Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δεν ξέραμε τότε το KOLOR GEL,
ούτε τις κρέμες ενυδάτωσης και τις
αντιλιακές.
Γυμνοί βουτούσαμε στις γούρνες της ρεματιάς, ξυπόλητοι τρέχαμε να
στήσουμε πλακοπαϊδες για να πιάσουμε αετομάχια, ώρες ολόκληρες στηνόμαστε κάτω
από τις κοκορεβιθιές για να σκοτώσουμε με τη σφεντόνα σταρήθρες και συκοφάγους.
‘Όχι! Δεν είχαμε τα σημερινά βιοχημικά εδώδιμα. Λίγο το φαγητό,
το λάδι και το ψωμί, λίγες και οι ντομάτες με τις πατάτες.
Έτσι χαιρόμαστε πιο
πολύ το σώμα του καλοκαιριού, τις σκουριασμένες ψυχές μας από τα ανήλιαγα
δωμάτια και τη σκόνη του πίνακα στα θερισμένα και στις ακρογιαλιές γιατρεύαμε.
Κλείνοντας το σχολείο
κάναμε μπρατ. Οι κοντινοί στη θάλασσα γέμιζαν κιόλας λέπια, ονειρεύονταν
τρικούβερτα μπάρκα, περπατούσαν κι έκαναν νοερά μακροβούτια σαν δέλφινες. Οι
καμπίσιοι έβλεπαν να παίρνουν νυχτερινούς υπνάκους σε αρωματισμένες αγκαλιές με σγουρούς
βασιλικούς, οι βουνίσιοι να παίζουν φλογέρα
με τους τσοπάνηδες στις πλαγιές.
Συμμαθήτριες με αλατζαδένια φουστάνια παρηγορούσαν όσους
έφαγαν τη << φόλα >>, στους
προβιβασμένους ζητωκραύγαζαν << σε
ανώτερα και γιατροί!>>
Έξω από το σχολείο μετά ο
καθένας μας έπαιρνε την τρυγόνα του και περπατούσαμε στων ερώτων μας το δρόμο.
Σκονισμένος ο νους μας από την κιμωλία όπως και ο δικός τους, θέλανε να
τριφτούν πάνω μας σαν χαϊδεμένες
γατούλες και να ξεσκονιστούν. Κι όσο πλησίαζαν θρόιζε η ανάσα τους σαν τη δάφνη
στο φύσημα του ανέμου, αεροσάλευαν οι μπούκλες των μαλλιών τους,, ανθοί ρόδινοι
χρωματίζονταν τα παχύσαρκα χείλη τους.
Απλώναμε τα χέρια να τις
πιάσουμε. Το έβλεπαν αυτές, γίνονταν φωτεινότεροι ήλιοι, το μυριάκριβο άρωμα
του κορμιού τους μας έστελναν, το κάλλος τους το αυθάδες θρασύτατα εσκόρπιζαν
να μας μεθύσει και να μας ανεβάσει στ’ άστρα.
Και τότε η Μούσα μέσα μας άδουσα
τους έλεγε: << Είσθε βασίλισσες, π’ όλον τον κόσμο ορίζετε, σαν θέλετε
μας παίρνετε τη ζωή, σαν θέλετε τη χαρίζετε!>>. Γελούσαν για να πιάσουν αυτές το ερωτικό τους:
<< Κυπαρισσάκια μας ψηλά, ποια βρύση σας ποτίζει που στέκεστε
πάντα δροσερά στου ανθού το
μετερίζι !>>.
Ασπίδες προκλητικές τα στήθη τους μας τρέλαιναν. Τ΄
αγέρι σάρωνε τα φαρδιά φουστάνια τους και προχωρούσαμε. Κοντά στην πλατεία
βλέπαμε τους τεμπέληδες να λιάζονται αραγμένοι σαν βόες στις καρέκλες και
στρίβαμε. Αν πέφταμε πάνω τους θα μας
στολίζανε με << γιούχα >> και << Ούουου! Ούουου! >>
Φτάναμε στις γειτονιές μας. Μέναμε λίγο να τις κοιτάζουμε και μετά μην τις
είδατε. Πότε θα τις ξαναβλέπαμε; Το Σεπτέμβρη! Τρέχαμε πίσω τους σαν σκαπέταγαν
στη στροφή και τους λέγαμε τον τελευταίο λόγο: << Παλιές στράτες δε
χάνονται, καινούριες δεν πατιούνται, ουδέ παλιές αγαπητικιές δεν
απολησμονιούνται! >>