Την
περασμένη Δευτέρα το πρωί έμαθα ότι είχα και εγώ προσβληθεί από το
κοροναϊό. Όπως πάρα πολλοί άνθρωποι γύρω μας. Αυτή τη συλλογική
αβεβαιότητα που ένιωθα να κυριαρχεί την ένιωθα στο πετσί μου. Μέχρι
στιγμής είναι μία δυσάρεστη εμπειρία, κάτι σαν κακή γρίπη. Θέλει όμως
προσοχή.
Γιατί
μαθαίνουμε συνέχεια για περιπτώσεις ανθρώπων που του πήραν αψήφιστα και
βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Κατά τα άλλα η ώρα περνάει με παζλ,
βιβλία για τη δουλειά της εφημερίδας. Λυπάμαι που δεν μπορώ να βρεθώ
κοντά στους γονείς μου τέτοιες ώρες και ξέρω πόσο τους αγχώνουν τέτοια
νέα. Σκέφτομαι πολύ αυτήν τη γενιά και πρέπει να την προφυλάξουμε. Ξέρω,
είναι «αγύριστα κεφάλια» και θέλουν να βγαίνουν έξω να κάνουν τα δικά
τους πράγματα, θεωρούν ότι είναι ανικητοι, γιατί όντων πέρασαν πολλά.
Όχι τώρα όμως. Ανακαλύπτουμε συνήθειες που είχαμε ξεχάσει, φιλίες που
μετράνε όσο τίποτε άλλο μέσα σε αυτόν τον πανικό. Θυμόμαστε πόσο
σημαντικό είναι να δίνουε, αλλά και πώς μπορούν να έλθουν τα πάνω κάτω
μέσα σε μια ώρα στη ζωή μας. Δεν είναι πόλεμος, αλλά σίγουρα θυμίζει
πόλεμο.
Αυτές
τις ώρες αντλούμε δύναμη από ανθρώπους που αναδεικνύουμε σαν
υποδείγματα εδώ και χρόνια, από αυτήν την εφημερίδα, όπου οι εργαζόμενοί
της συνεχίζουν να πετυχαίνουν τον άθλο της καθημερινής έκδοσης.
Αυτοδημιούργητους άριστους, σαν τον κ Τσιόδρα, οι οποίοι μας γεμίζουν
σιγουριά. Λίγα κια σταράτα λόγια, στέρεα λόγια. Τους ανθρώπους του
στενού πυρήνα του κράτους, γιατρούς, νοσηλευτές, ενστόλους, στελέχη της
πολιτικής προστασίας που κάνουν τη δουλειά τους με αυταπάρνηση, λιγα
χρήματα και σε αντίξοες συνθήκες. Πάντα λέγαμε ότι είναι παραλογισμός ο
ΓΕΕΘΑ να παίρνει 2.500 ευρώ και ακόμη λιγότερα η ραχοκοκαλιά του
κράτους.
Βλέπω ότι ο ιός της διχαστικής υστερίας επιμένει.