«Με έβριζαν χυδαία, μου έλεγαν ότι "θα πληρώνεις τη Φεράρι για επτά
ζωές, θα την πληρώσεις με αίμα, θα σε βρούμε όπου κι αν πας και θα σε
κάνουμε να μετανιώσεις".
Στη συνέχεια μου πέταξαν στο κεφάλι έναν τόμο του Χρυσού Οδηγού.
Επεσα κάτω και ένας απ' αυτούς άρχισε να με κλωτσά στο σώμα και να με κτυπά στο κεφάλι.
Μία κοπέλα, η κοπέλα του Πετράκη νομίζω, ενώ βρισκόμουν στο έδαφος άρχισε να με βρίζει κι αυτή. Δεν πρόκειται να ξανασταματήσω. Ακόμα κι αν νομίζω ότι χτύπησα άνθρωπο δεν θα σταματήσω. Θα πάρω το 166 και θα τους πω ότι νομίζω ότι χτύπησα κάποιον και ότι είμαι στη διάθεσή τους. Δεν πρόκειται εγώ να ξαναφάω ξύλο...».
Με τα λόγια αυτά η κ. Αλεξία Εβερτ περιγράφει τη φρίκη που έζησε όταν κατά λάθος έγδαρε τη φερράρι του εφοπλιστή κ. Θέμη Πετράκη.
Στη συνέχεια μου πέταξαν στο κεφάλι έναν τόμο του Χρυσού Οδηγού.
Επεσα κάτω και ένας απ' αυτούς άρχισε να με κλωτσά στο σώμα και να με κτυπά στο κεφάλι.
Μία κοπέλα, η κοπέλα του Πετράκη νομίζω, ενώ βρισκόμουν στο έδαφος άρχισε να με βρίζει κι αυτή. Δεν πρόκειται να ξανασταματήσω. Ακόμα κι αν νομίζω ότι χτύπησα άνθρωπο δεν θα σταματήσω. Θα πάρω το 166 και θα τους πω ότι νομίζω ότι χτύπησα κάποιον και ότι είμαι στη διάθεσή τους. Δεν πρόκειται εγώ να ξαναφάω ξύλο...».
Με τα λόγια αυτά η κ. Αλεξία Εβερτ περιγράφει τη φρίκη που έζησε όταν κατά λάθος έγδαρε τη φερράρι του εφοπλιστή κ. Θέμη Πετράκη.
Το πιο εξοργιστικό,
σύμφωνα με την κ. Εβερτ είναι η ερώτηση και η απάντηση που έκανε ο
αστυνομικός και έδωσε ο γιος του εφοπλιστή.
Ρώτησε
λοιπόν ο αστυνομικός: «Εάν γνώριζες ποια είναι η κυρία, θα την
κτυπούσες;». Αυτός απάντησε: «Οχι, εάν ήξερα πως ήταν η κόρη του Εβερτ
δεν θα έκανα τίποτα και τώρα που το έμαθα ζητώ συγγνώμη...». Δηλαδή,
λέει η κυρία Εβερτ, εάν ήταν οποιαδήποτε άλλη γυναίκα τα ίδια θα έκανε;
Θα σταματούσε το ξύλο μόνο εάν γνώριζε ότι επρόκειτο να κτυπήσει κάποια
επώνυμη;