σύμφωνα με το δημοσίευμα της "Γουόλ Στριτ Τζέρναλ", η συγκεκριμένη απάντηση κρίθηκε από την κα Μέρκελ ως «υπερβολικά αβέβαιη» και επειδή, όπως της υπογράμμισε ο κ. Βάιντεμαν, ήταν ριψοκίνδυνο να παραμείνει η Ελλάδα εντός ευρώ εάν δεν μπορούσε να τηρήσει τις υποχρεώσεις της, η κα Μέρκελ συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν έναν αξιόπιστο σύμμαχο στην Αθήνα.
Τον Αύγουστο του 2012, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, επισκέφθηκε το Βερολίνο προσπαθώντας να πείσει την κα Μέρκελ ότι μπορούσε να αλλάξει την πορεία της χώρας του. Με τη σειρά της, η Γερμανίδα Καγκελάριος αποφάσισε ότι ο κ. Σαμαράς αξίζει τη στήριξή της, υπό τον όρο ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις, ενώ η επίσκεψή της στην Αθήνα λίγες εβδομάδες αργότερα απέδειξε δημόσια ότι στοιχηματίζει υπέρ του.
Ωστόσο, η χρηματοπιστωτική κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε και το ΔΝΤ δήλωσε ότι θα συνεχίσει το δανεισμό μόνο εφόσον η Ευρώπη διαγράψει μέρος των δανείων της προς την Ελλάδα, προοπτική ιδιαιτέρως «τοξική» για την κα Μέρκελ, υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα, προσθέτοντας ότι στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανίδα Καγκελάριος επέπληξε τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών κ. Σόιμπλε όταν αυτός, σε μυστικές συνομιλίες μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων αξιωματούχων στις 19 Νοεμβρίου 2012 στο Παρίσι, προσφέρθηκε να μειώσει σε βάθος το επιτόκιο του ελληνικού δανείου.
Συγκεκριμένα, η αντιπρόταση της κας Μέρκελ ήταν να μειωθεί το επιτόκιο για την Ελλάδα, αλλά όχι περισσότερο από το γερμανικό κόστος δανεισμού. Το βέτο της κας Μέρκελ ανάγκασε τους αξιωματούχους του ΔΝΤ και της ΕΕ σε αναπροσαρμογή του σχεδίου για τη σταθεροποίηση του ελληνικού χρέους έως το 2022, με την αόριστη υποσημείωση για λήψη «περαιτέρω μέτρων» στο μέλλον, υποσημείωση για την οποία η Γερμανία αρνείται ότι σημαίνει παραγραφή χρέους.
Τέλος, στο δημοσίευμα της Wall Street Journal επισημαίνεται ότι ο χειρισμός από τη Γερμανίδα Καγκελάριο της ελληνικής κατάστασης και της «τραπεζικής ένωσης» αποσαφήνισε τις γερμανικές θέσεις: τα κράτη - μέλη της ευρωζώνης που έλαβαν δάνειο οφείλουν να αποπληρώσουν τη βοήθεια που δέχτηκαν και πρέπει να στηρίξουν τις τράπεζές τους, πράγμα που δεν επετεύχθη στην περίπτωση της Κύπρου.
Στο μεταξύ, η εφημερίδα New York Times υποστηρίζει, σε σχετικό δημοσίευμά της, ότι «ο δρόμος για την εσωτερική υποτίμηση στην Ελλάδα παραμένει μακρύς και δύσκολος». Κι αυτό, όπως σημειώνεται, γιατί σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα του τρίτου τριμήνου του 2012, οι απλοί πολίτες παρατηρούν την αγοραστική τους δύναμη να συνθλίβεται, λόγω ενός συνδυασμού αυξήσεων στις τιμές και μείωσης των μισθών τους.
«Το ΔΝΤ και οι αρχές της ευρωζώνης κατηγορούν για τον πληθωρισμό στην Ελλάδα τα ισχυρά ολιγοπώλια της χώρας που δεν επιτρέπουν στον ανταγωνισμό να μειώσει τις τιμές» και για το λόγο αυτό, σύμφωνα με το δημοσίευμα «οι μεταρρυθμίσεις συνιστούν στοιχείο-κλειδί για το δανειακό πρόγραμμα της Ελλάδας».