Κοινωνική απομόνωση «περιμένει» τους καπνιστές στο μέλλον, όπως προκύπτει από μελέτη που διενήργησε, για λογαριασμό της 3ης Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας, το Εργαστήριο Πειραματικής Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, με τη βοήθεια του Εργαστηρίου Αθλητιατρικής του Τμήματος Επιστημών Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αποτύπωση της καπνιστικής συμπεριφοράς μαθητών του γυμνασίου και λυκείου και νεαρών σπουδαστών, στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, καθώς στη μελέτη συμμετείχαν 1.400 άτομα. Συγκεκριμένα, το δείγμα αποτελείται από 650 μαθητές γυμνασίου, 400 μαθητές λυκείου και 350 φοιτητές, δηλαδή περισσότερο από το 3% του μαθητικού πληθυσμού των γυμνασίων και λυκείων της Θεσσαλονίκης και περισσότερο από το 20% του φοιτητικού πληθυσμού ηλικίας κάτω των 21 ετών των Σχολών ή Τμημάτων του ΑΠΘ, στα οποία διεξήχθη η έρευνα (Ιατρική Σχολή, Τμήμα Επιστημών Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού και Τμήμα Φαρμακευτικής).
Όπως προκύπτει, στο κοινωνικό περιβάλλον των νέων ανθρώπων, έχει πλέον διαμορφωθεί μία σαφής τάση, για τους μη καπνιστές, να συγχρωτίζονται, επίσης, με μη καπνιστές.
«Η τάση αυτή καταγράφεται για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά, αφού στις ερωτήσεις που κάναμε στους νεαρούς ενηλίκους, μας δήλωσαν ότι οι παρέες τους αποτελούνται μόνο από καπνιστές ή μη καπνιστές, ανάλογα με το τι είναι οι ίδιοι», εξήγησε, ο διευθυντής του Εργαστηρίου Πειραματικής Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, καθηγητής, Γεώργιος Ανωγειανάκις.
Συμπλήρωσε, μάλιστα, ότι σημαντικός παράγοντας για την αποχή από το τσιγάρο είναι η άθληση, καθώς, όπως προέκυψε, όσο πιο δραστήριος είναι ο έφηβος ή ο φοιτητής, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να καπνίζει.
Όλες πάντως οι ηλικιακές ομάδες είναι ενήμερες για τις βλάβες που μπορεί να επιφέρει το κάπνισμα τόσο μακροπρόθεσμα όσο και βραχυπρόθεσμα. Η πιθανότητα των μη καπνιστών του δείγματος, να μετατραπούν σε καπνιστές στα επόμενα 5 χρόνια, δεν ξεπερνά συνολικά το 21% με τη μεγαλύτερη ροπή προς αυτό να εμφανίζεται στην ηλικιακή ομάδα του λυκείου (26,5%).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, επίσης, το γεγονός ότι σε όλες τις ηλικίες, σε ποσοστά που ξεκινούν από το 80% και φτάνουν μέχρι πάνω από 95%, θεωρούν το κάπνισμα, σε όλες του τις μορφές (ενεργητικό, παθητικό) ως όντως επιβλαβές
Στην έρευνα, δεν βρέθηκαν να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα ως προς την καπνιστική τους συμπεριφορά, δηλαδή το κάπνισμα είναι πλέον εξίσου διαδεδομένο σε αγόρια και κορίτσια. Όσον αφορά την ηλικία έναρξης του καπνίσματος, οι καπνιστές/μαθητές του γυμνασίου άρχισαν να καπνίζουν σε ηλικία 12 ετών, οι καπνιστές/μαθητές του λυκείου σε ηλικία 14,5 ετών και οι καπνιστές/φοιτητές σε ηλικία 16 ετών.
Τέλος, τα ευρήματα επιβεβαιώνουν για ακόμη μια φορά, ότι οι γονείς παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, στη διαμόρφωση της καπνιστικής συνήθειας των παιδιών τους, αφού αν καπνίζουν, μεγάλο ποσοστό των παιδιών «υιοθετεί» τη βλαβερή συνήθειά τους.