Λιγοστοί
είναι οι άνθρωποι που αποτολμούν να κυκλοφορήσουν στους δρόμους του Σάο
Πάολο αυτές τις μέρες, όμως ο Έρικ Τιάγκο δεν θα σταματήσει να δουλεύει,
να κάνει διανομές με το ποδήλατό του, τουλάχιστον μέχρι να αρρωστήσει
και ο ίδιος ή μέχρι να τον αναγκάσει η κυβέρνηση να κλειστεί στο σπίτι
του.
Την ώρα που οι κάτοικοι αυτής της μεγαλούπολης των 12 εκατομμυρίων μένουν στα σπίτια τους λόγω της επιδημίας του νέου κορονοϊού, ο 22χρονος φεύγει με το ποδήλατό του από τη φαβέλα όπου ζει, στα νότια προάστια, για να μεταφέρει τρόφιμα, φάρμακα και ό,τι άλλο του ζητήσουν οι πλούσιοι πελάτες των εύπορων συνοικιών. Χωρίς να φοράει προστατευτική μάσκα, έχοντας μόνο ένα μικρό μπουκάλι αντισηπτικού για να βάζει στα χέρια του ανάμεσα στις παραδόσεις, ξέρει ότι εκτείθεται σοβαρά. Θέλει όμως να συνεχίσει για να βάλει στην άκρη λίγα μετρητά, για την περίπτωση που η κατάσταση χειροτερεύσει.
Στη Βραζιλία, όπου υπάρχουν περίπου 3.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 77 νεκροί, η μεγαλύτερη πόλη έχει νεκρώσει. Άνθρωποι σαν τον Τιάγκο, συνήθως νεαροί, φτωχοί άνδρες από τις φαβέλες ή τις παραγκουπόλεις, βοηθούν τους άλλους να παραμείνουν στα σπίτια τους.
Ο Τιάγκο είναι ένας από τους 200.000 ανθρώπους στη Λατινική Αμερική που κάνουν παραδόσεις για την εφαρμογή Rappi. Δεν είναι μόνο μια εφαρμογή για ντελίβερι από εστιατόρια: στους διανομείς δίνονται επίσης λίστες με ψώνια που τα αγοράζουν με μια πιστωτική κάρτα, πληρωμένη από τον πελάτη. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, οι παραγγελίες που λαμβάνει ο Τιάγκο άλλαξαν. Τώρα, αντί για φαστ φουντ παραδίδει προϊόντα μακράς διαρκείας για να κάνουν απόθεμα οι πελάτες του. Ένας από αυτούς ζήτησε να του στείλουν 70 κουτάκια αναψυκτικού.
Την Πέμπτη, ο νεαρός παρέδωσε μεταξύ άλλων χλωρίνη, λουκάνικα και αντιβακτηριδιακό σαμπουάν για σκύλους. Άλλες φορές, οι παραγγελίες είναι πιο περίεργες: αγόρασε Βιάγκρα για έναν ευγνώμονα πελάτη του.
Η δουλειά του Τιάγκο και των συναδέλφων του θεωρείται «ουσιαστικής σημασίας» από τις τοπικές αρχές, αλλά αυτός ο έπαινος δεν τον βοηθά και πολύ. Τις καλές ημέρες, βγάζει μέχρι και 20 δολάρια (100 ρεάλ). Την Πέμπτη, κατά τις πέντε ώρες που τον ακολουθούσαν οι δημοσιογράφοι του πρακτορείου Reuters έβγαλε μόλις 31 ρεάλ, και τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα προέρχονταν από τα φιλοδωρήματα.
«Πριν από την επιδημία κανείς δεν έδινε φιλοδώρημα» σχολίασε ο νεαρός, εκφράζοντας την ελπίδα ότι λόγω της πανδημίας θα αναγνωριστεί το έργο του. «Τώρα μας βάζουν στην ίδια κατηγορία με τους ναρκομανείς», είπε.
«Κάποιες φορές όταν είμαι στον δρόμο ο κόσμος με ευχαριστεί για τη δουλειά που κάνω», άλλες φορές όμως η αδικία τον πονάει. Σε μια παραγγελία, αγόρασε τρεις ντομάτες, μια πιπεριά, δύο πατάτες, μπέικον και λουκάνικα από ένα σουπερμάρκετ. Όταν είδε που έπρεπε να τα παραδώσει, διαπίστωσε ότι η διεύθυνση του πελάτη απείχε μόλις 30 μέτρα. Ένας νεαρός προγραμματιστής, λίγο πάνω από τα 20, παρέλαβε τα ψώνια, εξηγώντας ότι μένει στο σπίτι για την ασφάλειά του.
«Δεν θύμωσα, αλλά αυτό είναι ένα προνόμιο που έχει αυτός. Θα ήθελα κι εγώ να μείνω σε καραντίνα στο σπίτι, αλλά...»
Την ώρα που οι κάτοικοι αυτής της μεγαλούπολης των 12 εκατομμυρίων μένουν στα σπίτια τους λόγω της επιδημίας του νέου κορονοϊού, ο 22χρονος φεύγει με το ποδήλατό του από τη φαβέλα όπου ζει, στα νότια προάστια, για να μεταφέρει τρόφιμα, φάρμακα και ό,τι άλλο του ζητήσουν οι πλούσιοι πελάτες των εύπορων συνοικιών. Χωρίς να φοράει προστατευτική μάσκα, έχοντας μόνο ένα μικρό μπουκάλι αντισηπτικού για να βάζει στα χέρια του ανάμεσα στις παραδόσεις, ξέρει ότι εκτείθεται σοβαρά. Θέλει όμως να συνεχίσει για να βάλει στην άκρη λίγα μετρητά, για την περίπτωση που η κατάσταση χειροτερεύσει.
Στη Βραζιλία, όπου υπάρχουν περίπου 3.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 77 νεκροί, η μεγαλύτερη πόλη έχει νεκρώσει. Άνθρωποι σαν τον Τιάγκο, συνήθως νεαροί, φτωχοί άνδρες από τις φαβέλες ή τις παραγκουπόλεις, βοηθούν τους άλλους να παραμείνουν στα σπίτια τους.
Ο Τιάγκο είναι ένας από τους 200.000 ανθρώπους στη Λατινική Αμερική που κάνουν παραδόσεις για την εφαρμογή Rappi. Δεν είναι μόνο μια εφαρμογή για ντελίβερι από εστιατόρια: στους διανομείς δίνονται επίσης λίστες με ψώνια που τα αγοράζουν με μια πιστωτική κάρτα, πληρωμένη από τον πελάτη. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, οι παραγγελίες που λαμβάνει ο Τιάγκο άλλαξαν. Τώρα, αντί για φαστ φουντ παραδίδει προϊόντα μακράς διαρκείας για να κάνουν απόθεμα οι πελάτες του. Ένας από αυτούς ζήτησε να του στείλουν 70 κουτάκια αναψυκτικού.
Την Πέμπτη, ο νεαρός παρέδωσε μεταξύ άλλων χλωρίνη, λουκάνικα και αντιβακτηριδιακό σαμπουάν για σκύλους. Άλλες φορές, οι παραγγελίες είναι πιο περίεργες: αγόρασε Βιάγκρα για έναν ευγνώμονα πελάτη του.
Η δουλειά του Τιάγκο και των συναδέλφων του θεωρείται «ουσιαστικής σημασίας» από τις τοπικές αρχές, αλλά αυτός ο έπαινος δεν τον βοηθά και πολύ. Τις καλές ημέρες, βγάζει μέχρι και 20 δολάρια (100 ρεάλ). Την Πέμπτη, κατά τις πέντε ώρες που τον ακολουθούσαν οι δημοσιογράφοι του πρακτορείου Reuters έβγαλε μόλις 31 ρεάλ, και τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα προέρχονταν από τα φιλοδωρήματα.
«Πριν από την επιδημία κανείς δεν έδινε φιλοδώρημα» σχολίασε ο νεαρός, εκφράζοντας την ελπίδα ότι λόγω της πανδημίας θα αναγνωριστεί το έργο του. «Τώρα μας βάζουν στην ίδια κατηγορία με τους ναρκομανείς», είπε.
«Κάποιες φορές όταν είμαι στον δρόμο ο κόσμος με ευχαριστεί για τη δουλειά που κάνω», άλλες φορές όμως η αδικία τον πονάει. Σε μια παραγγελία, αγόρασε τρεις ντομάτες, μια πιπεριά, δύο πατάτες, μπέικον και λουκάνικα από ένα σουπερμάρκετ. Όταν είδε που έπρεπε να τα παραδώσει, διαπίστωσε ότι η διεύθυνση του πελάτη απείχε μόλις 30 μέτρα. Ένας νεαρός προγραμματιστής, λίγο πάνω από τα 20, παρέλαβε τα ψώνια, εξηγώντας ότι μένει στο σπίτι για την ασφάλειά του.
«Δεν θύμωσα, αλλά αυτό είναι ένα προνόμιο που έχει αυτός. Θα ήθελα κι εγώ να μείνω σε καραντίνα στο σπίτι, αλλά...»