Προς τον Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
«Γιατί ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει ακριβότερα τα ίδια προϊόντα συγκριτικά με τους άλλους Ευρωπαίους;»
Με την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 1723/25-08-10 ερώτησή μου, στην οποία παρεπιπτόντως δεν έλαβα ποτέ απάντηση, κατέθετα την ανησυχία μου σχετικά με την αύξηση των τιμών των βασικών καταναλωτικών αγαθών και τις πρωτοβουλίες του Υπουργείου για την μείωση των τιμών. Σε συνέχεια των παραπάνω, είναι ιδιαίτερα σημαντική η καταγραφή ίδιων τιμών για ίδια προϊόντα που πωλούνται στα ράφια διαφορετικών σούπερ µάρκετ. Με αυτόν τον τρόπο, ο Έλληνας καταναλωτής εγκλωβίζεται σε µια αγορά στην οποία κάθε άλλο παρά λειτουργεί ο ανταγωνισµός. Επομένως, είναι αναγκασμένος να πληρώνει και ακριβότερα σε σχέση µε τους άλλους Ευρωπαίους τα ίδια προϊόντα πολυεθνικών εταιρειών που πωλούνται στην Ελλάδα. Σύμφωνα με έρευνα της εφημερίδας «Τα Νέα», βάσει των στοιχείων του Παρατηρητηρίου Τιµών, σε 6 µεγάλες αλυσίδες ο ανταγωνισµός δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε στην ελληνική αγορά. Εξετάζοντας τις τιµές 29 βασικών προϊόντων που επελέγησαν τυχαία, προκύπτει ότι οι καταναλωτές που θα θελήσουν να τα αγοράσουν µε δυσκολία θα βρουν αξιοσημείωτες διαφορές στις τιµές ανάµεσα στις έξι μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ µάρκετ. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις οι τιµές είναι ακριβώς ίδιες. Ενδεικτικά, το ψωµί του τοστ συγκεκριμένης εταιρείας στα 3 από τα 6 σούπερ µάρκετ είχε τιµή 2,73 ευρώ, στα δύο σούπερ µάρκετ κόστιζε 2,72, ενώ µόνο σε ένα η διάφορα της τιµής ήταν οριακά υψηλότερη, στα 2,87 ευρώ. Ένα κιλό αλεύρι αντίστοιχα είχε την ίδια τιµή, 1,15 ευρώ, στα 5 από τα 6 σούπερ µάρκετ, ενώ επίσης ένα πακέτο μπισκότα είχε την ίδια ακριβώς τιµή, 1,05 ευρώ, στα 4 από τα 6 σούπερ µάρκετ. Οµως ακόµα και σε είδη που οι τιµές τους δεν είναι ακριβώς οι ίδιες, η διαφορά τις περισσότερες φορές είναι µερικά λεπτά. Ανάλογη είναι και η εικόνα στο συνολικό κόστος του καλαθιού. Σύµφωνα µε τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιµών στις 5 Οκτωβρίου 2010, ένα καλάθι µε 29 αγαθά κόστιζε στην αλυσίδα Carrefour - Μαρινόπουλος 88,91 ευρώ, στην αλυσίδα Μy Market 91,14 ευρώ, στην Α-Β Βασιλόπουλος 89,69 ευρώ, στη Σκλαβενίτης 89,49 ευρώ, στην Ατλάντικ 92,85 ευρώ και τέλος στον Βερόπουλο 90,43 ευρώ. Έτσι, η διαφορά ανάµεσα στο φθηνότερο και το ακριβότερο σούπερ µάρκετ ήταν 3,94 ευρώ, η οποία μάλιστα ανάµεσα σε 4 αλυσίδες σούπερ µάρκετ μειώνεται ακόµη περισσότερο και φθάνει µόλις το 1,5 ευρώ. Κατόπιν αυτών, Ερωτάται ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
1. Γιατί ο Έλληνας καταναλωτής είναι αναγκασμένος να πληρώνει ακριβότερα σε σχέση µε τους άλλους Ευρωπαίους τα ίδια προϊόντα πολυεθνικών εταιρειών;
2. Πώς κρίνονται οι ανύπαρκτες ή μικρές αποκλίσεις τιμών μεταξύ διαφορετικών σούπερ μάρκετ και πώς σκοπεύει το Υπουργείο να διασφαλίσει την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού;
3. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου, σε ποιο κομμάτι της λειτουργίας της αγοράς (χονδρική, λιανική κ.α.) δημιουργείται αυτή η ιδιόμορφη σύγκλιση τιμών;
4. Με ποιο τρόπο σκοπεύει η κυβέρνηση να αξιοποιήσει περαιτέρω τη λειτουργία του Παρατηρητηρίου Τιμών, καθώς ως γνωστόν η μεγάλη πλειοψηφία του καταναλωτικού κοινού των σούπερ μάρκετ που είναι οι μεσήλικες, δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο;
Η ερωτώσα βουλευτής,
Νάντια Ι. Γιαννακοπούλου