Εμείς οι πισωθρανίτες τους σημαιοφόρους ποτέ δεν τους χωνεύαμε. Τους
θεωρούσαμε τα << οπίσθια >> της άρχουσας τάξης και τους
βρίζαμε κεφτέδες, λουκουμάδες και κουραμπιέδες.
Ήταν όλοι τους σπόροι ευπατρίδων της πόλης, ατίθασοι Νέρωνες και
ευνοούμενοι ενός καθηγητικού ολοκληρωτισμού, που, έγλειφε τους ισχυρούς
γονείς τους μέχρι αηδίας για να θεωρούνται σφουγγοκωλάριοί τους.
Όταν γινόταν η κλήρωση η κίνηση στο γραφείο των καθηγητών έπαιρνε την όψη Ρωμαϊκής Συγκλήτου.
Οι καθηγήτριες κορδώνονταν αρωματισμένες, οι καθηγητές ενδύονταν το
εθνικό κουστούμι και ο γυμνασιάρχης μοίραζε πατριωτικές συμβουλές στους
χαφιέδες μαθητές της προσωπικής του φρουράς. Με την έλευση της ώρας ως
Καίσαρ έδινε το σύνθημα για την έναρξη της κλήρωσης. Οι αριστούχοι
παρόντες, όλοι τους να γελάνε και να εξακοντίζουν το βλέμμα τους μέσα
από τη φοβερή τους πανοπλία. Οι υπόλοιποι σταλίζαμε στο υπόστεγο, στις
τουαλέτες και στους διαδρόμους, έτοιμοι με γιούχα και ουουου! να τους
φιλοδωρήσουμε όταν το κονκλάβιο εξέπεμπε λευκό καπνό.
Εντύπωση μας έκανε πως δυο αδελφούλες με στήθη ορθόστητα, τορνευτά
πόδια και τοξοτά φρύδια, ήταν τρεις και τέσσερις συνεχείς φορές
σημαιοφόροι. Το μαθητικό << ράδιο αρβύλα >> δεν άργησε να
το βρει. Ο γυμνασιάρχης ήταν ξετρελαμένος μαζί τους, τον πόθο του τον
αψύ τυραννούσαν, τις γάμπες τους τις λευκές αν δεν τις έβλεπε να
αναδεύουν κάτω από τη μαθητική φούστα, δεν μπορούσε να
κοιμηθεί.
Μια 25η Μαρτίου όμως ο γυμναστής έβαλε βέτο. Ήθελε το δικό του
κελεπούρι, μια αριστούχα χαϊδεμένη του να είναι σημαιοφόρος πάση θυσία.
Παρανόμησε, εξεβίασε, προπηλάκισε και η κληρωτίδα πειθάρχησε. Ήταν όμως
αδύνατη, καχεκτική, μια καλαμιά, αλλά είχε δυο χείλη του κερασιού και
μάτια μπλε σαν τη θάλασσα του Ιονίου. Έτυχε να φυσάει, ένας καρτελάς
μανιασμένος, που στέγες στο πέρασμά του έπαιρνε. Η σημαία έφυγε από τα
χέρια της βρήκε στον ώμο του δεξιού παραστάτη, ψύχραιμα όμως εκείνος την
επανέφερε μ’ ένα σπρώξιμο για να ισορροπήσει και πάλι στα χέρια της
ισχνής σημαιοφόρου, το << οχ >> των επισήμων καταλάγιασε,
και, η παρέλαση έληξε αλλά με γκρίνια στην εξέδρα.
Ο δεσπότης δυσαρεστημένος χτυπούσε την πατερίτσα κάτω κι έλεγε: << Αυτό το δαίμονα βρήκανε να βάλουνε; Τόσες άλλες λαμπάδες που τις έκρυψαν! >>
Στο σχολείο την άλλη μέρα έπεσε τέτοια ιδεολογική ψυχοπάθεια και ακούστηκαν
τόσες νεκροφιλικές μεγαλοστομίες από την καθηγητική σύγκλητο που αν
έχουν καταγραφεί κάπου θα αποτελούν ρεκόρ ύβρεων σε δημόσιο σχολείο!