Σκληρή
απάντηση στον Λεωνίδα Γρηγοράκο και σε όσους εμφορούνται από τις ίδιες
ιδέες, δίνει ο Γιώργος Ελενόπουλος, στενός συνεργάτης του πρώην
πρωθυπουργού Γιώργο Παπανδρέου, αναφερόμενος στη δήλωση του αναπληρωτή
υπουργού Υγείας, που υποστήριξε ότι ήταν λάθος του κ. Παπανδρέου να
ζητήσει εκλογές το 2009, δηλώνοντας ότι το ΠΑΣΟΚ δεν θα ψήφιζε εκλογή
Προέδρου της Δημοκρατίας από την τότε Βουλή.
Ο κ. Ελενόπουλος τονίζει ότι δεν πρέπει να εξομοιώνονται οι πολιτικές
περίοδοι και να επιχειρείται «ενοχοποίηση» στάσεων εκ μέρους πολιτικών
δυνάμεων για να δικαιολογήσουν μια δήθεν συναίνεση την οποία
υποστηρίζουν.
Απορρίπτει το επιχείρημα Γρηγοράκου ότι ο Κ. Καραμανλής οδήγησε σε πρόωρες εκλογές τη χώρα το 2009 λόγω της άρνηση του ΠΑΣΟΚ να ψηφίσει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τονίζοντας ότι ο Καραμανλής είχε κλείσει τη Βουλή σχεδόν ένα χρόνο πριν, ετοιμάζοντας την έξοδό του, υπό το βάρος των δεκάδων σκανδάλων και της οικτρής κατάστασης στην οποία είχε οδηγήσει τη χώρα.
Σχετικά με τη διαδικασία εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας τονίζει ότι ο συνταγματικός νομοθέτης έκρινε και νομοθέτησε και την εκλογή Προέδρου και τη μη εκλογή, δίνοντας τη δυνατότητα σε 121 βουλευτές είτε να μη συμφωνήσουν με το προτεινόμενο πρόσωπο είτε για άλλους ουσιαστικούς πολιτικούς λόγους.
Επισημαίνει στον Λ. Γρηγοράκο ότι ο σεβασμός στη Συνταγματική και Κοινοβουλευτική τάξη δεν υπάρχει «α λα καρτ» και μάλιστα σε περιπτώσεις που δεν έχουν καμία σχέση όπως η περίπτωση του 2009. Και τον «καρφώνει», όπως κάνει και με όσους μαζί με τον κ. Γρηγοράκο ανάγκασαν την κυβέρνηση Παπανδρέου να παραιτηθεί, μη σεβόμενοι τη Συνταγματική και Κοινοβουλευτική τάξη, ούτε και τη βούληση του ελληνικού λαού.
Αλλά τη χαριστική βολή τη δίνει σε άλλο σημείο, όταν μιλάει για «εξευτελισμό», εκείνων που δεν περιορίζονται σε κάποιους συμβιβασμούς που μπορεί να γίνουν στο πλαίσιο μιας προγραμματικής συμφωνίας, αλλά εξευτελίζονται.
Τονίζει ότι όσοι θεωρούν ότι ο Καραμανλής οδήγησε τη χώρα σε εκλογές λόγω του Προέδρου της Δημοκρατίας «δίνουν συγχωροχάρτι στον Καραμανλή». Και ρωτά τον κ. Γρηγοράκο και όσους έχουν την ίδια άποψη, αν θα ήθελαν να είναι συμμέτοχοι σε ένα έγκλημα κατά της χώρας, εκλέγοντας Πρόεδρο από κοινού με μια κυβέρνηση η οποία έχει ευθύνη για δεκάδες σκάνδαλα, που διπλασίασε το χρέος και ανέβασε το έλλειμμα κοντά στο 16% και ψευδόταν στην ΕΕ δίνοντας ψεύτικα στοιχεία.
Ειδικότερα το σχόλιο του Γ. Ελενόπουλου έχει ως εξής:
«Ο Λεωνίδας Γρηγοράκος, μιλώντας χθες στον ραδιοφωνικό σταθμό ΒΗΜΑ,
μεταξύ άλλων, είπε: “Η εμμονή της αξιωματικής αντιπολίτευσης να
μπλοκάρει την εκλογή του προέδρου δεν είναι στόχος τόσο υψηλής πολιτικής
υπευθυνότητας. Θα μου πείτε, ότι ο Γιώργος Παπανδρέου το έκανε το 2009
και το ΠΑΣΟΚ. Άλλες εποχές, άλλα γεγονότα… Και θα πω και τη φράση του
πατέρα του, διότι μπορούσε το ΠΑΣΟΚ να το πει: mea culpa. Όχι ό,τι μας
βολεύει. Πρέπει να αναγνωρίζουμε και τα λάθη μας. Το Σύνταγμα δεν
φτιάχτηκε για να εκβιάζεται ούτε για να είναι τροχοπέδη στην πολιτική
σταθερότητα, γιατί πιστεύω ότι ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας
συμβολίζει την ευρύτερη πολιτική και κοινωνική αποδοχή. Άρα λοιπόν,
εμείς δεν είμαστε καθαροί απέναντι σ’ αυτό”.
Έπειδή, όμως, εμείς είμαστε καθαροί, πάντα για την ουσία του πράγματος και όχι για το τι υποστήριξε ο συγκεκριμένος πολιτικός, ας ξεκαθαρίσουμε ότι:
Δεν θα μπορούσε να μην εκφράσει κανείς τη συμφωνία του, αλλά σε ένα και μόνον σημείο από όλα αυτά: “Όχι ό,τι μας βολεύει”.
Γιατί, κατά τα λοιπά:
Πρώτον. Η Κυβέρνηση Καραμανλή, το 2009 εγκατέλειψε τη χώρα νύχτα και τρέχοντας, προκηρύσσοντας εκλογές στις 2 Σεπτεμβρίου – και πριν συμπληρωθούν 3 μήνες από την διεξαγωγή των ευρωεκλογών.
Και το έπραξε υπό το βάρος των δεκάδων σκανδάλων και των δημοσιονομικών δεδομένων της χώρας, για τα οποία οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι και μόνον αυτοί γνώριζαν και τα έκρυβαν.
Δεύτερον. Όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τον Οκτώβριο του 2009, ήταν αργά για να αποσοβηθεί η ζημιά που είχε προκαλέσει η κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά ευτυχώς, νωρίς για να αναλάβει επιτέλους μια κυβέρνηση την ευθύνη να σώσει τη χώρα από μια εθνική καταστροφή. Έστω και με μεγάλο πολιτικό κόστος, αφού οι πραγματικοί υπεύθυνοι αντί να αναλογιστούν τις ευθύνες τους απένατι στη χώρα και τον Ελληνικό λαό, όχι μόνον δεν ανέλαβαν καμία ευθύνη, αλλά εξαφανίστηκαν ψευδόμενοι.
Τρίτον. Θα ήταν καλό να μην ξεχνά όποιος ομιλεί δημοσίως, γιατί εκτίθεται, ότι ο ίδιος ο τότε Πρωθυπουργός, Κώστας Καραμναλής, είχε κλείσει τη Βουλή από την Άνοιξη, προφανώς με το ένα μάτι στραμμένο στα σκάνδαλα και το άλλο στην προετοιμασία της εξόδου του.
Τέταρτον. Θα ήταν επίσης καλό να μην ξεχνά, ότι πράγματι το ΠΑΣΟΚ ζητούσε εκλογές, αλλά δεν ήταν το ΠΑΣΟΚ που ανάγκασε τον κ. Καραμανλή να κάνει εκλογές. Ούτε και θα μπορούσε να τις επιβάλλει πριν από τις διαδικασίες εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Δηλαδή, μετά από τουλάχιστον μισό χρόνο και για να είμαστε ακριβείς, κάτι λιγότερο από έναν χρόνο σε σχέση με το κλείσιμο της Βουλής.
Πέμπτον. Θα ήταν επίσης καλό, να εξηγηθεί στον Ελληνικό λαό, από όσους έχουν την ίδια άποψη, αν ήθελαν να εκλέξουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, από κοινού με μια κυβέρνηση που ευθύνεται για πολλαπλάσια σκάνδαλα απ’ όσα βίωσε η χώρα από καταβολής της. Και προσθέτως, αν θα το έκανε με μια κυβέρνηση, που όπως αποδείχθηκε, διπλασίασε το χρέος και άφησε έλλειμμα κοντά στο 16%. Αλλά και με μια κυβέρνηση που ψευδόταν συνειδητά, ενημερώνοντας τις αρχές της ΕΕ, λίγα 24ωρα πριν από τις εκλογές του 2009, ότι το έλλειμμα θα φθάσει το 6%!
Γιατί αυτό, δεν αποτελεί συναίνεση για την εκλογή Πρόεδρου της Δημοκρατίας. Είναι συνενοχή σε έγκλημα.
Έκτον. Αν όσοι έχουν την ίδια άποψη, επιχειρούν να δώσουν συγχωροχάρτι στον κ. Καραμανλή, να βγουν και να το πουν καθαρά, έτσι ώστε ο ίδιοι να μην αισθάνονται ότι “δεν είναι καθαροί” – και όλοι οι υπόλοιποι να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας.
Τέλος. Η αφήγηση που μας βολεύει κάθε φορά – και πολύ περισσότερο αν δεν έχει σχέση με την αλήθεια – δεν αφορά παρά μόνον τις προσωπικές επιδιώξεις του καθενός.
Όχι την ιστορία.
Εξάλλου, ο σεβασμός στην Συνταγματική και Κοινοβουλευτική τάξη, δεν μπορεί να εκφράζεται κατά το δοκούν – ούτε μπορεί να έχει τον χαρακτήρα “α λα καρτ” συμπεριφοράς. Και βεβαίως, με την περίπτωση του 2009, ουδεμία σχέση έχει.
Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με άλλες στιγμές ακόμη και της πρόσφατης ιστορίας του τόπου, όπου κάποιοι με την στάση τους, ανάγκασαν κυβερνήσεις εκλεγμένες με την ψήφο του Ελληνικού λαού να αποχωρήσουν.
Χρειάζονται άραγε διευκρινήσεις επ’ αυτού;
Σε κάθε περίπτωση, πάντως και προκειμένου να είμαστε απολύτως σαφείς:
Όσοι ισχυρίζονται ότι, η κυβέρνηση Καραμανλή έφυγε το 2009 λόγω της προεδρικής εκλογής που θα γινόταν 6 μήνες μετά και όχι ότι κατά κυριολεξία “την έκανε” – φυγομάχησε, μπροστά στο φάσμα της ηθικής, πολιτικής και οικονομικής χρεοκοπίας που η ίδια είχε επιφέρει στη χώρα, το μόνο που κάνουν, πέρα από το να αγνοούν την αλήθεια, είναι να ξεπλένουν τις ευθύνες της κυβέρνησης που αποτελείωσε την Ελλάδα και την αξιοπιστία της την περίοδο 2004-2009.
Η κυβερνητική συνεργασία, μπορεί υπό προϋποθέσεις και πάντα στο πλαίσιο μιας προγραμματικής συμφωνίας, να δικαιολογεί κάποιους συμβιβασμούς. Όχι τον εξευτελισμό.
Αυτά, για την ιστορία και την αλήθεια.
Και όσα ακολουθούν, για την ουσία της διαδικασίας που αφορά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να μην χρειαστεί – ελπίζουμε – να επανέλθουμε.
Πρώτον. Το Σύνταγμα, προβλέπει ότι, απαιτούνται 180 ψήφοι για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Είναι προφανές πως, ο νομοθέτης, εν προκειμένω η Αναθεωρητική Βουλή,
έκρινε ότι, θα πρέπει να είναι σεβαστοί οι λόγοι που πιθανόν να προβάλει
ένας σημαντικός αριθμός Βουλευτών, δηλαδή 120 Βουλευτές – συν 1, για
την ακρίβεια, είτε αυτοί οι λόγοι αφορούν το πρόσωπο του προτεινόμενου
υποψηφίου Προέδρου της Δημοκρατίας, είτε αφορούν ουσιώδεις πολιτικούς
λόγους που μπορεί να απαιτούν την εκλογή του νέου Προέδρου από νέα
Βουλή, μετά από την διεξαγωγή εκλογών. Δηλαδή, από Βουλή η οποία θα έχει
προέλθει μετά από νέα λαϊκή εντολή.
Επομένως, ο νομοθέτης, προκειμένου να νομοθετήσει, έλαβε υπόψη του και την ουσία και την σημασία πολύ πιθανών ενστάσεων και ως εκ τούτου, θεώρησε εξίσουν θεμιτές και τις δύο επιλογές, είτε της συμφωνίας, είτε της διαφωνίας και συνακόλουθα της προσφυγής στην θέληση των πολιτών.
Αυτό έκρινε και αυτό θεσμοθέτησε. Αν είχε κρίνει διαφρετικά, θα είχε νομοθετήσει και διαφορετικά.
Δεύτερον. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, δεν είναι δυνατόν – ούτε θεμιτό αλλά και ηθικό -, να επιχειρείται οποιαδήποτε εξομοίωση διαφορετικών πολιτικών συγκυριών. Και επιπλέον, να επιχειρείται οποιαδήποτε “ενοχοποίηση” στάσεων εκ μέρους πολιτικών δυνάμεων, όχι επί της ουσίας, αλλά επί της διαδικασίας που ο ίδιος ο νομοθέτης έχει θεσμοθετήσει και μάλιστα, κάτω από την παραπλανητική ταμπέλα μιας δήθεν συναίνεσης.
Τρίτον. Για να είμαστε και επίκαιροι, η όποια στάση της αντιπολίτευσης σήμερα, και πιο συγκεκριμένα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί παρά να κριθεί υπό τις παρούσες συνθήκες και πάντως, όχι με την επίκληση υποτιθέμενων προβλέψεων που ουδεμία σχέση έχουν με τις προβλέψεις του νομοθέτη.
Τέταρτον. Επειδή πράγματι η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη από τη συνεννόηση, τη συνεργασία και τη συναίνεση ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων, προκειμένου να προωθηθούν οι ζωτικής σημασίας αλλάγες και μεταρρυθμίσεις και για την οριστική σωτηρία της χώρας αλλά και για την αλλαγή της και την απεξάρτησή της από τις πελατειακές αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές, θα ήταν καλό να δώσουν τη μάχη για αυτόν τον λόγο όσοι δημοσιολογούν περί μιας άνευ περιεχομένου συνεννόησης και όχι για οποιονδήποτε άλλον που δεν έχει σχέση με αυτό το διακύβευμα.
Και τέλος, πέμπτον, αλλά όχι ήσσονος σημασίας. Έχει διατυπωθεί από πολλού καιρού η άποψη περί της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, απευθείας από τους πολίτες. Μάλιστα, ο Γιώργος Παπανδρέου, έχει διατυπώσει την άποψη αυτή, σε ανύποπτο χρόνο, πιστός πάντα στην φιλοσοφία του περί ενίσχυσης της συμμετοχής του πολίτη και της συμβουλευτικής ή ακόμη και αποφασιστικής έκφρασής του.
Είναι γεγονός ότι, μια τέτοια απόφαση και με δεδομένη την υφή του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, απαιτεί σοβαρή, ουσιαστική και ευρεία συζήτηση. Όπως γεγονός είναι και ότι, ο λαϊκισμός που διαπερνά οριζόντια το πολιτικό μας σύστημα, επιβάλλει μια τέτοια συζήτηση.
Αντί, λοιπόν, να καταφεύγουν κάποιοι στην κατά περίπτωση και περίσταση προσέγγιση των εξελίξεων και των αναγκών της χώρας και του Ελληνικού λαού, ας θέσουν το ζήτημα της εκλογής του Πρόεδρου της Δημοκρατίας επί της ουσίας και στις πραγματικές του διαστάσεις και ας αφήσουν στην άκρη τις μεταθέσεις των προβλημάτων και τους εντυπωσιασμούς.
Έτσι κι αλλιώς, σε όσες ακροβασίες και αν καταφύγουν, δεν θα καταφέρουν να αποφύγουν τη μοναδική αλήθεια που η ίδια η πραγματικότητα αναδεικνύει:
Την ανάγκη της εκ βάθρων αλλαγής της χώρας.
Η αντιμετώπιση αυτής της αδήριτης ανάγκης, θα συμβάλλει και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ του πολίτη και της πολιτικής».