Την Κυριακή
ψηφίζουμε, με την πολιτική να έχει μπει για τα καλά αυτές τις ημέρες,
θέλουμε δεν θέλουμε, στο πετσί μας.
Η πολιτική, όμως, έχει δώσει γενναία το παρών και στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ξεκινώντας τον 19ο αιώνα από την πολιτική σάτιρα η οποία αποτέλεσε ευθύς εξαρχής έκφραση ευρύτερων κοινωνικών αιτημάτων για δικαιοσύνη, ελευθερία, ελευθεροτυπία και εθνική ανεξαρτησία ας θυμηθούμε, ως παραδειγματική περίπτωση, τον Γεώργιο Σουρή (1852-1919). Ο Σουρής έχει μια βαθιά συντηρητική διάσταση (βάζει συχνά στο στόχαστρο τον Χαρίλαο Τρικούπη και το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα και υπολήπτεται την καθαρεύουσα), από την άλλη όμως πλευρά ελέγχει τα πεπραγμένα του βασιλιά και κρίνει τη Βουλή για τις αδράνειες ή τις οπισθοδρομήσεις της, χωρίς να αφήνει έξω από το πεδίο βολής του και τους πολιτικούς, συχνά και τους ανώνυμους πολίτες. Δηκτικός, αλλά όχι και προσβλητικός ή χυδαιολόγος, ο Σουρής διέθετε μιαν ιδεολογική, πολιτική και κομματική ανεξιθρησκία απαραίτητη προκειμένου να λειτουργήσει το ανυπότακτο πνεύμα της σάτιρας. Γράφει για τη νοοτροπία του πολιτικά αδιάφορου ανθρώπου: «Στον καφενέ απ? έξω σαν μπέης ξαπλωμένος / του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ / και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος / κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ. / Σε μία καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω / το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί / αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο / τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική».
Στα άπειρα άρθρα του, κυρίως τα νεανικά, ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) σατιρίζει τις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις που παρακολουθούσε ως συντάκτης. Στα «Σατιρικά Γυμνάσματα», όπου και η σκληρή, άτεγκτη κριτική του για πλήθος όψεις του πολιτικού και του ατομικού βίου, ο ποιητής μιλάει για τη δημόσια διαφθορά δίχως να βγάζει έξω από τον λογαριασμό τον εαυτό του ως εκπροσώπου της τέχνης: «Νους, καρδιά, δικά τους. / Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν. / Να το ρουσφέτι να κι η ελληνικούρα / τ’ άρματά τους. Με κείνα μάς χαλάσαν./ Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα. / Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος. / Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα./ Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος / κάθε λογής τζουτζέδων και πιερρότων / κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος / μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων». Και για να εγκαταλείψουμε τη σάτιρα, κατά τη διάρκεια της κηδείας του Παλαμά, μέσα στην Κατοχή, όπως και κατά τη διάρκεια τη κηδείας του Γιώργου Σεφέρη, μέσα στη δικτατορία του 1967, η αίγλη και το κύρος του ποιητή έδωσαν στον κόσμο την ευκαιρία να διατρανώσει την αγάπη του για την ελευθερία και την προσήλωσή του στο δημοκρατικό ιδεώδες.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) θα καταδικάσει στη δική του αρθρογραφία τον πολιτικό στόμφο και την εκλογική και μετεκλογική ρητορεία, απ’ όπου κι αν προέρχεται: «Το καθ’ ημάς, θεωρούμεν απεναντίας ως μέγα κέρδος την απολύμανσιν του ημετέρου βήματος από τοιούτου είδους ευγλωττίας. Αύτη χάριτι θεία φαίνεται εκλείψασα οριστικώς. Κύκνειον αυτής άσμα ήτο ο παρά τίνος Πατρινού βουλευτού πανηγυρισμός του αποτελέσματος των εκλογών της 7 Απριλίου δια του απομείναντος εις την μνήμην μας βροντοφωνήματος: ‘’Από τον ουρανών κατέρχονται oι κεραυνοί του Θεού, από τας κάλπας ανέρχονται οι κεραυνοί του λαού!’’».
Και από την ποίηση, τη δημοσιογραφία και τη σάτιρα στην πεζογραφία και στον Μιχαήλ Μητσάκη (1868-1916) και το πολυσυζητημένο διήγημά του «Εις Αθηναίος χρυσοθήρας», όπου ο Μεγγλίδης, ένας αμόρφωτος αλλά πολυθεσίτης μέσος Έλληνας, γνωρίζεται με τον Γεωργιάδη, δικηγόρο και εκλεκτό μέλος της κοινωνίας. Οι δυο τους συνεταιρίζονται για να βρουν χρυσάφι, υπό την επήρεια του πυρετού της εποχής και της ιστορίας των Λαυριακών, μιας τεράστιας κερδοσκοπικής επιχείρησης, που εξαπάτησε ένα εντυπωσιακά μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δημιουργώντας και το πρώτο (άτυπο ακόμη) χρηματιστήριο. Παράλληλα ο Μητσάκης θα κάνει με τη σειρά του λόγο για τη δημόσια διαφθορά και τον τρόπο που ορισμένοι τουλάχιστον πολιτικοί δημιουργούσαν τις πελατειακές τους σχέσεις.
Β. Χατζηβασιλείου
Η πολιτική, όμως, έχει δώσει γενναία το παρών και στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ξεκινώντας τον 19ο αιώνα από την πολιτική σάτιρα η οποία αποτέλεσε ευθύς εξαρχής έκφραση ευρύτερων κοινωνικών αιτημάτων για δικαιοσύνη, ελευθερία, ελευθεροτυπία και εθνική ανεξαρτησία ας θυμηθούμε, ως παραδειγματική περίπτωση, τον Γεώργιο Σουρή (1852-1919). Ο Σουρής έχει μια βαθιά συντηρητική διάσταση (βάζει συχνά στο στόχαστρο τον Χαρίλαο Τρικούπη και το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα και υπολήπτεται την καθαρεύουσα), από την άλλη όμως πλευρά ελέγχει τα πεπραγμένα του βασιλιά και κρίνει τη Βουλή για τις αδράνειες ή τις οπισθοδρομήσεις της, χωρίς να αφήνει έξω από το πεδίο βολής του και τους πολιτικούς, συχνά και τους ανώνυμους πολίτες. Δηκτικός, αλλά όχι και προσβλητικός ή χυδαιολόγος, ο Σουρής διέθετε μιαν ιδεολογική, πολιτική και κομματική ανεξιθρησκία απαραίτητη προκειμένου να λειτουργήσει το ανυπότακτο πνεύμα της σάτιρας. Γράφει για τη νοοτροπία του πολιτικά αδιάφορου ανθρώπου: «Στον καφενέ απ? έξω σαν μπέης ξαπλωμένος / του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ / και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος / κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ. / Σε μία καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω / το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί / αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο / τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική».
Στα άπειρα άρθρα του, κυρίως τα νεανικά, ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) σατιρίζει τις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις που παρακολουθούσε ως συντάκτης. Στα «Σατιρικά Γυμνάσματα», όπου και η σκληρή, άτεγκτη κριτική του για πλήθος όψεις του πολιτικού και του ατομικού βίου, ο ποιητής μιλάει για τη δημόσια διαφθορά δίχως να βγάζει έξω από τον λογαριασμό τον εαυτό του ως εκπροσώπου της τέχνης: «Νους, καρδιά, δικά τους. / Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν. / Να το ρουσφέτι να κι η ελληνικούρα / τ’ άρματά τους. Με κείνα μάς χαλάσαν./ Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα. / Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος. / Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα./ Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος / κάθε λογής τζουτζέδων και πιερρότων / κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος / μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων». Και για να εγκαταλείψουμε τη σάτιρα, κατά τη διάρκεια της κηδείας του Παλαμά, μέσα στην Κατοχή, όπως και κατά τη διάρκεια τη κηδείας του Γιώργου Σεφέρη, μέσα στη δικτατορία του 1967, η αίγλη και το κύρος του ποιητή έδωσαν στον κόσμο την ευκαιρία να διατρανώσει την αγάπη του για την ελευθερία και την προσήλωσή του στο δημοκρατικό ιδεώδες.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) θα καταδικάσει στη δική του αρθρογραφία τον πολιτικό στόμφο και την εκλογική και μετεκλογική ρητορεία, απ’ όπου κι αν προέρχεται: «Το καθ’ ημάς, θεωρούμεν απεναντίας ως μέγα κέρδος την απολύμανσιν του ημετέρου βήματος από τοιούτου είδους ευγλωττίας. Αύτη χάριτι θεία φαίνεται εκλείψασα οριστικώς. Κύκνειον αυτής άσμα ήτο ο παρά τίνος Πατρινού βουλευτού πανηγυρισμός του αποτελέσματος των εκλογών της 7 Απριλίου δια του απομείναντος εις την μνήμην μας βροντοφωνήματος: ‘’Από τον ουρανών κατέρχονται oι κεραυνοί του Θεού, από τας κάλπας ανέρχονται οι κεραυνοί του λαού!’’».
Και από την ποίηση, τη δημοσιογραφία και τη σάτιρα στην πεζογραφία και στον Μιχαήλ Μητσάκη (1868-1916) και το πολυσυζητημένο διήγημά του «Εις Αθηναίος χρυσοθήρας», όπου ο Μεγγλίδης, ένας αμόρφωτος αλλά πολυθεσίτης μέσος Έλληνας, γνωρίζεται με τον Γεωργιάδη, δικηγόρο και εκλεκτό μέλος της κοινωνίας. Οι δυο τους συνεταιρίζονται για να βρουν χρυσάφι, υπό την επήρεια του πυρετού της εποχής και της ιστορίας των Λαυριακών, μιας τεράστιας κερδοσκοπικής επιχείρησης, που εξαπάτησε ένα εντυπωσιακά μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δημιουργώντας και το πρώτο (άτυπο ακόμη) χρηματιστήριο. Παράλληλα ο Μητσάκης θα κάνει με τη σειρά του λόγο για τη δημόσια διαφθορά και τον τρόπο που ορισμένοι τουλάχιστον πολιτικοί δημιουργούσαν τις πελατειακές τους σχέσεις.
Β. Χατζηβασιλείου