Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Μέρες τώρα ένας ασυνήθιστος αφηγηματικός λόγος σκορπούσε το φόβο και τον πανικό στους
κατοίκους της κωμόπολης στα νοτιοδυτικά του νομού και τους αφαιρούσε τη γαλήνη
και την ησυχία τους.
Έλεγε πως ένα θαλάσσιο κήτος
ξεβράστηκε στα νερά της θάλασσας, κοντά στο μικρό λιμανάκι της Αγίας Κυριακής
και τις εγκαταστάσεις του βιολογικού καθαρισμού. Ο όγκος του ήταν μεγάλος και
εκτόπιζε κάθε μικρό πλεούμενο και περίεργο κολυμβητή επισκέπτη που το πλησίαζε.
Οι αφηγήσεις για την εξωτερική
εμφάνιση του κήτους ήταν πολλές, αντιφατικές και συγκρουόμενες και δύσκολα τις
πίστευαν οι κάτοικοι. Ωστόσο η Φαντασία, ο Μύθος και ο Φόβος με το δικό τους
τρόπο μιλούσαν για ένα αδίστακτο και αιμοσταγές θαλάσσιο τέρας που του άρεσε να
σπάζει κόκαλα και να κόβει μέλη. Όταν αγρίευε ανατάραζε τα νερά που τα κύματά
τους έκρυβαν τον ήλιο τη μέρα και το φεγγάρι τη νύχτα. Κι όταν τραβιόταν
παρέσυραν τους βράχους της ακτής με πρωτοφανή ορμή και δυνατή βουή.
Μια όμως αφήγηση ενός ερασιτέχνη
ψαρά θεωρήθηκε αληθινή και γρήγορα μεταδόθηκε με αριστοτεχνικό τρόπο σ’
ολόκληρη την κωμόπολη. Είδε κι έπαθε,
έλεγε ο θαλασσόλυκος αυτός, να γλιτώσει από τα δόντια του σαν το συνάντησε μια
άγρια νύχτα με πανσέληνο στα αφρισμένα νερά και ένιωσε τη φοβερή ανάσα του να
του καίει το κορμί!
Το πρώτο πράγμα που τον
εντυπωσίασε όταν το πλησίασε ήταν, όπως έλεγε, το μεγάλο μήκος του που έφτανε
τα τριάντα μέτρα. Ακόμη το μαυροπράσινο χρώμα του που γυάλιζε εκτυφλωτικά κάτω
από το φως του φεγγαριού σαν πελώριο σκουλήκι. Ωστόσο παρά το φόβο του, άρχισε
να πλέει με το σκαρί του δίπλα του και να καταγράφει με κάθε προφύλαξη σαν
ειδικός ερευνητής την ενστικτώδη και ζωώδη συμπεριφορά του.
Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων
στην επιφάνεια και στο βάθος του νερού, του έδινε την αίσθηση πως κάθε τόσο και
λιγάκι το κήτος μεταμορφωνόταν, άλλαζε όψη και γινόταν πιο απειλητικό. Κι αυτό
το ένιωσε πολύ σαν ήρθε η στιγμή να παρασυρθεί από το κήτος και να βρεθεί μέσα
στη δύνη του εκτοπίσματός του. Τα νερά που με ορμή σκέπασαν το σκάφος του λίγο
έλειψε να το βυθίσουν. Έντρομος μετά απ’ αυτό απομακρύνθηκε με μικρές κινήσεις
σε ασφαλή απόσταση. Ένας ίσκιος που κινήθηκε κοντά στην πρύμνη του σκάφους και
τον αντιλήφθηκε με την αριστερή κόγχη του ματιού του, τον κράτησε σε αγωνία και
του ανέβασε τη φιλοπόλεμη διάθεσή του. Έτσι στρέφοντας το κεφάλι προς το μέρος
του νυχτερινού επισκέπτη, άρχισε να τον παρακολουθεί.
Στην αρχή νόμισε πως ένα μικρό σύννεφο που πλησίασε κι άγγιξε το σώμα του
φεγγαριού, θέλησε να τον τρομάξει και ταίριαξε με αφάνταστη πονηριά τροχιά και
φως, έτσι για να τον σκιάσει, χωρίς οίκτο και έλεος στην πιο κρίσιμη στιγμή της
αγωνία του!
Γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν έτσι! Κι
αμέσως μια κραυγή τρόμου ξέφυγε απ΄ τα χείλη του, τα χέρια του γλίστρησαν απ’
το πηδάλιο κι ο ίδιος βρέθηκε μπρούμυτα στην κουπαστή! Πεσμένος εκεί μπόρεσε και είδε στην αχλή της
νύχτας το θαλάσσιο κήτος που λικνιζόταν σαν δεινόσαυρος πιο πέρα στα
μαυρογάλανα νερά! Προσπάθησε να σηκωθεί και να πιάσει το τιμόνι αλλά γλίστρησε
και βρέθηκε και πάλι ξαπλωμένος. Και τότε μέσα στους πόνους και τη ζάλη του
διέκρινε στην ξέφρενη αντάρα των νερών το κήτος να ‘ρχεται κατά πάνω του! Στην
κυριαρχία πλέον της δύναμής του περίμενε την επίθεση, ανήμπορος ν’ αντιδράσει
και ν’ αντισταθεί. Χαμένος δεν του ‘μενε τίποτ’ άλλο πριν επέλθει το τέλος του,
να ψηλαφίσει με το βλέμμα του στη θαμπή λευκότητα των νερών, να δει και να
πάρει κάτι μαζί του στο σκοτεινό
βασίλειο του Άδη που θα κατέβαινε. Σύγκρυο τον έπιασε μ’ αυτό που είδε, φτερό
στον άνεμο η ψυχή του πετάρισε κι έλειψε να σβήσει. Στα αφρισμένα νερά δυο
κόκκινα μάτια τον κοίταζαν, ένα ανοιχτό στόμα με κοφτερά δόντια τον ορέγονταν!
Το κήτος ακίνητο λικνιζόταν,
παίζοντας με τα νερά και την αγωνία του.
Έβγαζε το κεφάλι του πότε – πότε έξω από τα νερά, κουνούσε την ουρά, βουτούσε
και σηκωνόταν με απρόσμενη φιλική και χαλαρή συμπεριφορά. Ο ψαράς όλα αυτά τα
θεώρησε καλό σημάδι, έλεγε. Θάρρεψε κι αποφάσισε να επιτεθεί και να δώσει την
έσχατη μάχη μαζί του. Έτσι με μα αποφασιστική στροφή του σώματός του, κατόρθωσε
και έπιασε το τιμόνι. Με μια απαράμιλλη ύστερα δεξιοτεχνία και με υψηλό σθένος
έστρεψε το σκάφος του πάνω στο κήτος. Κι αμέσως ετοιμάστηκε για τη θανατηφόρο
εμβολή του.
Η σκέψη του ήταν να το χτυπήσει
μετωπικά και να του λιώσει την κεφαλή με το πηδάλιο του σκάφους! Άλλαξε όμως
γνώμη γιατί θεώρησε υπερβολικό πως μπορούσε να σκοτώσει με τη μία ένα τόσο
μεγάλο κι άγριο κήτος. Κι αν αποτύγχανε και η δίνη των νερών αναποδογύριζε το
σκάφος; Κινήθηκε έτσι δεξιά του για να
το τραυματίσει και μετά με συνεχείς πλαγιοκοπήσεις και χτυπήματα να το
αποτελειώσει. Έτσι με αρκετή ικανότητα έφερε το σκάφος του κοντά του και ετοιμάστηκε με την πλώρη στραμμένη πάνω του να το εμβολίσει.
Το εγχείρημα φαινόταν εύκολο αλλά δεν
ήταν. Και τούτο γιατί η θέση του κήτους άρχισε ξαφνικά να μετατοπίζεται από
ισχυρά υπόγεια ρεύματα και να πηγαίνει σαν καρυδότσουφλο πότε αριστερά και πότε
δεξιά. Έτσι τη στιγμή που το σκάφος πήρε τη σωστή θέση και ο εμβολισμός του
κήτους ήταν βέβαιος η ένταση των υπόγειων
ρευμάτων το μετακίνησε πιο πολύ απ’ ότι έπρεπε και το μικρό πλεούμενο δε βρήκε
στόχο και παρασύρθηκε από τη δίνη του νερού. Ο ψαράς με απίστευτο θάρρος και
τεχνική μπόρεσε και το έφερε στα ίσια του πριν βυθιστεί. Νιώθοντας πια ασφαλής
ετοιμάστηκε για το μεγάλο χτύπημα.
Η μικρή όμως τώρα ορατότητα λόγω των
αφρισμένων νερών τον ανάγκασαν να αποφύγει κι αυτή τη φορά τη σύγκρουση και να
χρησιμοποιήσει άλλη τεχνική. Έτσι σε απειροελάχιστο χρόνο του ‘στειλε με δύναμη
τη βαριά σιδερένια τρίαινα κατ’ ευθείαν στο δεξί μάτι του. Μια απερίγραπτη
γοητεία τον πλημμύρισε για το θάρρος του και μαζί με τον επικείμενο τραυματισμό
του κήτους που τον περίμενε, ένιωσε ευτυχής.
Αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε ούτε ένα
δευτερόλεπτο να νιώσει νικητής γιατί ένας οξύς πόνος στο δεξί του χέρι
μαζί με την πλήρη παράλυσή του τον
σύνθλιψαν σωματικά και ψυχικά και τον
έκαναν να συνειδητοποιήσει πως ήταν ανήμπορος να συνεχίσει μέχρι τέλους τη μάχη
με το θηρίο. Κι όταν έβαλε το αριστερό του χέρι πάνω στην πληγή του δεξιού για
να βεβαιωθεί για το μέγεθος της πληγής, με φρίκη άγγιξε μια μεγάλη ουλή που
άρχιζε από το μέρος του ώμου κι έφτανε ως τον αγκώνα. Πρώτη σκέψη του ήταν να
βρει την αιτία αυτού του σοβαρού τραυματισμού του. Και με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό
του άρχισε να ψάχνει παντού σ’ όλο το κατάστρωμα τον αόρατο εχθρό του. Ώσπου το
γερό χέρι του έπιασε ένα σιδερένιο κρύο αντικείμενο ανάμεσα στο σωσίβιο και το
χοντρό καραβόσκοινο. Το ‘φερε στα μάτια του και το γνώρισε. Ήταν ένα από τα
κομμάτια της τρίαινας που έσπασε όταν χτύπησε το σώμα του κήτους! Αυθόρμητα
τότε ξεφώνισε μέσα στην παγερή νύχτα του τρόμου που τον έσφιγγε: <<
καταραμένο τέρας! Μου ξέφυγες τώρα αλλά
την άλλη φορά θα τα πούμε! >> και πανικόβλητος το άφησε στα κρύα νερά
τραβώντας νότια, έξω από το χώρο της σύγκρουσης. Ήξερε ένας μέρος που η θάλασσα
γαλήνευε, τα ρεύματα σταματούσαν και η έξοδός του στη στεριά θα γινόταν με
ασφάλεια και σιγουριά.
Τούτη η ιστορία με την απερίγραπτη
μαεστρία που τη διηγιόταν ο ψαράς έγινε πιστευτή, εντυπωσίασε τον κόσμο και την
είχε στα χείλη του σ΄ όλες τις στιγμές
της καθημερινότητας του. Κι όπως την διάνθιζε πολλές φορές και την άλλαζε με
άλλες ηρωικές αφηγήσεις, απόκτησε αρκετούς οπαδούς που την διέδιδαν με
υπέρμετρο ζήλο τονίζοντας με έμφαση τα μυθοπλαστικά στοιχεία της.
Ωστόσο η παραφιλολογία που αναπτύχθηκε
σε βάρος της ιστορίας την αποδυνάμωσε αρκετά με τον καιρό χωρίς όμως και να τη
ρίξει στον κάδο της λήθης. Αρκετούς τους έκανε καχύποπτους αμφιβάλλοντας για
την αληθοφάνειά της και τις αγαθές προθέσεις των αφηγητών. Πολλοί άρχισαν να
φοβούνται, οι πιο αφελείς απόφευγαν την επαφή τους με τη θάλασσα και οι ψυχικώς νοσούντες έβλεπαν την κατάθλιψή τους
να επιδεινώνεται.
Η αναπάντεχη αυτή εμφάνιση του
κήτους στα αβαθή νερά της θάλασσας κοντά στην ακτή της Αγίας Κυριακής, ανησύχησε
τους άρχοντες της πόλης, που αποφάσισαν να κινητοποιηθούν και να αντιμετωπίσουν
το σκληρό επισκέπτη. Γι’ αυτό μια νύχτα βρέθηκαν με κάθε μυστικότητα κοντά στην
ακτή που είχε εμφανιστεί το φοβερό κήτος.
Το σκοτάδι ήταν πυκνό, η θάλασσα
αγριεμένη και ο κρύος δυνατός αέρας που ξέβραζε το πέλαγος έκανε πολλούς να
μετανιώσουν για την επιλογή τους να βρεθούν εκεί. Προστατεύτηκαν στη στέγη του
μικρού υπόστεγου, κτισμένου για τις ανάγκες του προσωπικού του βιολογικού
καθαρισμού και δέχονταν με ανακούφιση την προστασία του από τα άσχημα καιρικά
φαινόμενα. Η ώρα περνούσε, η αγωνία
κορυφωνόταν και ο πρώτος άρχοντας που είχε και το πρόσταγμα της επιχείρησης στα
νερά αργούσε και δεν έλεγε να φανεί! Επί τέλους φάνηκε να περνά την σιδερένια
πόρτα του χώρου, να τους πλησιάζει και να σταματά μπροστά τους, φανερά
ανήσυχος. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά τους είπε: <<Δυστυχώς φίλοι μου,
είμαστε υποχείριοι ενός αδίστακτου
τέρατος που η περιπλάνησή του στα νερά της θάλασσάς μας, μας γεμίζει Υστερία
και Φόβο! Πιστεύω πως απόψε η αγωνία μας θα λήξει αφού δυο δύτες μας θα το
εντοπίσουν και θα μάθουν πολλά γι’ αυτό. Και τότε εύκολα θα μιλάμε για την αποθέωση
του ανθρώπου να τιμωρά τους εχθρούς του, προστατεύοντάς τον από την αλόγιστη
αρπακτικότητά τους >>.
Και μετά απ’ αυτά έδωσε εντολή
στους δυο οπλισμένους δύτες
να
βουτήξουν. Τους ζήτησε να εντοπίσουν το τέρας, και με τη βοήθεια του ναυτικού
συνεργείου να το ανασύρουν στη ακτή.
Οι δυο δύτες βυθίστηκαν στα νερά,
και με ιδιαίτερη προσοχή κατευθύνονταν προς το μέρος που έλεγαν οι φήμες πως
ξεβράστηκε το τέρας. Κολυμπώντας και πλησιάζοντας το μέρος του στο μυαλό τους δεν υπήρχε άλλη σκέψη
εκτός απ’ αυτή που είχαν πάρει και ρητά έλεγε: << Αν το εντοπίσουν
να μην προσπαθήσουν να το σκοτώσουν μόνοι τους. Κάθε σύγκρουση μαζί του ν’
αποφευχθεί και να επιστρέψουν να πάρουν
ενισχύσεις. Ηρωισμοί που θα έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους δεν χρειάζονταν
>>.
Οι δύτες έψαχναν, η αγωνία των
αρχόντων μεγάλωνε, ο Φόβος τους για μια κακή στιγμή των δυτών κάτω από τα
αφρισμένα νερά τούς τρέλαινε. Τότε ένας
φαντασιόπληκτος μην μπορώντας να τιθασεύσει τα φοβισμένα ένστιχτά του,
νόμισε πως διέκρινε στον ορίζοντα της θάλασσας που τον σκέπαζε πυκνό σκοτάδι το
φοβερό τέρας! Αμέσως στην ομήγυρη ξέσπασε μια παρά φύση συμπεριφορά, με
εκδηλώσεις υστερίας, έξαλλες κραυγές και κινήσεις αλλοφροσύνης. Κι όταν ύστερα
από ώρα πολλή είδαν τους δυο δύτες να βγαίνουν από τη θάλασσα και να τους
πλησιάζουν, κοντά τους έτρεξαν τα νέα τους ν’ ακούσουν. Τότε ο ένας απ’ αυτούς
με κουρασμένη φωνή τους είπε: <<
Τέρας δεν υπάρχει αλλά ένας τσιμεντένιος αγωγός, ασύνδετος που κολυμπάει! Θα
‘ναι του βιολογικού καθαρισμού, έργο κακής κατασκευής που η θάλασσα τον
νανουρίζει! Ψέματα είναι όλα αυτά, το τέρας τέλος! >>
Μια φλύαρη κουβέντα για λίγο, ένα
μουρμουρητό μετά και οι άνθρωποι στο υπόστεγο προσπάθησαν να φανούν γενναίοι.
Πίστεψαν πως τα κακό τέρας χάθηκε, η αγωνία τους έληξε και η φήμη που το ‘θελε
κοντά τους θα το ξέχναγε στο εξής. Κοιτάχτηκαν με υγιή συναισθήματα, χτύπησαν
με στοργή τις πλάτες ο ένας του άλλου, με όψη χαρούμενη στοιχήθηκαν να πάρουν
το δρόμο της επιστροφής.
Όμως η υπόκωφη βουή της θάλασσας με τα
κύματα βουνά που ξέρασε τους σταμάτησαν. Όλα τα σπλάχνα της χύθηκαν πάνω τους,
όλοι οι αέρηδες ενώθηκαν και τους σάρωσαν. Ήρθε και η βροχή, η καταιγίδα, ο
άγριος δρόλαπας ο φοβερός και τους τσάκισε, τους έριξε στα γόνατα. Ο ένας
έπιανε τον άλλον, οι τοίχοι έπεφταν, οι πόρτες και τα παράθυρα ξεκαρφώνονταν
και τα κομμάτια τους σκορπίζονταν εδώ κι εκεί. Σκληρό και ανελέητο το ξέσπασμα
της φύσης και δεν έλεγε να σταματήσει. Ώσπου βούλιαξε το υπόστεγο, οι τοίχοι
του έγιναν σωροί από σκουπίδια. Την πρώτη ομάδα που ξέφυγε από τα συντρίμμια,
στη θάλασσα τους έσπρωξε ένα μεγάλο κύμα.
<< Ένα καταραμένο μπουρίνι
είναι που θα περάσει γρήγορα! >> είπε ο δήμαρχος σε όσους έμειναν γύρω
του και κρατήθηκε με το χέρι του στο
σφηνωμένο σίδερο του τοίχου. Δεν πρόλαβε να πει τίποτ’ άλλο. Ένα λυσσασμένο
κύμα τον ρούφηξε, ύστερα τους άλλους, και τους έπνιξε μες στα θολά νερά του.
Πίσω τους νερά πολλά νερά και λερωμένα από σκουριές, λάδια και μπογιές παλιά
φτιασίδια μιας όμορφης ζωής ακολουθούσαν και ύστερα πάλι πιο πίσω άλλη φουρνιά
με πέτρες, ξύλα και αέρα ψυχρό, κυλούσαν κάτω από το μαύρο ουρανό.