Κομβικό ρόλο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου των παιδιών φαίνεται πως παίζει η έκθεση της μητέρας σε χημικές ουσίες κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης σύμφωνα με νέα έρευνα
Χαμηλότερο IQ στην ηλικία των επτά ετών είχαν τα παιδιά που
κατά το πρώτο τρίμηνο της ενδομητρίου ζωής τους είχαν εκτεθεί σε χημικά
που θεωρούνται ενδοκρινικοί διαταράκτες. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε
μελέτη ερευνητών από τη Σχολή Ιατρικής Icahn και το Πανεπιστήμιο
Karlstad που δημοσιεύθηκε στο Environment International. Πρόκειται για
μία από τις πρώτες μελέτες που ελέγχει τη σχέση χημικών μειγμάτων
προγεννητικών ενδοκρινικών διαταρακτών με την ανάπτυξη του εγκεφάλου.
Οι ερευνητές μέτρησαν και κατέγραψαν 26 χημικά στο αίμα και τα ούρα
718 εγκύων κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης. Αυτά
περιελάμβαναν τη δισφαινόλη Α, η οποία εντοπίζεται στα πλαστικά που
περιέχουν τρόφιμα και ροφήματα, όπως επίσης και σε παρασιτοκτόνα.
Ορισμένα από τα 26 αυτά χημικά είναι γνωστό πως εμποδίζουν την
ενδοκρινική λειτουργία στους ανθρώπους.
Το επόμενο στάδιο της έρευνας πραγματοποιήθηκε όταν τα παιδιά έφτασαν
στην ηλικία των επτά ετών με τους ερευνητές να τα υποβάλλουν σε τεστ
νοημοσύνης. Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως ότι τα παιδιά των οποίων οι
μητέρες είχαν υψηλότερα επίπεδα χημικών κατά το πρώτο τρίμηνο της
κύησης παρουσίαζαν χαμηλότερο σκορ στα IQ τεστ. Ο χημικός παράγοντας
που είχε την σημαντικότερη επίδραση στη νοημοσύνη των παιδιών φάνηκε πως
ήταν η δισφαινόλη F, δείχνοντας πως δεν ήταν ασφαλέστερη από τη
δισφαινόλη Α, όπως θεωρούσαν οι επιστήμονες.
Η μελέτη έδειξε επίσης πως ανάμεσα στα ανησυχητικά μείγματα ήταν και
ουσίες που εντοπίζονται σε προϊόντα καθαρισμού όπως τα αντιβακτηριακά
σαπούνια. Πολλά από τα χημικά έμεναν στο σώμα μόνο για σύντομο χρονικό
διάστημα των μητέρων, κάτι που σημαίνει πως ακόμα και η βραχυπρόθεσμη
έκθεση είχε σημαντικές επιδράσεις.
«Αυτή η μελέτη είναι σημαντική γιατί οι περισσότερες μελέτες
αξιολογούν μία χημική ουσία τη φορά. Ωστόσο, η ταυτόχρονη έκθεση σε
περισσότερα από ένα χημικά ενδέχεται να πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο
συγκριτικά με τη δράση του κάθε χημικού κατά μόνας», δήλωσε η Δρ. Eva
Tanner μεταδιδακτορική ερευνήτρια στη Σχολή Ιατρικής Icahn.
Από την πλευρά του o Δρ. Carl-Gustaf Bornehag καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Karlstad, δήλωσε
πως η έκθεση σε μείγματα χημικών ενδέχεται να επηρεάζει την ανάπτυξη
του παιδικού εγκεφάλου και ότι ορισμένα χημικά που θεωρούνταν
ασφαλέστερα όπως η δισφαινόλη F δεν ήταν και τόσο ασφαλή για τα παιδιά.
Τα χημικά εμποδίζουν τη δραστηριότητα της ορμόνης ακόμα και αν η
έκθεση είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Προηγούμενες μελέτες συσχετίζουν
πολυάριθμους ενδοκρινικούς διαταράκτες, συμπεριλαμβανομένων των φθαλικών
ενώσεων και της δισφαινόλης Α, σε νευροαναπτυξιακές δυσχέρειες στα
παιδιά.
Ορισμένα από αυτά τα χημικά φτάνουν στα έμβρυα κατά την εγκυμοσύνη
και πιθανώς προκαλούν μη αναστρέψιμη βλάβη στην ανάπτυξή τους. Παρότι η
διακοπή της έκθεσης στον ρύπο ενδέχεται να μειώνει τις αρνητικές
επιδράσεις στους ενήλικες, η έκθεση κατά τη διάρκεια κομβικών περιόδων
της εμβρυϊκής ανάπτυξης ενδέχεται να είναι μόνιμη προκαλώντας ήπιες
αλλαγές πιθανώς επηρεάζοντας την υγεία κατά την ενηλικίωση, πρόσθεσε η
Δρ. Tanner.
Οι ερευνητές καταλήγουν σημειώνοντας πως η μελέτη ήταν παρατηρητική
και χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για να επιβεβαιώσουν αυτά τα ευρήματα.