Οι τιμές δεν μπορούν να μειωθούν περαιτέρω.
Αυτό είναι το μήνυμα που
εκπέμπουν οι βιομηχανίες τροφίμων. Μήνυμα με πολλούς αποδέκτες και
κυρίως την κυβέρνηση, αφού το ζήτημα της ακρίβειας επανέρχεται διαρκώς
στο προσκήνιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα των τιμών είναι αυτό που έθεσε ως άμεση προτεραιότητα, παραλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιο του εμπορίου, ο νέος υφυπουργός Ανάπτυξης Γεράσιμος Γιακουμάτος.
Σε συνάντηση με δημοσιογράφους που είχε η διοίκηση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) το βράδυ της Πέμπτης, τονίστηκε από τους επιχειρηματίες ότι το κόστος ενέργειας και χρήματος, η απουσία πρώτων υλών από την εγχώρια παραγωγή, οι καθυστερήσεις πληρωμών από τις αλυσίδες λιανικής, το μέγεθος αγοράς logistics, τα φορολογικά και διοικητικά εμπόδια δεν επιτρέπουν μεγαλύτερες μειώσεις τιμών.
Στην ίδια συνάντηση η διοίκηση του ΣΕΒΤ αμφισβήτησε στην ουσία τα στοιχεία της Eurostat, υποστηρίζοντας ότι η πτώση των τιμών αγγίζει το 6% και κυμαίνεται στο 8%-10% με βάση έρευνα της Nielsen, η οποία λαμβάνει υπόψη της τις προσφορές, τις προωθητικές ενέργειες και τις εκπτώσεις.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με έρευνα της Eurostat για το επίπεδο τιμών στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα βρίσκονται στο 102% του μέσου κοινοτικού όρου.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ Ευ. Καλούσης δήλωσε χαρακτηριστικά: «Γίνεται αγώνας επιβίωσης στον πόλεμο τιμών. Οι εταιρείες του κλάδου γνωρίζουν ότι πρέπει να συγκρατήσουν τις τιμές ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικές».
Άλλο στέλεχος του ΣΕΒΤ σχολίασε ότι «τα κέρδη έχουν χαθεί. Η κερδοφορία είναι στο 1% με 2%, ενώ πολλοί επιχειρηματίες του κλάδου βάζουν το χέρι στην τσέπη για να στηρίξουν τις εταιρείες τους».
Την ίδια ώρα το Μέγαρο Μαξίμου τοποθετεί, σύμφωνα με πληροφορίες, ψηλά στην ατζέντα το θέμα της νομοθετικής ρύθμισης των λεγόμενων «καθαρών τιμών», της αποτύπωσης δηλαδή στα τιμολόγια χονδρικής όλων των παροχών που κάνουν οι προμηθευτές στους λιανεμπόρους, επιλέγοντας το εν λόγω πεδίο αυτή τη φορά για να δώσει τη «μάχη των τιμών».
Βεβαίως, πρόκειται για ρύθμιση που εξαγγέλλεται εδώ και χρόνια από όλους τους υπουργούς Ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο τελικά να έχει ακόμη θεσμοθετηθεί. Ο τέως υφυπουργός Ανάπτυξης Αθ. Σκορδάς είχε ετοιμάσει τη σχετική νομοθετική διάταξη, ωστόσο τελικά αυτή δεν θεσμοθετήθηκε και βεβαίως δεν εφαρμόσθηκε ποτέ.
Η νομοθετική διάταξη προέβλεπε την υποχρεωτική αναγραφή στα τιμολόγια όλων των παροχών που κάνουν οι εγχώριες και πολυεθνικές επιχειρήσεις μετά τη χονδρική πώληση των προϊόντων τους στα σούπερ μάρκετ και στα άλλα καταστήματα λιανικής.
Η μορφή τους είναι κυρίως πιστωτικά σημειώματα, εκπτώσεις επί του τιμολογίου και δίνονται προκειμένου τα προϊόντα των βιομηχανιών να έχουν καλύτερη θέση στο ράφι.
Ωστόσο, συχνά οι παροχές αυτές δεν μετακυλίονται στη λιανική, ενώ οι βιομηχανίες -ειδικότερα στο παρελθόν- υπερτιμολογούσαν τα προϊόντα τους, έτσι ώστε μην έχουν απώλειες από τις παροχές στο λιανεμπόριο. Αποτέλεσμα; Εκτιμήσεις του υπουργείου Ανάπτυξης κάνουν λόγο για «καπέλο» στις τιμές που φτάνει ακόμη και το 25%.
Ερωτηθείς σχετικά για το θέμα των «καθαρών τιμών», ο κ. Καλούσης δήλωσε: «Δεν μας ενοχλεί να γίνει η ρύθμιση, αλλά πιστεύουμε ότι θα υπάρξει αναστάτωση με τους λιανεμπόρους».
Δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα των τιμών είναι αυτό που έθεσε ως άμεση προτεραιότητα, παραλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιο του εμπορίου, ο νέος υφυπουργός Ανάπτυξης Γεράσιμος Γιακουμάτος.
Σε συνάντηση με δημοσιογράφους που είχε η διοίκηση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) το βράδυ της Πέμπτης, τονίστηκε από τους επιχειρηματίες ότι το κόστος ενέργειας και χρήματος, η απουσία πρώτων υλών από την εγχώρια παραγωγή, οι καθυστερήσεις πληρωμών από τις αλυσίδες λιανικής, το μέγεθος αγοράς logistics, τα φορολογικά και διοικητικά εμπόδια δεν επιτρέπουν μεγαλύτερες μειώσεις τιμών.
Στην ίδια συνάντηση η διοίκηση του ΣΕΒΤ αμφισβήτησε στην ουσία τα στοιχεία της Eurostat, υποστηρίζοντας ότι η πτώση των τιμών αγγίζει το 6% και κυμαίνεται στο 8%-10% με βάση έρευνα της Nielsen, η οποία λαμβάνει υπόψη της τις προσφορές, τις προωθητικές ενέργειες και τις εκπτώσεις.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με έρευνα της Eurostat για το επίπεδο τιμών στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα βρίσκονται στο 102% του μέσου κοινοτικού όρου.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ Ευ. Καλούσης δήλωσε χαρακτηριστικά: «Γίνεται αγώνας επιβίωσης στον πόλεμο τιμών. Οι εταιρείες του κλάδου γνωρίζουν ότι πρέπει να συγκρατήσουν τις τιμές ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικές».
Άλλο στέλεχος του ΣΕΒΤ σχολίασε ότι «τα κέρδη έχουν χαθεί. Η κερδοφορία είναι στο 1% με 2%, ενώ πολλοί επιχειρηματίες του κλάδου βάζουν το χέρι στην τσέπη για να στηρίξουν τις εταιρείες τους».
Την ίδια ώρα το Μέγαρο Μαξίμου τοποθετεί, σύμφωνα με πληροφορίες, ψηλά στην ατζέντα το θέμα της νομοθετικής ρύθμισης των λεγόμενων «καθαρών τιμών», της αποτύπωσης δηλαδή στα τιμολόγια χονδρικής όλων των παροχών που κάνουν οι προμηθευτές στους λιανεμπόρους, επιλέγοντας το εν λόγω πεδίο αυτή τη φορά για να δώσει τη «μάχη των τιμών».
Βεβαίως, πρόκειται για ρύθμιση που εξαγγέλλεται εδώ και χρόνια από όλους τους υπουργούς Ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο τελικά να έχει ακόμη θεσμοθετηθεί. Ο τέως υφυπουργός Ανάπτυξης Αθ. Σκορδάς είχε ετοιμάσει τη σχετική νομοθετική διάταξη, ωστόσο τελικά αυτή δεν θεσμοθετήθηκε και βεβαίως δεν εφαρμόσθηκε ποτέ.
Η νομοθετική διάταξη προέβλεπε την υποχρεωτική αναγραφή στα τιμολόγια όλων των παροχών που κάνουν οι εγχώριες και πολυεθνικές επιχειρήσεις μετά τη χονδρική πώληση των προϊόντων τους στα σούπερ μάρκετ και στα άλλα καταστήματα λιανικής.
Η μορφή τους είναι κυρίως πιστωτικά σημειώματα, εκπτώσεις επί του τιμολογίου και δίνονται προκειμένου τα προϊόντα των βιομηχανιών να έχουν καλύτερη θέση στο ράφι.
Ωστόσο, συχνά οι παροχές αυτές δεν μετακυλίονται στη λιανική, ενώ οι βιομηχανίες -ειδικότερα στο παρελθόν- υπερτιμολογούσαν τα προϊόντα τους, έτσι ώστε μην έχουν απώλειες από τις παροχές στο λιανεμπόριο. Αποτέλεσμα; Εκτιμήσεις του υπουργείου Ανάπτυξης κάνουν λόγο για «καπέλο» στις τιμές που φτάνει ακόμη και το 25%.
Ερωτηθείς σχετικά για το θέμα των «καθαρών τιμών», ο κ. Καλούσης δήλωσε: «Δεν μας ενοχλεί να γίνει η ρύθμιση, αλλά πιστεύουμε ότι θα υπάρξει αναστάτωση με τους λιανεμπόρους».
Καθημερινή