Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η σκέψη σου προέλαυνε της μηχανής κι
εκείνη σ’ εκδικήθηκε. Ζήλεψε, εξοργίστηκε
και μ’ όλη της την αγριότητα σου επιτέθηκε με τον κεραυνοβόλο πόλεμό της. Αντιστάθηκες, γλίτωσες, μάζεψες τη ζωή σου
από τις όχθες της Αχερουσίας και επέστρεψες στις απλές καρδιές των οικείων και
των φίλων σου, στον ψίθυρο του κήπου σου και στα χρυσά γραφτά σου που πνέουν
νιότη ανίκητη κι ανθίζουνε τις νύχτες μας που μαύρες κι άραχλες δεν παύουν ν’ αγκομαχάνε.
Η ζωή για κάποιους δεν έχει αξία.
Γι’ άλλους σημαίνει ματαιότητα. Ο Σωκράτης λίγο πριν την εγκαταλείψει, είπε:
<< Η ζωή σημαίνει αδιάκοπος πόνος: χρωστώ έναν κόκορα στον Ασκληπιό που
είναι έτοιμος να με λυτρώσει >>.
Εσύ δεν την χορταίνεις, έγραφες. Την
στραγγίζεις όπως το ούζο ως τον πάτο του ποτηριού σου, τη γλυκιά συντροφιά της
δε θέλεις να τη χάσεις. Δοκιμάστηκες, δεν την αποχωρίστηκες, μαζί στον κόσμο
και πάλι με τη χρυσή πένα σου στα << όπλα >> θα φωνάζεις και κάθε
φαύλο, επίορκο και δημοκόπο με το λόγο σου θα χαστουκίζεις.
Ιερέας και πάλι της μυστικής
θρησκείας της γραφής, θιασώτης της εκστατικής ομορφιάς, εραστής του στίχου για
να πλάθεις Λενώρες και Ειρήνες, θα ήταν παραφρόνηση να φύγεις και να πάψεις να
τραγουδάς γλυκά εωθινά, αφήνοντάς μας σε πένθιμη χαοτική σιωπή. Σε θέλουμε να
γράφεις για τους ανθρώπους τους σκυφτούς, για τα ραφτάκια τα φτωχά, τους χτίστες της
οικοδομής και τις Μαρίες που λιώνουνε στις φάμπρικες και στις φαβέλες τις
υγρές. Να γράφεις για βασανισμένους, για άστεγους γέρους με λευκή την κεφαλή,
για ανέστιους και πονεμένους, για αλετροπόδες και νεκρούς. Για ερωτευμένους που
στη χούφτα τους κρατούν παλιά ανθάκια ξεραμένα. Για τον κόσμο που τον έχει
τυραννήσει μια Μέδουσα αδικία που όλο τον ρίχνει στον πόνο και στην απελπισμένη
θλίψη.
Εράσμιε φίλε μου. Η κακή είδηση του
τροχαίου σου με βρήκε μακράν της Μεσσηνίας.
Στεκόμενος παράμερα από ένα βιβλιοπωλείο έτοιμος να αποσύρω το βλέμμα
μου από την τιμή του εντύπου γιατί δεν είχα μία να το αγοράσω, δέχτηκα ένα
τηλεφώνημα. Όταν το έμαθα ένιωσα πόσο κωμική είναι η ζωή! Υποτάχτηκα στη λογική.
Χρίστο! Στα Φιλιατρά οι συμπολίτες
σου με λόγο ζεστό εύχονται για την ταχεία ανάρρωσή σου και με μια ψυχή τη
Φιλιατρινή πόχει χορδές λαγούτου και τραγουδάει σε περιμένουν πως και πώς να
‘ρθεις!
Περαστικά και σιδερένιος!