12.3.20

Χρονογράφημα - Πλαστικοί φίλοι

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

Έχω πέντε χιλιάδες πλαστικούς  φίλους στο facebook.  Στη γιορτή μου γέμισε το χρονολόγιό μου με ευχές και πλαστικά λουλούδια! Ακόμη με μπόλικο ναρκισσισμό, χαβαλέ, φιγούρα, εξυπνάδες, μαγκιά και βλαχιά ελληνική. Νόμιζαν ότι κάτι έκαναν! Απ’ αυτούς κανένας δε διαβάζει τις λογοτεχνικές αναρτήσεις μου στο διαδίκτυο, τις γεμίζουν με like από συνήθεια, τις φωτογραφίες βλέπουν μόνο που τις ερμηνεύουν κατά το φροϊντικό υποσυνείδητο.
  Απ’ αυτούς κανένας δε θα έρθει στην κηδεία μου, ούτε στο κρεβάτι του πόνου που θα αποσυντίθεται το σώμα μου, θα μου συμπαρασταθεί. Ακόμη για την υγεία μου δε δίνουν έναν παρά και ποσώς νοιάζονται αν και το τελευταίο μου ευρώ μου το παίρνουν οι λοιμογόνοι τραπεζίτες. Για μένα φίλοι δεν είναι αυτοί που μου σερβίρουν τα παστωμένα αλιεύματα μιας συμβατικής συμπεριφοράς.
    Φίλη μου είναι η κυρά Γιαννούλα. Τη γνώρισα στο κρεβάτι του πόνου στο νοσοκομείο. Εφθάρη όσο εφθάρη από την αρρώστια αλλά συνήλθε. Βγαλμένη από τα καμίνια της ζωής, μόλις με είδε στο διπλανό κρεβάτι να κουράρω ένα συγγενή μου, μου είπε προς όφελος και των δυο: Διαβάζω το μυθιστόρημά σου << Δειλινή !>> Να το! Αυτό μ’ έφερε πίσω στη ζωή! Αυτό με γλίτωσε από το χάρο! Χωρίς αυτό θα έπλεα ακόμη στην άβυσσο της αρρώστιας! >>  Από τότε γίναμε φίλοι! Αξεπέραστη στην αφήγηση, τα λέμε πολλές φορές πίνοντας καφέ κάτω από την τέντα. Η φιλία μας έχει πάρει θριαμβευτικές διαστάσεις!
   Ο άλλος εράσμιος φίλος είναι ο κυρ Αλέκος, γιδοβοσκός.  Τυχαία κι αυτόν τον γνώρισα. Έβοσκε τα αμνοερίφιά του  στα κράκουρα της Γορτυνίας και είχε βγει στο δρόμο.  Τον είδα, με συγκίνησε η ασκητική μορφή του και σταματώντας το όχημα βγήκα και του συστήθηκα. << Αχ! >> μου    λέει << εδώ στα όρη που ζω σπάνια βλέπω άνθρωπο! Ο θεός σ’ έστειλε;  Έχω καιρό να μιλήσω, έλα να πούμε καμιά ιστορία γιατί ξέχασα τη γλώσσα!>> Τα είπαμε. Φεύγοντας του έδωσα το βιβλίο μου << Πρυμνιάς και Πετρίνα >>.  Έλαμψαν τα μάτια του, το ‘φερε στα χείλη το φίλησε και με διακόσμησε με τα ανθηρά του λόγια, λέγοντάς μου: <<Θα περάσω μπέικα! Θα το διαβάσω! Έλα σ’ ένα μήνα να δεις πως θα ‘ναι όρθιες οι κυρτές πλάτες μου >>.
    Πήγα. Στην κουβέντα ήρθε και στο μυθιστόρημα. << Είναι ευαγγέλιο για τους βοσκούς! Να το μοιράσει πρέπει το κράτος σ’ όλους τους. Τους υμνείς ανεψούδι, θα μου επιτρέψεις να σε λέω έτσι, τους υμνείς τους τσοπάνηδες! Μπράβο σου! >>
   Φίλος κι αυτός! Όταν περνάω απ’ τα βουνά πιάνουμε ψιλό λακριντί. 

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου