Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ο μπάρμπα Γιάννης, δεινός κρασοπότης,
όπως έχουμε πει, τα ‘χε πιει εκείνο το
μεσημέρι με παρέα στου Ψαρούλια το μαγαζί.
Ο Μήτρος ένα ζερζέκι του χωριού τον πείραζε
όπου τον έβλεπε. Οι ουκ ολίγοι κολλητοί
τους γελούσαν και ο μπάρμπα Γιάννης γινόταν
γαμψόνυχας κόρακας έτοιμος να τους πιει
το αίμα, βρίζοντάς τους σε γλώσσα γαλλιστί.
Το καλοκαίρι ο μπάρμπα Γιάννης είχε
επαγγελματικά χαμόγελα μέχρι δακρύων.
Διορίστηκε νεροφύλακας και θα γευόταν
ψαρολιχουδιά, φθηνή μεν αλλά τονωτική
που θα την κατέβαζε κάτω σαν πεινασμένος
λέοντας. Αλίευσε μια αγροτική στολή, φόρεσε
κάσκα, άφησε γένι μακρύ και πυκνό και
έκανε δρομολόγια στα κηπευτικά να ρυθμίζει
την ύδρευση. Κουρασμένος από ένα τέτοιο
δρομολόγιο το μεσημέρι έκατσε στου Ψαρούλια
το μαγαζί με την παρέα του κι άρχισε να
τα πίνουν. Πιες – πιες έγιναν στουπί,
οι νευρώνες τους χαλάρωσαν, τα λόγια τους
σκορπούσαν σαν πουλιά, ο κόσμος έγινε
μια γροθιά που τον χτυπούσαν με δύναμη
στο τραπέζι. Ο Μήτρος κάθισε κι αυτός,
ήπιε και ήρθε στο τσακίρ κέφι. Έβγαλε
τσιγάρο ο μπάρμπα Γιάννης να φουμάρει,
το κόλλησε στο στόμα κι έκανε μια έτσι
να βγάλει το τσακμάκι απ’ την τσέπη.
Τον πρόλαβε ο Μήτρος τράβηξε το δικό του
και μ’ ένα τσακ προθυμοποιήθηκε να του
το ανάψει. Το χέρι έκανε πως του ‘φυγε,
η φλόγα βρήκε το γένι που άρπαξε φωτιά.
Ευτυχώς ο κάπελας έριξε πάνω την πετσέτα,
έσβησε τη φωτιά και μαζί το << οχ! >>
των κολλητών. Το χρ…. … τον βλαστήμησε
ο μπάρμπα Γιάννης και πήγε να τον αρπάξει.
Ο Μήτρος πετάχτηκε έξω, έγινε Λούης και
σκαπέτηκε στο μαντρί.
Μια βδομάδα αργότερα ο μπάρμπα
Γιάννης τα ‘πινε πάλι. Καθόταν με τρεις
καμινιάρηδες και τα ‘λεγαν. Έβαλε μια
πινέζα ανάποδα σε μια καρέκλα και περίμενε
το Μήτρο. Ήραν σούρουπο και είπε στον
κάπελα όταν του κλείσει το μάτι να σβήσει
τη λάμπα. Προχωρούσε το σούρουπο, η νύχτα
έπεφτε στα πέριξ, στους δρόμους λίγοι
θόρυβοι, στον ουρανό άστρα που τρεμόσβηναν.
Η μυρωδιά του κρασιού έφερε το Μήτρο στο
τραπέζι, όρθιος για λίγο άκουσε το μπάρμπα
Γιάννη να τραγουδά, <<μια νύχτα θα μεθύσει
και θα με παρατήσει να πιω ακόμα μια γουλιά…
>> και κάθισε.
Η πινέζα μπήκε στη σάρκα
του, ο πόνος του έκοψε την
ανάσα, το στερέωμα και η χίμαιρα
τον πλάκωσαν και πετάχτηκε πάνω. <<
Να δω >> του είπε ο μπάρμπα Γιάννης,
η λάμπα έσβησε, ακούμπησε το αναμμένο
τσακμάκι στον πισινό του, έψαχνε, ψηλαφούσε,
ανίχνευε, μουρμούριζε, ώσπου τον τσουρούφλισε!
Το ‘βαλε στα πόδια ο Μήτρος. Τώρα δεν
είχε να πηδήσει σκίντα και βράχους αλλά
χρυσαφένια και ξεκαρδιστικά γέλια που
έμπαιναν μπροστά του απ’ όλο τον αχό
του κόσμου.
Σε λίγο επέστρεψε. Ιδιόμορφος
και πολυσχιδής, άπλωσε το χέρι.
Το ‘δωσε στον μπάρμπα Γιάννη, του
‘σφιξε το δικό του και του είπε, ιπποτικά
και πανηγυρικά: << Μία μου και μία σου!
Πατσίσαμε τώρα! >>