Η EΛΛAΔA έχασε τον… καλό της άνθρωπο.
Τον Θανάση Βέγγο. Τον μεγάλο ηθοποιό και πάνω από όλα άνθρωπο, που γέμισε τις οθόνες των κινηματογράφων στις γειτονιές και χάρισε αυτό το απαραίτητο συστατικό, την ευθυμία. Και μίλησε σε ανθρώπους που ήξεραν τι σημαίνει μετερίζι για τα όνειρά τους και τα έκανε μεγάλα και ας ήταν για άλλους ταπεινά: μια δουλίτσα, ένα σπιτάκι και μια οικογένεια που να υπάρχει αγάπη.
Μεγαλώνοντας μαζί του όχι μόνο η γενιά που τον γνώρισε στην ασημένια οθόνη, αλλά και οι επόμενες από τις επαναλήψεις στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο, όπου υπάρχουν τα στιγμιότυπα από τις ταινίες του.
O Θανάσης Bέγγος «έφυγε» χθες τα ξημερώματα στα 84 του χρόνια. Hταν ο επίλογος του εγκεφαλικού επεισοδίου που τον οδήγησε στην Εντατική Μονάδα του "Ερυθρού Σταυρού" τον περασμένο Δεκέμβριο. Η ζωή του δεν ήταν ρόδινη, άλλωστε όπως ο ίδιος είπε βουρκωμένος όταν αποφάσισε να αφήσει το προσωπείο του διασκεδαστή τη βραδιά των εγκαινίων του Αμφιθέατρου «Θανάσης Βέγγος» στον Κορυδαλλό, το 2002, «στη γαλέρα της ζωής έχω τραβήξει άγριο κουπί».
Πέρασε από το αναμορφωτήριο της Μακρονήσου, δούλεψε ως παιδί για όλες τις δουλειές στα πλατό μέχρι να τον τιμήσει το κοινό. Πτώχευσε η εταιρία του. Και ξανασηκώθηκε έχοντας δίπλα του σε αυτό το ταξίδι για πάνω από 50 χρόνια τη σύζυγό του Ασημίνα. Υπήρξε λιγομίλητος στους δημοσιογράφους που τον πολιορκούσαν και δεν κράτησε ποτέ κακία. Στην τελευταία του δημόσια εμφάνιση, ακριβώς έναν χρόνο πριν τον θάνατό του, στην παραλαβή της τιμητικής διάκρισης από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, είπε απευθυνόμενος σε όλους: «Καλοί μου άνθρωποι, είστε πολύ καλοί και φιλόξενοι».
Ο Θανάσης Βέγγος ήταν μοναχοπαίδι του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγγου. Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927. Ο πατέρας του εργαζόταν στην Εταιρία Ηλεκτρισμού και υπήρξε αγωνιστής της εθνικής αντίστασης.
Για τη δράση του ο πατέρας του απολύθηκε, με αποτέλεσμα να στερέψουν τα έσοδα της οικογένειας. Αναγκάστηκε από μικρή ηλικία να εργαστεί κάνοντας το παιδί για όλες τις δουλειές και κυρίως τον βυρσοδέψη. Μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Στις σκηνές πάνω στους βράχους του νησιού έζησε για δύο χρόνια (1948-1950). Εκεί όμως έκανε μία γνωριμία που θα του άνοιγε απρόσμενα αργότερα την πόρτα του καλλιτεχνικού κόσμου: τον μετέπειτα σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Oπως θυμάται ο σκηνοθέτης, «κάποια στιγμή είδα έναν ρακένδυτο στρατιώτη να με πλησιάζει κρατώντας ξύλα από κουτιά».
Τα ξύλα τα προόριζε για να του φτιάξει ένα «κρεβάτι» έτσι ώστε να μην «ψοφήσει από το κρύο». Και έτσι έγινε, την επόμενη μέρα τον είχε επισκεφθεί και πάλι για να δει αν όντως κοιμήθηκε καλά.
Oταν και οι δύο απολύθηκαν ο Νίκος Κούνδουρος κάλεσε τον Θανάση Βέγγο να εργαστεί μαζί του. «Του έδινα ένα δίφραγκο την ημέρα για τα εισιτήρια του τραμ. Αργότερα έμαθα ότι ποτέ δεν πήρε το τραμ. Πήγαινε το δίφραγκο στη μητέρα του», λέει ο Νίκος Κούνδουρος. Μία μέρα ο σκηνοθέτης βλέποντάς τον να σκουπίζει του ζήτησε να παίξει στην ταινία του «Μαγική Πόλις». Ηταν το 1954.
Οσο για την ιδιαίτερη φύση του ηθοποιού, ο Νίκος Κούνδουρος σημειώνει: «Ο Θανάσης βίωνε. Ζούσε τον Θανάση Βέγγο. Hταν τόσο ισχυρή η φύση του, αυτό που του χάρισε ο θεός, ο διάβολος, δεν ξέρω ποιος του το χάρισε, που η παρουσία του καταργούσε και τα σενάρια και τους σκηνοθέτες. Υπήρχε μόνο ο Βέγγος και οι κάμερες».
Μέχρι το 1960 ο Θανάσης Βέγγος έπαιζε μικρούς ρόλους σε ταινίες, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής. Εκείνη την περίοδο το πρόσωπό του έγραψε σε ιστορικά φιλμ του ελληνικού κινηματογράφου όπως: «Ο δράκος», «Μανταλένα», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή». Το 1959 πήρε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ηθοποιού ως φυσικό ταλέντο. Με την απαιτούμενη άδεια ανέβηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι και στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Ρίζο και Γκιωνάκη.
Το όνομά του ως πρωταγωνιστής έπεσε στους τίτλους στην ταινία «Οι δοσατζήδες» του 1960. Από εκείνη την εποχή άρχισε να διαμορφώνεται και ο κινηματογραφικός του χαρακτήρας. Ο νευρικός και δραστήριος φουκαράς ή μικροεπαγγελματίας που προσπαθεί να φέρει σε βόλτα τη ζωή του. Ταινίες εκείνης της εποχής είναι «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης», «Αστροναύτες για Δέσιμο», «Το Πιθάρι», «Τύφλα να ΄χει ο Μάρλον Μπράντο» κ.ά. Θέλοντας να έχει «ελευθερία κινήσεων» στα πλατό ιδρύει το 1964 τη δική του εταιρία παραγωγής «Θ.Β. - Ταινίες Γέλιου». Συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Πάνος Γλυκοφρύδης, ο Ερρίκος Θαλασσινός. Σκηνοθέτησε και ο ίδιος επτά ταινίες ποτισμένες με ένα σουρεαστικό πνεύμα, που το τότε κοινό δεν μπόρεσε να αποδεχθεί, όπως: «Φανερός πράκτωρ 000», «Δοκτορ Ζι Βέγγος», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης;» κ.ά. Αυτά τα φιλμ –οικονομικές αποτυχίες– ανάγκασαν τον ηθοποιό να κλείσει χρεωμένος την εταιρία και να αναγκαστεί να πουλήσει ακόμα και τα δικαιώματα των έργων του. Συνέχιζε να συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη και το 1971 για την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» τιμάται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τα βραβεία κοινού και κριτικών. Τα έργα του τις επόμενες δεκαετίες έχουν έντονο κοινωνικό χαρακτήρα, όπως «Ο φαλακρός μαθητής», «Από πού πάνε για τη χαβούζα», «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», «Το Μεγάλο Κανόνι» κ.ά. Αποσύρεται σταδιακά τη δεκαετία του 1980. Aλλωστε η ελληνική κοινωνία δεν είναι η ίδια. Δεν συγκινείται πλέον με φτωχούς αγγέλους που πιστεύουν στην αλληλεγγύη. Παράλληλα οι κινηματογραφικές αίθουσες κλείνουν η μία μετά την άλλη. Η τηλεόραση κυριαρχεί και κάνει την εμφάνισή της η φτήνια της βιντεοκασέτας. Συνεργάστηκε σποραδικά και με την τηλεόραση. Εμφανίστηκε στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1995). Αξεπέραστες ήταν οι συμμετοχές του στο φιλμ του Παντελή Βούλγαρη «Hσυχες μέρες του Αυγούστου» (1991), «Oλα Είναι Δρόμος» (1998) και στην ταινία «Ψυχή Βαθιά» (2010).
Παράλληλα, το 1997, εμφανίζεται στην Επίδαυρο, στους «Αχαρνής» (1997) και την «Ειρήνη» (2001) του Αριστοφάνη.
Στην τηλεόραση εμφανίστηκε στη σειρά «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης» (1991) και την επόμενη δεκαετία στις σειρές «Eρωτας, όπως έρημος» (2003), «Περί ανέμων και υδάτων» (2002), «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου» (2006), «Βεγγαλικά» (ΕΡΤ) και «Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας» (2009). Συνολικά είχε παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής. Απέκτησε με τη γυναίκα του δύο γιους. Η νεκρώσιμος ακολουθία θα ψαλεί σήμερα από τον ιερό ναό της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο (2 μ.μ.).
Συλλυπητήρια
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας υπογραμμίζει στο συλλυπητήριο σημείωμά του για τον θάνατο του ηθοποιού: «Η είδηση του θανάτου του Θανάση Βέγγου προκαλεί πανελλήνια θλίψη και συγκίνηση. Hταν σπουδαίος, χαρισματικός, γεμάτος σπάνια καλοσύνη για τους ανθρώπους. Οι ταινίες του θα συνεχίσουν να ψυχαγωγούν πολλές γενιές ακόμη, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Στην οικογένειά του εκφράζω τα πιο θερμά μου συλλυπητήρια».
«Ο Θανάσης Βέγγος θα συμβολίζει πάντα κάτι μοναδικό και ιδιαίτερο για τον ελληνικό λαό, αφού έφερε βασικά χαρακτηριστικά ελληνικότητας: άνθρωπος του μέτρου, σεμνός και ταυτόχρονα δημιουργικός, με φιλοτιμία και διάθεση προσφοράς», σημειώνεται από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.
Ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου υπογραμμίζει στο σημείωμά του πως ο Θανάσης Βέγγος «χάρισε σε όλους μας στιγμές μεγάλης χαράς, αλλά ακόμα και φιλοσοφικού προβληματισμού. Eβγαλε στην επιφάνεια, με τους ρόλους του, με την ίδια του τη στάση, την ουσία της ανθρώπινης ζωής. Τον καθημερινό αγώνα που δίνουμε όλοι μας, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, αυτό που μας κάνει ανθρώπους – αυτό που τελικά μας ενώνει. Την ακατάπαυστη προσπάθεια και έμπνευση για τη ζωή».
Ο πρόεδρος της Κοινοβουλετικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας τονίζει στο σημείωμά του: «Ο Θανάσης Βέγγος βιοπαλαιστής και Μακρονησιώτης, αυτοδίδακτος και σπουδαίος ηθοποιός, σεμνός και ευγενής, ήταν η χαρακτηριστικότερη μορφή του λαϊκού πολιτισμού και της κουλτούρας».
Ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης σε απόσπασμα του σημειώματός του δηλώνει ότι «η Ελλάδα σήμερα πενθεί τον χαμό ενός μεγάλου κωμικού, του Θανάση Βέγγου. Ενός ανθρώπου σεμνού, απλού, που παρά τις δάφνες των επιτυχιών και την ευρεία αναγνωρισιμότητά του, έζησε διακριτικά, εντός σκηνής αλλά και εκτός αυτής. Mέσα από το γέλιο που χάριζε άφθονα στις ταινίες του ανέδειξε το ήθος και το φιλότιμο».
Τα βαθιά συλλυπητήριά του για τον θάνατο του ηθοποιού Θανάση Βέγγου εξέφρασε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τονίζοντας: «Ηθοποιός αυτοδίδακτος, εμπειρικός, ο Θανάσης Βέγγος ενσάρκωσε με το ξεχωριστό του πηγαίο ταλέντο, έναν αυθεντικό λαϊκό κινηματογραφικό ήρωα, που συγκίνησε, αγαπήθηκε, ταυτίστηκε με τα βιώματα και τα όνειρα της μεταπολεμικής Ελλάδας».
Τον Θανάση Βέγγο. Τον μεγάλο ηθοποιό και πάνω από όλα άνθρωπο, που γέμισε τις οθόνες των κινηματογράφων στις γειτονιές και χάρισε αυτό το απαραίτητο συστατικό, την ευθυμία. Και μίλησε σε ανθρώπους που ήξεραν τι σημαίνει μετερίζι για τα όνειρά τους και τα έκανε μεγάλα και ας ήταν για άλλους ταπεινά: μια δουλίτσα, ένα σπιτάκι και μια οικογένεια που να υπάρχει αγάπη.
Μεγαλώνοντας μαζί του όχι μόνο η γενιά που τον γνώρισε στην ασημένια οθόνη, αλλά και οι επόμενες από τις επαναλήψεις στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο, όπου υπάρχουν τα στιγμιότυπα από τις ταινίες του.
O Θανάσης Bέγγος «έφυγε» χθες τα ξημερώματα στα 84 του χρόνια. Hταν ο επίλογος του εγκεφαλικού επεισοδίου που τον οδήγησε στην Εντατική Μονάδα του "Ερυθρού Σταυρού" τον περασμένο Δεκέμβριο. Η ζωή του δεν ήταν ρόδινη, άλλωστε όπως ο ίδιος είπε βουρκωμένος όταν αποφάσισε να αφήσει το προσωπείο του διασκεδαστή τη βραδιά των εγκαινίων του Αμφιθέατρου «Θανάσης Βέγγος» στον Κορυδαλλό, το 2002, «στη γαλέρα της ζωής έχω τραβήξει άγριο κουπί».
Πέρασε από το αναμορφωτήριο της Μακρονήσου, δούλεψε ως παιδί για όλες τις δουλειές στα πλατό μέχρι να τον τιμήσει το κοινό. Πτώχευσε η εταιρία του. Και ξανασηκώθηκε έχοντας δίπλα του σε αυτό το ταξίδι για πάνω από 50 χρόνια τη σύζυγό του Ασημίνα. Υπήρξε λιγομίλητος στους δημοσιογράφους που τον πολιορκούσαν και δεν κράτησε ποτέ κακία. Στην τελευταία του δημόσια εμφάνιση, ακριβώς έναν χρόνο πριν τον θάνατό του, στην παραλαβή της τιμητικής διάκρισης από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, είπε απευθυνόμενος σε όλους: «Καλοί μου άνθρωποι, είστε πολύ καλοί και φιλόξενοι».
Ο Θανάσης Βέγγος ήταν μοναχοπαίδι του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγγου. Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927. Ο πατέρας του εργαζόταν στην Εταιρία Ηλεκτρισμού και υπήρξε αγωνιστής της εθνικής αντίστασης.
Για τη δράση του ο πατέρας του απολύθηκε, με αποτέλεσμα να στερέψουν τα έσοδα της οικογένειας. Αναγκάστηκε από μικρή ηλικία να εργαστεί κάνοντας το παιδί για όλες τις δουλειές και κυρίως τον βυρσοδέψη. Μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Στις σκηνές πάνω στους βράχους του νησιού έζησε για δύο χρόνια (1948-1950). Εκεί όμως έκανε μία γνωριμία που θα του άνοιγε απρόσμενα αργότερα την πόρτα του καλλιτεχνικού κόσμου: τον μετέπειτα σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Oπως θυμάται ο σκηνοθέτης, «κάποια στιγμή είδα έναν ρακένδυτο στρατιώτη να με πλησιάζει κρατώντας ξύλα από κουτιά».
Τα ξύλα τα προόριζε για να του φτιάξει ένα «κρεβάτι» έτσι ώστε να μην «ψοφήσει από το κρύο». Και έτσι έγινε, την επόμενη μέρα τον είχε επισκεφθεί και πάλι για να δει αν όντως κοιμήθηκε καλά.
Oταν και οι δύο απολύθηκαν ο Νίκος Κούνδουρος κάλεσε τον Θανάση Βέγγο να εργαστεί μαζί του. «Του έδινα ένα δίφραγκο την ημέρα για τα εισιτήρια του τραμ. Αργότερα έμαθα ότι ποτέ δεν πήρε το τραμ. Πήγαινε το δίφραγκο στη μητέρα του», λέει ο Νίκος Κούνδουρος. Μία μέρα ο σκηνοθέτης βλέποντάς τον να σκουπίζει του ζήτησε να παίξει στην ταινία του «Μαγική Πόλις». Ηταν το 1954.
Οσο για την ιδιαίτερη φύση του ηθοποιού, ο Νίκος Κούνδουρος σημειώνει: «Ο Θανάσης βίωνε. Ζούσε τον Θανάση Βέγγο. Hταν τόσο ισχυρή η φύση του, αυτό που του χάρισε ο θεός, ο διάβολος, δεν ξέρω ποιος του το χάρισε, που η παρουσία του καταργούσε και τα σενάρια και τους σκηνοθέτες. Υπήρχε μόνο ο Βέγγος και οι κάμερες».
Μέχρι το 1960 ο Θανάσης Βέγγος έπαιζε μικρούς ρόλους σε ταινίες, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής. Εκείνη την περίοδο το πρόσωπό του έγραψε σε ιστορικά φιλμ του ελληνικού κινηματογράφου όπως: «Ο δράκος», «Μανταλένα», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή». Το 1959 πήρε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ηθοποιού ως φυσικό ταλέντο. Με την απαιτούμενη άδεια ανέβηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι και στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Ρίζο και Γκιωνάκη.
Το όνομά του ως πρωταγωνιστής έπεσε στους τίτλους στην ταινία «Οι δοσατζήδες» του 1960. Από εκείνη την εποχή άρχισε να διαμορφώνεται και ο κινηματογραφικός του χαρακτήρας. Ο νευρικός και δραστήριος φουκαράς ή μικροεπαγγελματίας που προσπαθεί να φέρει σε βόλτα τη ζωή του. Ταινίες εκείνης της εποχής είναι «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης», «Αστροναύτες για Δέσιμο», «Το Πιθάρι», «Τύφλα να ΄χει ο Μάρλον Μπράντο» κ.ά. Θέλοντας να έχει «ελευθερία κινήσεων» στα πλατό ιδρύει το 1964 τη δική του εταιρία παραγωγής «Θ.Β. - Ταινίες Γέλιου». Συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Πάνος Γλυκοφρύδης, ο Ερρίκος Θαλασσινός. Σκηνοθέτησε και ο ίδιος επτά ταινίες ποτισμένες με ένα σουρεαστικό πνεύμα, που το τότε κοινό δεν μπόρεσε να αποδεχθεί, όπως: «Φανερός πράκτωρ 000», «Δοκτορ Ζι Βέγγος», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης;» κ.ά. Αυτά τα φιλμ –οικονομικές αποτυχίες– ανάγκασαν τον ηθοποιό να κλείσει χρεωμένος την εταιρία και να αναγκαστεί να πουλήσει ακόμα και τα δικαιώματα των έργων του. Συνέχιζε να συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη και το 1971 για την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» τιμάται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τα βραβεία κοινού και κριτικών. Τα έργα του τις επόμενες δεκαετίες έχουν έντονο κοινωνικό χαρακτήρα, όπως «Ο φαλακρός μαθητής», «Από πού πάνε για τη χαβούζα», «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», «Το Μεγάλο Κανόνι» κ.ά. Αποσύρεται σταδιακά τη δεκαετία του 1980. Aλλωστε η ελληνική κοινωνία δεν είναι η ίδια. Δεν συγκινείται πλέον με φτωχούς αγγέλους που πιστεύουν στην αλληλεγγύη. Παράλληλα οι κινηματογραφικές αίθουσες κλείνουν η μία μετά την άλλη. Η τηλεόραση κυριαρχεί και κάνει την εμφάνισή της η φτήνια της βιντεοκασέτας. Συνεργάστηκε σποραδικά και με την τηλεόραση. Εμφανίστηκε στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1995). Αξεπέραστες ήταν οι συμμετοχές του στο φιλμ του Παντελή Βούλγαρη «Hσυχες μέρες του Αυγούστου» (1991), «Oλα Είναι Δρόμος» (1998) και στην ταινία «Ψυχή Βαθιά» (2010).
Παράλληλα, το 1997, εμφανίζεται στην Επίδαυρο, στους «Αχαρνής» (1997) και την «Ειρήνη» (2001) του Αριστοφάνη.
Στην τηλεόραση εμφανίστηκε στη σειρά «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης» (1991) και την επόμενη δεκαετία στις σειρές «Eρωτας, όπως έρημος» (2003), «Περί ανέμων και υδάτων» (2002), «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου» (2006), «Βεγγαλικά» (ΕΡΤ) και «Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας» (2009). Συνολικά είχε παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής. Απέκτησε με τη γυναίκα του δύο γιους. Η νεκρώσιμος ακολουθία θα ψαλεί σήμερα από τον ιερό ναό της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο (2 μ.μ.).
Συλλυπητήρια
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας υπογραμμίζει στο συλλυπητήριο σημείωμά του για τον θάνατο του ηθοποιού: «Η είδηση του θανάτου του Θανάση Βέγγου προκαλεί πανελλήνια θλίψη και συγκίνηση. Hταν σπουδαίος, χαρισματικός, γεμάτος σπάνια καλοσύνη για τους ανθρώπους. Οι ταινίες του θα συνεχίσουν να ψυχαγωγούν πολλές γενιές ακόμη, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Στην οικογένειά του εκφράζω τα πιο θερμά μου συλλυπητήρια».
«Ο Θανάσης Βέγγος θα συμβολίζει πάντα κάτι μοναδικό και ιδιαίτερο για τον ελληνικό λαό, αφού έφερε βασικά χαρακτηριστικά ελληνικότητας: άνθρωπος του μέτρου, σεμνός και ταυτόχρονα δημιουργικός, με φιλοτιμία και διάθεση προσφοράς», σημειώνεται από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.
Ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου υπογραμμίζει στο σημείωμά του πως ο Θανάσης Βέγγος «χάρισε σε όλους μας στιγμές μεγάλης χαράς, αλλά ακόμα και φιλοσοφικού προβληματισμού. Eβγαλε στην επιφάνεια, με τους ρόλους του, με την ίδια του τη στάση, την ουσία της ανθρώπινης ζωής. Τον καθημερινό αγώνα που δίνουμε όλοι μας, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, αυτό που μας κάνει ανθρώπους – αυτό που τελικά μας ενώνει. Την ακατάπαυστη προσπάθεια και έμπνευση για τη ζωή».
Ο πρόεδρος της Κοινοβουλετικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας τονίζει στο σημείωμά του: «Ο Θανάσης Βέγγος βιοπαλαιστής και Μακρονησιώτης, αυτοδίδακτος και σπουδαίος ηθοποιός, σεμνός και ευγενής, ήταν η χαρακτηριστικότερη μορφή του λαϊκού πολιτισμού και της κουλτούρας».
Ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης σε απόσπασμα του σημειώματός του δηλώνει ότι «η Ελλάδα σήμερα πενθεί τον χαμό ενός μεγάλου κωμικού, του Θανάση Βέγγου. Ενός ανθρώπου σεμνού, απλού, που παρά τις δάφνες των επιτυχιών και την ευρεία αναγνωρισιμότητά του, έζησε διακριτικά, εντός σκηνής αλλά και εκτός αυτής. Mέσα από το γέλιο που χάριζε άφθονα στις ταινίες του ανέδειξε το ήθος και το φιλότιμο».
Τα βαθιά συλλυπητήριά του για τον θάνατο του ηθοποιού Θανάση Βέγγου εξέφρασε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τονίζοντας: «Ηθοποιός αυτοδίδακτος, εμπειρικός, ο Θανάσης Βέγγος ενσάρκωσε με το ξεχωριστό του πηγαίο ταλέντο, έναν αυθεντικό λαϊκό κινηματογραφικό ήρωα, που συγκίνησε, αγαπήθηκε, ταυτίστηκε με τα βιώματα και τα όνειρα της μεταπολεμικής Ελλάδας».