Οι άνθρωποι
που εκτίθενται σε υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης του αέρα, είναι πιθανότερο
να πάθουν κατάθλιψη ή να αυτοκτονήσουν, σύμφωνα με μια νέα διεθνή
επιστημονική μελέτη.
Η πρώτη συστηματική έρευνα (μετα-ανάλυση) που συσχετίζει την ατμοσφαιρική ρύπανση με διάφορα ψυχικά προβλήματα, βασίζεται στην αξιολόγηση στοιχείων 25 μελετών από 16 χώρες. Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), με επικεφαλής τη δρα 'Αϊζομπελ Μπρεϊθγουέιτ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό περιβαλλοντικής υγείας "Environmental Health Perspectives".
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι αν παγκοσμίως μειωθεί η μέση έκθεση στα μικροσωματίδια ΡΜ2,5 (με διάμετρο μικρότερη από 2,5 εκατομμυριοστά του μέτρου) από 44 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα σε 25 μικρογραμμάρια, τότε θα υπάρξει μια μείωση κατά 15% στον κίνδυνο κατάθλιψης παγκοσμίως. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά τα εν λόγω σωματίδια να μην υπερβαίνουν τα 10 μg/m3.
«Γνωρίζαμε ήδη ότι η ρύπανση του αέρα είναι κακή για την υγεία των ανθρώπων, προκαλώντας πολλά προβλήματα, από νόσους της καρδιάς και των πνευμόνων μέχρι εγκεφαλικό και μεγαλύτερο κίνδυνο άνοιας. Τώρα δείξαμε επίσης μπορεί να επιφέρει σημαντική βλάβη στην ψυχική υγεία μας, πράγμα που καθιστά ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη για καθάρισμα του αέρα που αναπνέουμε», ανέφερε η δρ Μπρεϊθγουέιτ.
Η νέα μελέτη βρήκε ότι μια αύξηση κατά 10 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα στο μέσο επίπεδο των σωματιδίων ΡΜ2,5, σχετίζεται κατά προσέγγιση με μια αύξηση κατά 10% στην πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης. Επίσης ο κίνδυνος αυτοκτονίας φαίνεται να είναι μεγαλύτερος τις μέρες που αυξάνονται τα επίπεδα ρύπανσης της ατμόσφαιρας, αν και η συσχέτιση ρύπανσης-αυτοκτονιών είναι μικρότερη από ό,τι ρύπανσης-κατάθλιψης. Η πιθανότητα αυτοκτονίας αυξάνεται κατά 2% για κάθε αύξηση της ρύπανσης κατά 10 μg/m3 επί τρεις μέρες.
Οι ερευνητές τόνισαν η μελέτη αναδεικνύει συσχετίσεις και δεν μπορεί να αποδείξει ότι η ίδια η ρύπανση προκαλεί άμεσα προβλήματα ψυχικής υγείας. «Γνωρίζουμε πάντως ότι τα μικροσκοπικά σωματίδια από το βρώμικο αέρα μπορούν να φθάσουν στον εγκέφαλο μέσω της κυκλοφορίας του αίματος και της μύτης, καθώς επίσης ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση έχει συνδεθεί με αυξημένη φλεγμονή των νευρώνων, βλάβες στα νευρικά κύτταρα και αλλαγές στην παραγωγή της ορμόνης του στρες, παράγοντες που όλοι έχουν συσχετισθεί στο παρελθόν με κακή ψυχική υγεία», τόνισε η Μπρεϊθγουέιτ.
Οι ερευνητές θα επεκτείνουν την έρευνα, εστιάζοντας πλέον στην επίπτωση της ρύπανσης του αέρα στους εσωτερικούς χώρους πάνω στην ψυχική υγεία.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://ehp.niehs.nih.gov/doi/10.1289/EHP4595
Η πρώτη συστηματική έρευνα (μετα-ανάλυση) που συσχετίζει την ατμοσφαιρική ρύπανση με διάφορα ψυχικά προβλήματα, βασίζεται στην αξιολόγηση στοιχείων 25 μελετών από 16 χώρες. Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), με επικεφαλής τη δρα 'Αϊζομπελ Μπρεϊθγουέιτ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό περιβαλλοντικής υγείας "Environmental Health Perspectives".
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι αν παγκοσμίως μειωθεί η μέση έκθεση στα μικροσωματίδια ΡΜ2,5 (με διάμετρο μικρότερη από 2,5 εκατομμυριοστά του μέτρου) από 44 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα σε 25 μικρογραμμάρια, τότε θα υπάρξει μια μείωση κατά 15% στον κίνδυνο κατάθλιψης παγκοσμίως. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά τα εν λόγω σωματίδια να μην υπερβαίνουν τα 10 μg/m3.
«Γνωρίζαμε ήδη ότι η ρύπανση του αέρα είναι κακή για την υγεία των ανθρώπων, προκαλώντας πολλά προβλήματα, από νόσους της καρδιάς και των πνευμόνων μέχρι εγκεφαλικό και μεγαλύτερο κίνδυνο άνοιας. Τώρα δείξαμε επίσης μπορεί να επιφέρει σημαντική βλάβη στην ψυχική υγεία μας, πράγμα που καθιστά ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη για καθάρισμα του αέρα που αναπνέουμε», ανέφερε η δρ Μπρεϊθγουέιτ.
Η νέα μελέτη βρήκε ότι μια αύξηση κατά 10 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα στο μέσο επίπεδο των σωματιδίων ΡΜ2,5, σχετίζεται κατά προσέγγιση με μια αύξηση κατά 10% στην πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης. Επίσης ο κίνδυνος αυτοκτονίας φαίνεται να είναι μεγαλύτερος τις μέρες που αυξάνονται τα επίπεδα ρύπανσης της ατμόσφαιρας, αν και η συσχέτιση ρύπανσης-αυτοκτονιών είναι μικρότερη από ό,τι ρύπανσης-κατάθλιψης. Η πιθανότητα αυτοκτονίας αυξάνεται κατά 2% για κάθε αύξηση της ρύπανσης κατά 10 μg/m3 επί τρεις μέρες.
Οι ερευνητές τόνισαν η μελέτη αναδεικνύει συσχετίσεις και δεν μπορεί να αποδείξει ότι η ίδια η ρύπανση προκαλεί άμεσα προβλήματα ψυχικής υγείας. «Γνωρίζουμε πάντως ότι τα μικροσκοπικά σωματίδια από το βρώμικο αέρα μπορούν να φθάσουν στον εγκέφαλο μέσω της κυκλοφορίας του αίματος και της μύτης, καθώς επίσης ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση έχει συνδεθεί με αυξημένη φλεγμονή των νευρώνων, βλάβες στα νευρικά κύτταρα και αλλαγές στην παραγωγή της ορμόνης του στρες, παράγοντες που όλοι έχουν συσχετισθεί στο παρελθόν με κακή ψυχική υγεία», τόνισε η Μπρεϊθγουέιτ.
Οι ερευνητές θα επεκτείνουν την έρευνα, εστιάζοντας πλέον στην επίπτωση της ρύπανσης του αέρα στους εσωτερικούς χώρους πάνω στην ψυχική υγεία.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://ehp.niehs.nih.gov/doi/10.1289/EHP4595