Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Λίγα χρόνια πριν, τις μέρες μας κάποιο διψασμένο χειλάκι τις άρταινε με
τη γλύκα του. Τις νύχτες μας ένα μελί φεγγάρι πάντα έσκαζε στον ουρανό
και τις φώτιζε. Στο τραπέζι μας ο άρτος έστω και μπουκίτσες το χρέος του
το ‘κανε. Το τσουκάλι έβραζε, το ρεβίθι μπόλικο στο πιάτο, χούφτες οι
ελιές στο φτωχικό μας σιτηρέσιο. Κι όλο το ζην μας προχωρούσε άλλοτε
ορειβατώντας σε Κιλιμάντζαρα κι άλλοτε περιπατώντας σε χαμηλά γηλοφάκια.
Φέτος όμως του χειμώνος ερχομένου οι πληγές μας αυξάνουν. Πόσος ο
αριθμός; ουδείς γνωρίζει. Ο Στουρνάρας δεν ξέρει τι ποιεί η αριστερά
του, ξέρεις όπως τι ποιεί η δεξιά του. Κι όλο μας ρουφάει το μεδούλι,
και όλο χέρι βάζει στο υστέρημα μας. Το επίδομα θέρμανσης και το μέρισμα
τα ΄πνιξε. Δώρα τέρμα, τέλη κυκλοφορίας. ΕΝΦΙΑ, φόροι στο ζενίθ. Το
χειμερινό ηλιοστάσιο θα μας καταψύξει σαν κέφαλους, οι αρκτικές μάζες
του κάποιους θα τους κακαρώσει, οι νυφούλες του χιονιού με κόψη λεπίδας
το κρυουλιάρικο δέρμα μας φέτες θα το κάνουν. Όσοι θα ΄χουν κάρβουνο θα
το χώσουν στον κόρφο τους, οι γυμνίτες σαν τους κότσυφες στα πουρνάρια
θα τουρτουρίσουν. Μέγας αγιογδύτης ο χειμών, όπως λέει και ο αεράτος
μετεωρολόγος μας τον οκτώ, στο σβέρκο του γραικού σαν κάθεται δε λέει να
ξεκολλήσει. Το Μάη θα φύγει, κι αν, κι ως τότε ποιος γάιδαρος θα ζήσει
τριφύλλι να βοσκήσει!
Κι ως τότε ένας
Βελζεβούλης με όχεντρας κεντρί στο παραγώνι του παππού θα μας γυρίσει.
Σε πίσω αμόλευτους καιρούς που χουχουλίζαμε χεράκια ξυλιασμένα σε θράκα
κούτσουρου και σε άσβεστες πυρές από δρυς και αριές. Καθισμένοι στα
σκαμνάκια η γιαγιά άρχιζε το παραμύθι, το κλέφτικο ο παππούς: <<
Αυτού που πας μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι, να χαιρετάς την
κλεφτουριά κι αυτόν τον Κατσαντώνη. Πέτου να κάνει φρόνιμα κι όλο
ταπεινωμένα, δεν είν’ ο περσινός καιρός να κάνει όπως θέλει… >>
Ο πατέρας έψηνε τσιμπουργιάννι α.
Έτρωγε τη φτερούγα, γλειφόταν κι απάγγειλε το ρητό του: <<
Γλυκάθη η γριά στο μέλι θα φάει και το κουβέλι >>. Η μάνα με το
άγιο δισκοπότηρο στο χέρι, να μας ποτίζει τούτο, να μας κερνάει τ’ άλλο.
Μελισσούλα, κρεμασμένη πάνω από τις φλόγες, να ψήνει στη χόβολη το
κάστανο και το κρεμμύδι. Η όρνιθα ύστερα στο τσουκάλι, έβραζε μ’ ένα
δεντρί μοσκοβολιά. Ο ζωμός της σούπας μετά αγίαζε σώματα άχραντα και
αθώες παιδίσκες ψυχές.
Αιώνια
ζώσα η φλόγα της κουβέντας μέσα μας, ράπιζε την κοσμοχαλασιά του έξω.
<< Ο χειμών; πούθε φυτρώνει; >> ρωτούσε ο πατέρας και
απευθυνόταν σε μένα το γυμνασιόπαιδα. << Να ξεφυλλίσω το λεξικό
>> άρθρωνα λόγο γλυκό και ετοιμαζόμουν να σηκωθώ. << Ρε,
άστα αυτά που θα συμβουλευτείς χαρτί, εύελπις ακαδημαϊκός >> μ’
έκοβε για να πει: << Άκου: χειμών βγαίνει από τη λέξη χείμα ίσον
χειμωνιάτικος καιρός. Ψύχος, παγετός, εξ’ ου και το ρήμα χειμάζομαι… από
τον παγετό. Αυτό λέει το λεξικό του λαού. Το δικό σου των γραμμάτων να
το βράσω…>>.
Μ’ αυτά περνούσαμε τότε. Ώσπου ξωκοίλαμε σε μέρες δύστοκες και όχεντρες σαν τις σημερινές.