Στα όρια της φτώχειας ή και κάτω από αυτά διαβιούν τουλάχιστον ένας στους τέσσερις Έλληνες με τον εφιάλτη στα χρόνια της κρίσης να μετατοπίζεται από την ομάδα των ηλικιωμένων προς την ομάδα των νεότερων ζευγαριών με παιδιά αλλά και προς τους νέους εργαζόμενους.
Καταλύτης της «μετατόπισης» δεν είναι άλλος από την αύξηση της ανεργίας και τα στοιχεία που αποτυπώνονται στην έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος αναδεικνύουν τη θλιβερή πραγματικότητα, η οποία εκτιμάται πως έχει επιδεινωθεί περαιτέρω καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2011.
Σύμφωνα με αυτά, το ποσοστό των παιδιών ηλικίας μέχρι 15 ετών που ζουν κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας αυξήθηκε σε 22,3% το 2010 ( Ε.Ε 27 : 20,2%) από 19,3% το 2005 και είναι υψηλότερο κατά δύο και πλέον εκατοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
Αντίθετα, εντυπωσιακή κρίνεται από την ΤτΕ, η μείωση του ποσοστού φτώχειας στους ηλικιωμένους (65 ετών και άνω) στο 21,3% το 2010 (Ε.Ε 27: 15,9%) από 27,9% το 2005. Το κλείσιμο της ψαλίδας συνδέεται με την αύξηση των συντάξεων και του ΕΚΑΣ που καταγράφηκε την περίοδο 2005-2010 αλλά ουδείς γνωρίζει που διαμορφώνεται σήμερα μετά το γερό μαχαίρι σε συντάξεις και κοινωνικές μεταβιβάσεις.
Στην έρευνα του 2010, το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας για ένα μονομελές νοικοκυριό ήταν 7.178 ευρώ το έτος ενώ για ένα τετραμελές νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά ήταν 15.073 ευρώ. Σήμερα, για ορισμένους Έλληνες τα ποσά αυτά έχουν φτάσει να φαντάζουν …σημαντικά εισοδήματα.
Το κατώφλι της φτώχειας είναι "κινούμενο". Oρίζεται στο 60% της διαμέσου του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος για το σύνολο των νοικοκυριών. Το 2010 το μέσο διαθέσιμο εισόδημα του συνόλου των νοικοκυριών της χώρας ήταν 24.244 ευρώ.
Τα δεδομένα του 2010 δείχνουν ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης βασικών αναγκών, ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης, αδυναμία πληρωμής δόσεων δανείων και λογαριασμών κ.ά) δεν αφορά μόνο το φτωχό πληθυσμό αλλά και σημαντικό μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.
Για παράδειγμα το ποσοστό του πληθυσμού που διαμένει σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 25,5% για το σύνολο του πληθυσμού, είναι 23,2% για το μη φτωχό πληθυσμό και 34,7% για το φτωχό πληθυσμό. Επίσης το 27,8% του μη φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι επιβαρύνεται πάρα πολύ από τις συνολικές δαπάνες στέγασης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το φτωχό πληθυσμό είναι 50,6%.
Καταλύτης της «μετατόπισης» δεν είναι άλλος από την αύξηση της ανεργίας και τα στοιχεία που αποτυπώνονται στην έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος αναδεικνύουν τη θλιβερή πραγματικότητα, η οποία εκτιμάται πως έχει επιδεινωθεί περαιτέρω καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2011.
Σύμφωνα με αυτά, το ποσοστό των παιδιών ηλικίας μέχρι 15 ετών που ζουν κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας αυξήθηκε σε 22,3% το 2010 ( Ε.Ε 27 : 20,2%) από 19,3% το 2005 και είναι υψηλότερο κατά δύο και πλέον εκατοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
Αντίθετα, εντυπωσιακή κρίνεται από την ΤτΕ, η μείωση του ποσοστού φτώχειας στους ηλικιωμένους (65 ετών και άνω) στο 21,3% το 2010 (Ε.Ε 27: 15,9%) από 27,9% το 2005. Το κλείσιμο της ψαλίδας συνδέεται με την αύξηση των συντάξεων και του ΕΚΑΣ που καταγράφηκε την περίοδο 2005-2010 αλλά ουδείς γνωρίζει που διαμορφώνεται σήμερα μετά το γερό μαχαίρι σε συντάξεις και κοινωνικές μεταβιβάσεις.
Στην έρευνα του 2010, το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας για ένα μονομελές νοικοκυριό ήταν 7.178 ευρώ το έτος ενώ για ένα τετραμελές νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά ήταν 15.073 ευρώ. Σήμερα, για ορισμένους Έλληνες τα ποσά αυτά έχουν φτάσει να φαντάζουν …σημαντικά εισοδήματα.
Το κατώφλι της φτώχειας είναι "κινούμενο". Oρίζεται στο 60% της διαμέσου του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος για το σύνολο των νοικοκυριών. Το 2010 το μέσο διαθέσιμο εισόδημα του συνόλου των νοικοκυριών της χώρας ήταν 24.244 ευρώ.
Τα δεδομένα του 2010 δείχνουν ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης βασικών αναγκών, ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης, αδυναμία πληρωμής δόσεων δανείων και λογαριασμών κ.ά) δεν αφορά μόνο το φτωχό πληθυσμό αλλά και σημαντικό μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.
Για παράδειγμα το ποσοστό του πληθυσμού που διαμένει σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 25,5% για το σύνολο του πληθυσμού, είναι 23,2% για το μη φτωχό πληθυσμό και 34,7% για το φτωχό πληθυσμό. Επίσης το 27,8% του μη φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι επιβαρύνεται πάρα πολύ από τις συνολικές δαπάνες στέγασης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το φτωχό πληθυσμό είναι 50,6%.
Αν αυτά ήταν τα δεδομένα του 2010, μπορεί να αναλογιστεί κανείς τι συμβαίνει σήμερα μετά τα απανωτά «μαχαίρια» στις αποδοχές, το άλμα της ανεργίας και τα αλλεπάλληλα χαράτσια…