ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 30 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΝΟΕΜΒΡΗΣ 2003
«ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΓΙ’ AYTO
ΠΟΥ HMOYN, ΓΙ’ AYTO ΠΟΥ EKANA!
Τότε αισθανόμουν ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Στους
«μαυροσκούφηδες», στοΓουδί, είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της
πατρίδας, τα«παλιοκουμμούνια», όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν,
αυτά πίστευα.
Τι περιμένεις!.. Ούτε μια εφημερίδα δεν είχα διαβάσει μέχρι
τότε. Είχαγίνει και εγώ φασίστας. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα.
Στησυνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου. »
Ο Aνδρέας Σκευοφύλαξ,
ο έφεδρος στρατιώτης του τεθωρακισμένου άρματος που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο,
σπάει την τριαντάχρονη σιωπή του και αποκαλύπτει όσα συνέβησαν τη μαύρη νύχτα
που σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και στιγμάτισε για πάντα τη ζωή του.
«Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’αυτό που έκανα» λέει στην εκ βαθέων
εξομολόγησή του.
Μια στιγμή, μια ζωή.
Στη «μία και μοναδική φορά» που δέχθηκε να ξύσει «τις πληγές
του παρελθόντος», όπως λέει σε μια αποστροφή του λόγου του ο κ. Σκευοφύλαξ,
περιγράφει λεπτό προς λεπτό τη στρατιωτική επιχείρηση της χούντας, η οποία
ξεκίνησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου με την έξοδο των τανκς στους
δρόμους της Αθήνας και ολοκληρώθηκε στις
3.30 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, με την αιματοβαμμένη εισβολή στο Πολυτεχνείο.
Στη σπάνια μαρτυρία του ο κ. Σκευοφύλαξ μνημονεύει τις δραματικές στιγμές που
εκτυλίχθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, τις ειρηνικές εκκλήσεις των φοιτητών που
ηχούσαν στα αφτιά του σαν «κραυγές εχθρών τηςπ ατρίδας».
Τις διαταγές των αδίστακτων στρατιωτικών που πίστεψε ότι
ήταν «πατριώτες».
Θυμάται – τότε με χαρά, τώρα με
θλίψη – τον πόνο των φοιτητών που είδαν
το όνειρό τους να τσαλακώνεται κάτω από τις ερπύστριες που ο ίδιος έθεσε σε κίνηση,
τον τρόμο που ακολούθησε από τις λυσσαλέες επιθέσεις των αστυνομικών.
Το απαράμιλλο θάρρος του φοιτητή που γύρισε και του είπε:
«Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες μέσα;». Την οργή που του προκάλεσε και λίγο
έλειψε να τον οδηγήσει σεεν ψυχρώ δολοφονία. «Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο
τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα ακόμη, θα τον σκότωνα»!
Μετά την απόλυσή του από τον στρατό, ο A. Σκευοφύλαξ θα
μοχθήσει για να ζήσει. «Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες.
Εμένα που μου έμαθαν
να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές το KKE». Στα 30 του θα παντρευτεί,
θα αποκτήσει παιδιά.
Ζώντας σε μια γειτονιά των νοτίων προαστίων, όλα αυτά τα
χρόνια αποφεύγει να μιλάει για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας.
Οσες φορές θα τον
ρωτήσουν «τι σχέση έχεις με τον «πορτάκια» του Πολυτεχνείου;», θα μιλήσει για
«μακρινό ξάδελφο που σκοτώθηκε σε τροχαίο»!
Στη γυναίκα του θα ανοίξει την καρδιά του ύστερα από χρόνια.
Στα τρία παιδιά του δεν το έχει αποφασίσει ακόμη. «Είμαι ένας άνθρωπος που δεν
υπήρξε ποτέ20 χρόνων. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο»!
2003. Τριάντα χρόνια
μετά, ο άνθρωπος που γκρέμισε την πύλη του Πολυτεχνείου θα πει για τους
φοιτητές, τους νέους και τους εργαζομένους που αγωνίστηκαν για την πτώση της
χούντας: «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ηταν παλικάρια». Ο κ. Σκευοφύλαξ δεν θα
ξεχάσει τη φοιτήτρια που τραυματίστηκε κατά την εισβολή του τανκ, την
καθηγήτρια σήμερα του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου.«Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν
τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».
«O στρατιώτης A.
Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο»
«Στο μεροκάματο η ζωή
μου άλλαξε 180 μοίρες. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν μπορώ να έχω τα ίδια αιτήματα
με τους εργοδότες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τουςκομμουνιστές, ψήφισα δύο
φορές KKE»!
«Την ημέρα εκείνη
ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα
μήνες. Ημουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Τότε οι
«μαυροσκούφηδες» ήταν σώμα
επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή.
«Οι κομμουνιστές
καίνε την Αθήνα» μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο
κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου.
«Παλιοκουμμούνια» θα καλοπεράσετε!» λέγαμε».
Στα 20 χρόνια του ο A. Σκευοφύλαξ βρέθηκε στη δίνη του
κυκλώνα, στην επίλεκτη ομάδα του Σώματος των Τεθωρακισμένων κατέπνιξε την
εξέγερση των φοιτητών.
«Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου, η ίλη μου
πήρε εντολή να ετοιμαστεί για έξοδο. Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά μας
άρματα, κάτι γαλλικάAMX30.
Εγώ ήμουν οδηγός στο πρώτο άρμα που βγήκε στον δρόμο». Στο
ίδιο άρμα βρίσκονταν ο αξιωματικός Μιχάλης Γουνελάς, ως επικεφαλής, ο
ανθυπασπιστής Λάμπρος Κωνσταντέλλος, ως οδηγός εδάφους, ο λοχίας Στέλιος Εμβαλωμένος
και οΓιάννης Τίρπας.
«Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση
των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας,
όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν
κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία.
Με διάφορες μανούβρες αριστερά – δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα
τον δρόμο και προχωρήσαμε» θυμάται ο κ. Σκευοφύλαξ.
Ο δρόμος για τα τανκς ήταν ανοιχτός πλέον προς το Πολυτεχνείο.
«Οταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφ.
Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην
πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου
μία ώρα.
Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε «είμαστε αδέλφια,είμαστε
αδέλφια». Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα»!
Την έξοδο των τανκς από το Γουδί θα πληροφορηθούν οι
Αθηναίοι από τον εκφωνητή του Πολυτεχνείου, τον Δημήτρη Παπαχρήστο.
Παρά τις παρεμβολές της ΚΥΠ, το ραδιόφωνο των εξεγερμένων
φοιτητών θα μεταφέρει στους Αθηναίους τον ανατριχιαστικό συριγμό από τις
ερπύστριες των τανκς.
Ο εκφωνητής απευθύνει έκκληση στα «στρατευμένα νιάτα» να μη
χτυπήσουν. «Δεν θα χτυπήσουν τα παιδιά, τα αδέλφια μας οι φαντάροι, το φρούριο
της ελευθερίας, το μόνο μέρος της Ελλάδας που είναι ελεύθερο. Δεν έχουμε όπλα.
Προτάσσουμε μόνο ανοιχτά τα στήθη μας. Λαέ της Αθήνας, όλοι μαζί το σύνθημα:
λαός και στρατός μαζί. Δεν θα χτυπήσει ο στρατός!».
Με νεότερη εντολή των στρατιωτικών που κατευθύνουν την
επιχείρηση «Εκκένωσις του Πολυτεχνείου» τα πέντε τανκς προωθούνται προς το
Μουσείο.
H ώρα της αιματοβαμμένης επέμβασης πλησιάζει. «Μας είπαν να πάμε κοντά
στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι μπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναμε. Σταματήσαμε λίγα
μέτρα πιο πέρα». Στη θέα των τανκς εκατοντάδες φοιτητές πλησιάζουν στην πύλη,
ανεβαίνουν στα κάγκελα, φωνάζουν συνθήματα συναδέλφωσης.
Με διάφορους απειλητικούς ελιγμούς και μαρσαρίσματα που
ακούγονται σαν κανονιές, οι οδηγοί των τανκς προσπαθούν να κάμψουν το ηθικό των
φοιτητών. Ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου
απευθύνει νέα έκκληση να αποφευχθεί η αιματοχυσία.«Οι φαντάροι δεν ανήκουν στη
χούντα. H χούντα στηρίζεται στο μέταλλο, στηρίζεται στα τανκς, στο σίδερο. H
καρδιά των φαντάρων έχει τον ίδιο παλμό με τη δικιά μας. Αγαπάτε τους
φαντάρους. Ελληνικά στρατευμένα νιάτα, ο λαός δεν σας κρατάει κακία. Ξέρει ότι
είστε μαζί μας».
H ώρα έχει πάει 2 το πρωί. «Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα,
έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω.
Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα.
Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες
βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Εδειχναν πανικόβλητοι».
Ο κ. Σκευοφύλαξ φέρνει
στη μνήμη του τα φοβισμένα πρόσωπα των συνομηλίκων του που ήταν μέσα στο
Πολυτεχνείο. Χαμηλώνει το βλέμμα του. «Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν
μαμούνια που ήθελα να τα φάω»!.....