Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Οι κοκόροι είναι πολλοί στο δημόσιο.
Σου ‘ρχεται να γελάσεις όταν τους βλέπεις σκυμμένους να μουντζουρώνουν χαρτιά, να παίζουν πασιέντσα στον υπολογιστή και να τεμπελιάζουν. Οι σκαλτσουνάτοι γίνονται υψηλόβαθμοι, οι αλανιάρηδες προϊστάμενοι και οι μπιρμπιλοί αραχτοί στη καρέκλα πλέκουν τον ιστό της αραχνιασμένης γραφειοκρατίας.
Η ταπεινότητά μου ένα τέτοιο αρσενικό ορνίθι το συνάντησα παλιά, όταν γραμματοδιδάσκαλος στη μιζερόφιλη δημοτική εκπαίδευση πήγα στο γραφείο του να ορκιστώ. Έτρεμα σαν λαγός όταν χτύπησα την πόρτα, στο βελούδινο δάπεδο μετά σαν πάτησα, στις μύτες των ποδιών μου πατούσα να μην το λερώσω!
Η γραμματέας κομψή, ραφινάτη, με ανάφερε, εντολή πήρε από την αυτού μεγαλειότητα να περιμένω. << Ο κύριος επιθεωρητής έχει δουλειά και θα σας δεχτεί σε λίγο! >> μου τραγούδησε και το τρυφερό κορμάκι της ραντισμένο με άρωμα και μόσχο, στόλισε με τα κάλλη του την πολυθρόνα.
Κάθισα κι εγώ. Μέσα από το γραφείο του επιθεωρητή, άκουγα ψίθυρους και λεξούλες τρυφερές. Στιγμές – στιγμές γέλια τρανταχτά σαν κύματα φουσκοθαλασσιάς και που και που μια παύση βουβή όπως σε ουράνια ερημιά. << Κάποια ξελογιάζει ο κέρβερος της σοφίας >> υποψιάστηκα και τη σάρκα της φαντάστηκα να αρμενίζει ξετρελαμένη στα χέρια του ανόητου τούτου << σοφού >>.
Χάζευα, γράφοντας σ΄ ένα κίτρινο χαρτί στίχους, τη θλίψη μου την οργισμένη να εναποθέσω στη γραφή, έτσι για να περάσει η ώρα. Κι έγραφα και μουντζάλιαζα και κοίταζα την κομψή γραμματέα κι όλο μ’ έτρωγε το παράπονο της αναμονής, κι όλο με παρηγορούσε η αφράτη και η κομψή: << σε λίγο, σε λίγο, θα σας δεχτεί! >>
Έχασα την υπομονή μου. << Νιώθω τσακισμένος! Δεν μπορώ άλλο να περιμένω! Είναι ανάγκη να τον δω! >> της φώναξα στου χρόνου μου τη φθορά και κίνησα αγέρωχος για την πόρτα. Σηκώθηκε ράθυμα η γόησσα, χτύπησε την πόρτα, έβαλε το κεφάλι μέσα, έψαξε με τα μάτια να τον δει, γύρισε, έκανε ένα << οχ! έφυγε! >> και στάθηκε μπροστά μου με ύφος ενοχής προτείνοντας θριαμβικά τα στήθη.
Ο λιπαρός αυτός κεφτές, ο σάλιαγκας που αναρριχήθηκε, έρποντας, γλείφοντας και με τα κερατά του, ναι, είχε φύγει χωρίς να με δεχτεί! Έφυγε από την πίσω πόρτα σαν κλέφτης! Δεν ήθελε ο φτηνιάρης πίθηκος, ο πνιγμένος στο θεσμοποιημένο αμοραλισμό του υψηλόβαθμου στελέχους να δεχτεί ένα δεντρίτη ελληνοδάσκαλο που σε λίγο θα το ‘κοβε ποδαρόδρομο για το χωριό και ένας Θεός ήξερε αν θα ‘φτανε ποτέ αν έβρισκε το χείμαρρο φουσκωμένο!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Οι κοκόροι είναι πολλοί στο δημόσιο.
Σου ‘ρχεται να γελάσεις όταν τους βλέπεις σκυμμένους να μουντζουρώνουν χαρτιά, να παίζουν πασιέντσα στον υπολογιστή και να τεμπελιάζουν. Οι σκαλτσουνάτοι γίνονται υψηλόβαθμοι, οι αλανιάρηδες προϊστάμενοι και οι μπιρμπιλοί αραχτοί στη καρέκλα πλέκουν τον ιστό της αραχνιασμένης γραφειοκρατίας.
Η ταπεινότητά μου ένα τέτοιο αρσενικό ορνίθι το συνάντησα παλιά, όταν γραμματοδιδάσκαλος στη μιζερόφιλη δημοτική εκπαίδευση πήγα στο γραφείο του να ορκιστώ. Έτρεμα σαν λαγός όταν χτύπησα την πόρτα, στο βελούδινο δάπεδο μετά σαν πάτησα, στις μύτες των ποδιών μου πατούσα να μην το λερώσω!
Η γραμματέας κομψή, ραφινάτη, με ανάφερε, εντολή πήρε από την αυτού μεγαλειότητα να περιμένω. << Ο κύριος επιθεωρητής έχει δουλειά και θα σας δεχτεί σε λίγο! >> μου τραγούδησε και το τρυφερό κορμάκι της ραντισμένο με άρωμα και μόσχο, στόλισε με τα κάλλη του την πολυθρόνα.
Κάθισα κι εγώ. Μέσα από το γραφείο του επιθεωρητή, άκουγα ψίθυρους και λεξούλες τρυφερές. Στιγμές – στιγμές γέλια τρανταχτά σαν κύματα φουσκοθαλασσιάς και που και που μια παύση βουβή όπως σε ουράνια ερημιά. << Κάποια ξελογιάζει ο κέρβερος της σοφίας >> υποψιάστηκα και τη σάρκα της φαντάστηκα να αρμενίζει ξετρελαμένη στα χέρια του ανόητου τούτου << σοφού >>.
Χάζευα, γράφοντας σ΄ ένα κίτρινο χαρτί στίχους, τη θλίψη μου την οργισμένη να εναποθέσω στη γραφή, έτσι για να περάσει η ώρα. Κι έγραφα και μουντζάλιαζα και κοίταζα την κομψή γραμματέα κι όλο μ’ έτρωγε το παράπονο της αναμονής, κι όλο με παρηγορούσε η αφράτη και η κομψή: << σε λίγο, σε λίγο, θα σας δεχτεί! >>
Έχασα την υπομονή μου. << Νιώθω τσακισμένος! Δεν μπορώ άλλο να περιμένω! Είναι ανάγκη να τον δω! >> της φώναξα στου χρόνου μου τη φθορά και κίνησα αγέρωχος για την πόρτα. Σηκώθηκε ράθυμα η γόησσα, χτύπησε την πόρτα, έβαλε το κεφάλι μέσα, έψαξε με τα μάτια να τον δει, γύρισε, έκανε ένα << οχ! έφυγε! >> και στάθηκε μπροστά μου με ύφος ενοχής προτείνοντας θριαμβικά τα στήθη.
Ο λιπαρός αυτός κεφτές, ο σάλιαγκας που αναρριχήθηκε, έρποντας, γλείφοντας και με τα κερατά του, ναι, είχε φύγει χωρίς να με δεχτεί! Έφυγε από την πίσω πόρτα σαν κλέφτης! Δεν ήθελε ο φτηνιάρης πίθηκος, ο πνιγμένος στο θεσμοποιημένο αμοραλισμό του υψηλόβαθμου στελέχους να δεχτεί ένα δεντρίτη ελληνοδάσκαλο που σε λίγο θα το ‘κοβε ποδαρόδρομο για το χωριό και ένας Θεός ήξερε αν θα ‘φτανε ποτέ αν έβρισκε το χείμαρρο φουσκωμένο!
ellinikoxronografima.blogspot.gr