Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Στην εποχή μας, στην κεντρική
Ευρώπη υπάρχει μια παράξενη χώρα, άγονη και αχαρτογράφητη. Στα βουνά της και
τους βραχώδεις λόφους της, οι άνθρωποι έχουν τη μορφή γουρουνιού, εξ’ ου και τ’
όνομα της χώρας, Γουρουνία. Είναι άγριοι, τρώνε ρίζες, μιλούν μια βλάσφημη
γλώσσα, έχουν ντύμα από αρκουδοτόμαρα και ζουν σε κουμάσια ο ένας πάνω στον
άλλο σαν τα χοιρίδια.
Ανυπότακτοι, σκληροί και άκουροι,
έχουν εκπαιδευτές χιταριό, με το σάλιο του μίσους τούς μαθαίνουν να φτύνουν
σοφότερα δίποδα απ’ αυτούς. Κάνουν πορείες εκστρατείας σε γειτονικούς λαούς, σκοτώνουν
και πίνουν αίμα, με έπαρση μισθοφόρων βιάζουν έφηβες παρθένες, σε κάθε ληστρική
πορεία τους τραγουδούν κι ένα πολεμόχαρο τραγούδι.
Νότια της Γουρουνίας, κάτω από τον
Όλυμπο ως τον Ταϋγετο, απλώνεται μια άλλη χώρα που τη ζεσταίνει ένας
υπέρλαμπρος ήλιος και τη στεφανώνουν πελώριες μπούκλες από δυόσμους και
βασιλικούς. Τη λένε Ελληνίτσα και έχει το λαό της βγαλμένο από μήτρες χρυσές.
Γυμνάζεται στις ακρογιαλιές, το σώμα του είναι σκληρό σαν μέταλλο, το πνεύμα του οξύ, τρώει σύκα και
υδροπέπονα, τα βέλη του εξακοντίζει με ορμή σε κάθε κοκκινοπέτση, μαύρο ή λευκό
εχθρό.
Από άνθος σε άνθος πετώντας μια
μέλισσα στην Ελληνίτσα χώρα, το δρόμο της έχασε και στη Γουρουνία βρέθηκε. Στις
σκάφες των ποδιών της, αιμοδιψείς στρατηλάτες, βρήκαν μέλι, πονηροί τοκογλύφοι εν μια νυκτί
αποφάσισαν να εισβάλουν στη χώρα, τη γύρη να συλλέξουν από τις νηματώδεις εκβλαστήσεις των ανθών.
Θεόμουρλοι και σκληροί οι άγριοι
βόρειοι χοίροι την πολιόρκησαν. Χιλιάδες πολεμόχαροι, τον κάμπο βρώμισαν με
οσμές που ξέφευγαν από γουρουνίσια οπίσθια θρεμμένα. Προέταξαν δόρατα και σπαθιά και ζήτησαν να διαπραγματευθούν: Την
Ελληνίτσα ή τη σφαγή!
Ο αρχηγός της Ελληνίτσας, ένας Φαέθοντας
χρυσός, έλαμπε ολόλαμπρος. Ήξερε από πουδραρισμένα μουτσούνια που ζητούν την
κεφαλή του λαού επί πίνακι και πήρε την απόφαση να τους χορέψει στο ταψί.
Κάλεσε τις θερίστριες μάνες με τα δρεπάνια στους ώμους και τις έστησε μπροστά
στον εχθρό. Ύστερα έστειλε τον κήρυκα και με το εωθινό της ορτύκας έφερε τους
οπλισμένους φρουρούς. Μια γυναίκα ακαταμάχητη, ανυπότακτη με βλέμμα φωτιά μπήκε
ανάμεσά τους, ανάερη σαν φύλλο χρυσού. Κοίταξε τα βόρεια γουρούνια, ύστερα τους
Διόνυσους της πατρίδας της και είπε με τη φωνή της υψωμένη σαν θεριό, δίνοντας
την ασπίδα στον προεξάρχοντα πολεμιστή:
<< Ή ταν ή επί τας! >>
Ο Αλέξιος Α΄ ο αρχηγός, γέλιο σκληρό
εξακόντισε, την πρώτη κατραπακιά σβούριξε στο πρώτο ψωριασμένο βόρειο χοιρίδιο
που τον απείλησε, στο άρμα του ύστερα μ’ ένα πήδο βρέθηκε για να τους
πολεμήσει.
Τα ανθρωποχοιρίδια φοβήθηκαν, να, να
τους πήγε και το ‘βαλαν στα πόδια. Η
ξανθή χοντρόπετσος αρχηγός τους Κάνγελλα βράχηκε,, έφαγε της χρονιάς της και
έγινε μπουχός. Ο καροτσάκιας οικονομικός της εισπράκτορας, έτρεχε, οδηγούσε και
μετρούσε τις σφαλιάρες που του ‘πεφταν βροχή.
Έτσι έληξε το γιουρομακελειό. Κανένας
τους όμως δε φόρεσε τη λαμπερή μίτρα της
νίκης. Η κουκουβάγια του Μαξίμου θρηνεί και βλέπει πάλι την πλακουτσωτή
μουσούδα να θέλει να βοσκήσει στο βαθύ πράσινο της Ελληνίτσας.