Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Εποχή λαπάς. Ουδέν ακμάζει κι όλα φαίνονται
μέσ’ από δακρύβρεκτο όμμα. Αλυσοδεμένο το πνεύμα, μαραμένα τα φύλλα της ευώδους
μυρσίνης μας. Πιασμένοι σαν τους ποντικούς στη φάκα να τρώμε το ποτισμένο με
δηλητήριο τυράκι, ούτε ακούμε του αφρού το μουρμούρισμα, ούτε βλέπουμε το
ανθισμένο ροδάμι που τραγουδά όταν το χαϊδεύει ο άνεμος Ζέφυρος.
Λησμονήσαμε το ευ ζην, το ρίξαμε
στο κακώς ζην. Η χαρά μας μοιρολόι, τα χάδι μας αρπαχτικό πιράνχας, ο λόγος μας
μαραφέτι διαβόλου, η τερπνή κουβεντούλα μας Μέγαιρα Ερινύα, οι θείες εκλάμψεις
της συντροφιάς του φίλου, σάρισες Μακεδονικές που πληγώνουν σπλάχνα.
Εσωστρεφείς, ερημίτες σαν τον
ακριδοφάγο Άγιο Αντώνιο, οδοιπόροι των ηλεκτρονικών δρόμων, εράσμιοι φίλοι των e-mail με τα
μπατιρημένα αισθήματα. Δουλειά σαν τους είλωτες της αρχαίας όμορης Σπάρτης,
έγκλειστοι σε στρατόπεδα αιθάλης, άβουλοι και κουρεμένοι γουλί από τροϊκανούς
κουρείς και ημέτερους μαθητευόμενους μπαρμπέρηδες σε κεφάλια κασιδιάρηδων.
Διασκεδάρηδες τα Σαββατοκύριακα μέχρι να λαλήσουν οι κοκόροι, μεθώντες για την
εξωτερική εμφάνιση, τη σάπια από πύο μέσα μας μια δαφνούλα εγκράτεια να τη
γιατρέψουμε δε σπαταλάμε.
Βουτηγμένοι στη λάσπη από τα
χρέη, κι όμως ο βίος μας, βίος μας. Από
το ένα γυμναστήριο καλλονής στο άλλο, χοιρομέρι σε ταβέρνα δεν αφήνουμε,
στα χιονοδρομικά κέντρα των βουνών σκαπετάμε για ψύλλου πήδημα. Δηλώνουμε
χαμηλόμισθοι, γυαλίζουμε σαν σκαφάτοι, πατείς με πατώ σε, τρέχουμε στων πολιτικών τα πανηγύρια.
Αηδόνια για μας δεν κελαηδούν πια
και η ψυχή μας που αναλισκόταν παλιά σε μύρους σπαθίζει το ριζικό της και
κλαίει. Ονειρεύεται χαμένες γειτονιές, σκονισμένα στενά δρομάκια, ζεστούς
ανθρώπους, τραγούδια της αγάπης και της ξενιτιάς, το παραμύθι της
κοκκινοσκουφίτσας, το μύθο του Δαίδαλου, το καπνισμένο τσουκάλι που έβραζε το
φαί της λασπωμένης εργατιάς.
Φυλακισμένοι στα δυάρια κελιά
ξεχάσαμε το κόκκινο ρόδι και το πετειναράκι της γειτονιάς που έψαλλε στον όρθρο
το εύηχο κικιρίκου! Οι απόγονοί μας
σκύλο δεν έχουν δει και γαβ - γαβ στο ευήκοο ους τους δεν έχει ηχήσει. Οι
κάτοικοι του άστεως δεν ξεχωρίζουν το
ορνίθι από το ορτύκι και οι σπουδαγμένοι το φραγκόσυκο από το μήλο της
Πολιανής.
Οι εξάχρονοι παίδες το ερίφιο το περνάνε για αμνό και τον αμνό για
ερίφιο.
Πως γεννιέται ένα γατάκι το ξέρουν από το βιβλίο, κατσικουλά δεν έχουν
δει να γεννά το μικρό της και το γάλα το ξέρουν από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς.
Πού πάμε;
Ποιος οίδε;
Μάλλον δεν πάμε
αφού σαν το πουλί συνηθίσαμε στο κλουβί!