Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Περνούν οι καιροί, κοιτάς τα σβησμένα σου κεριά, νοσταλγός γίνεσαι μιας
περασμένης εποχής και δένεσαι με το σπόρο του έρωτά της. Εποχή παγωμένη
κι εσύ να κάνεις μάθημα σε χωριό σκαπετημένο στην κορφή του βουνού με
προίκα σου ένα σχολείο γεμάτο κοράκια και ποντικούς. Μακράν της πόλης,
εφτά ώρες ποδαρόδρομο, χωρίς πολιτισμό και με τους λύκους να σε κοιτάνε
σαν χίτες να σε κατασπαράξουν. Θεονήστικος, άφραγκος, το χρόνο μου
σπαταλούσα στο αδελφάτο των χαρτοπαικτών, μαζί τους άκουγα το ίδιο
τραγούδι: << Ληστή μου, πιες κρασί στης ερημιάς την κρήνη κι εσύ,
φονιά μου, εσύ, παντρέψου την ειρήνη >>.
Γλίστρησαν οι μήνες, σκυθρωπή γεροντοκόρη η παραμονή των Χριστουγέννων
μ’ ένα χαμόγελο μου ‘δειξε το δρόμο να φύγω. Πώς να φύγω; Ένας
φαρισαίος καιρός είχε χιονίσει, γεφύρι δεν είχε αφήσει, τους σπίνους
και τις καρδερίνες είχε ενταφιάσει, τον ουρανό είχε μαυρίσει με
μονόφθαλμα γεράκια σαρκοβόρα.
Αλλιώτεψα, φοβήθηκα, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη.
Όλο το άγριο μ’ έζωσε, ανάσα δεν μ’ άφηνε να πάρω. Ο νόμος της ζούγκλας
μ’ έσφιγγε στο λαιμό, το κορμί μου ένιωθα να γίνεται κομμάτια, δωρεά
θυσία υπέρτατη στην πατρίδα. Ένας ξενομερίτης, είχα μπατάρει από την
κατάθλιψη, την οργή μου είχα κάνει καραμπίνα μακρύκανη και πυροβολούσα.
Κοκαλωμένος, κοιτούσα έξω από το τζάμι, τη λιθοβολημένη πορεία μου
σκεφτόμουν, τους προϊσταμένους μου που με αλυσόδεσαν εκεί στα βράχια,
φανταζόμουν ριγμένους με μια γροθιά στους ασφόδελους, από το ίδιο μου το
χέρι. Χωρίς φάτνη, χωρίς Χριστό, κουφός στην ποίηση των ψαλμών, με τα
παιδικά κάλαντα να πέφτουν σαν ξερά ροδοπέταλα στην πόρτα του σχολείου.
Το χλωμό της φθοράς ήρθε να μου φωτίσει ένας κοκκινολαίμης. Ηρωικός, χρωματισμένος, καλιασμένος στο κλαδί, άρχισε τις τρίλιες του, << Καλήν ημέρα άρχοντες…
>> τιβι τιβι και τσιου τσιου, << αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας… >> τι τι τι και
τι τι τι τι τσιριτρό και τσιριτρί.
Σηκώθηκα και πήγα στο χάρτη. Να δω ήθελα σε ποιο χαρτογραφημένο μέρος,
παραμονή Χριστουγέννων, φύλαγα θερμοπύλια της γνώσης. Και εντόπισα πως
ήμουν στην άκρια της πατρίδας, με άδειο στομάχι, με βίον διάγοντα
τσουβαλάτο, πεταμένος από τους διοικούντες ευπατρίδες όπως το χαρτοκούτι
στ’ άχρηστα.
Όταν ξημέρωσε τα Χριστούγεννα ήταν μαύρα.
Ο χιτλερίσκος έξω καιρός έσφαζε αθώους, εγώ έτρεμα ξυλιασμένος, η
λόρδα μ’ έκοβε. Έφαγα μια μουχλιασμένη φέτα ψωμί, τσίμπησα ένα
σκουληκιασμένο ζαμπόν, και κάθισα στην καρέκλα να διαβάσω τις <<
Μεγάλες προσδοκίες >> του Ντίκενς. Προσδοκίες! Αστεία πράγματα.
Για μένα προσδοκίες ήταν να λιώσει το χιόνι, να στηθεί το γεφύρι, ν’
ανοίξει ο δρόμος, να πάω στην πολιτεία, να φύγω από τους λύκους και τη
βασιλεία των σκίνων.
Μητρυιά πατρίδα! Όσα μελομακάρονα κι αν φάω τα φετινά Χριστούγεννα δε
θα με γλυκάνουν! Όσο θα σκέφτομαι τις διακονιάρες στιγμές που μου
χάρισες εκείνα τα Χριστούγεννα κι αυτές που μου προσφέρεις σήμερα,
μπάσταρδη και σκληρή θα σε βαφτίζω.