Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Γιατί είσαι απών;
Γιατί δεν
παραδίδεις τίποτα;
Τη σάρισα πένα σου τι την κρατάς;
Περιμένεις τον Αναγνωστάκη πρώτα να κλάψει το
Χάρη του και μετά να την εξακοντίσεις στους εχθρούς;
Τόσοι Χάρηδες νεκροί, τόσοι σαλταρισμένοι σε
τρώγλες και καπνούς, τόσοι σκυφτοί βασανισμένοι απ΄ τη φτώχεια, τυφλώθηκες και
δεν τους βλέπεις;
Δε βλέπεις << πως
στη σκοτεινή ταβέρνα >> που λέγεται Ελλάς, << πίνουμε όλοι μέθυσοι
και γυμνοί, σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα όπου μας βρει μας πατεί και δειλοί,
μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα! >>
Δε βλέπεις τα δέντρα που κλαίνε, τα
κλαδιά που σπάζουν, τα έρημα λημέρια που στενάζουν, τα μονόπατα και τα δίπατα
τα γκρεμισμένα, τις κρύες βρυσούλες που στερεύουν, το ψωμί που λιγοστεύει, το
κρασί μας που πίνετε ξεροσφύρι; Τις
λαβωματιές του Έλληνα, τον ακρωτηριασμό του οφειλέτη, το διαμελισμό του δουλευτή,
τις νυχιές του εργοδότη στα σιτεμένα
σώματα του εργάτη;
Τραγούδα του με τη φλογέρα σου να
εγερθεί. Γλύκανε το ανόσιο ψωμί του με τραγούδι αφίμωτο από τη σκοτεινιά. Βάλε
στην τσουρουφλισμένη ψυχή του φτερά περιστέρας λευκής. Ένα στίχο σου στα χείλη
του γράψε σαν αυτό: << Τύραννοι του κόσμου! σπαρταρείστε! και σεις αμαρτωλοί δούλοι, ανδρωθείτε,
εξεγερθείτε! >>
Και μετά κι άλλον για τους δυνάστες
μας τους φριχτούς: << Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας
επέθαινε από αηδία… Σιωπηλοί, θλιμμένοι με σεμνούς τρόπους θα διασκεδάζαμε όλοι
στην κηδεία>>. Ακόμη θύμισέ τους
πως είναι, << Αγριάνθρωποι, γέροι, φιλάργυροι, μανιακοί. Νέγροι
αυτοκράτορες, παλιές φαγούρες, ρουφάνε αφορολόγητο ποτό απ’ το εργοστάσιο του
σατανά, την ψυχή τους σε νύχτες ηδονής την ξεπουλάνε >>.
Τι ξέρουν αυτοί από μεροκάματο, τροπικό κλίμα,
από γενειοφόρους άνεμους που φέρνουν την αρρώστια.
Πέρα απ’ τη Βουλή τίποτα. Κι
όμως: << πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότια Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια…
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’
ανάβει, χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει…
Η λαμαρίνα!
Η λαμαρίνα όλα τα
σβήνει. Μας έσφιξε το kuro siwo (πούσι
) σαν μια ζώνη κι εσύ κοιτάς ακόμη απ’
το τιμόνι,,, >>
Ανεπαρκείς
αυτοί, όχι εσύ, άνθρωπε πνευματικέ, φανέρωσε με το φως σου, την παραλυσία και
την πένθιμη σιωπή της χώρας μας, στηλίτευσε το έργο και το λόγο των πολιτικών
τζουτζέδων, σκιαγράφησε την ποιότητα ζωής, ζωγράφισε τη χαρά της φιλίας,
κόσμησε με λόγο ευφάνταστο την απόλαυση της βραδινής συντροφιάς, διαφήμισε το καλό τραγούδι, προπαγάνδισε την
ωφέλιμη συνέντευξη, τους καημούς της καθημερινότητας αφηγήσου με θεία έμπνευση.
Πριν στο άπειρο σιωπήσουμε, στράτευσε δυο
μάχιμους στίχους σου μπρος στη θύρα του ήλιου μας να τη φρουρούν.