Του Παναγιώτη
Αντωνόπουλου
Ένα προσφυγόπουλο ο Βλαδίμηρος
Τζώρτζεβιτς που ύφαινε όνειρα φτερωτά ήρθε στην τάξη. Άφησε το χαμόγελό του στη ματωμένη πατρίδα του, το Κόσοβο και έφτασε
στη δική μας να στερέψει το κλάμα του και να ξαναμετρήσει τ’ άστρα στο γαλάζιο ουρανό μας. Στο δικό του τα
αεροπλάνα του εχθρού βομβαρδίζουν, σκοτώνουν και διαμελίζουν αμάχους,
γκρεμίζουν σπίτια και εκκλησιές, ότι είναι όρθιο το ισοπεδώνουν.
Δεκαεφτάχρονος ο Βλαδίμηρος,
όμορφος σαν Άδωνης, ξανθός σαν άγγελος και λυγερός σαν κυπαρίσσι, κάθισε στο
θρανίο του, σοβαρός, αμίλητος, με χείλη σφιγμένα και μ’ ένα βλέμμα στα μάτια του που σε τρυπούσε σαν
δόρυ Μακεδονικής σάρισας. Κοίταξε ολοτρόγυρα να δει τους συμμαθητές του, το
φιλόλογό του και την αίθουσα και μετά με μια θαρραλέα κίνηση ακούμπησε τα δυο
του κομμένα χέρια χαμηλά στον καρπό πάνω στο θρανίο. Τα στοίχισε σαν δυο
κουτσουράκια το ένα απέναντι απ’ το άλλο και σε κατάσταση μιας εσωτερικής μέθης
πήρε θέση για ν’ αφοσιωθεί στο μάθημα της μέρας.
Όλη η τάξη στη θωριά των δυο
κομμένων χεριών πάγωσε. Δυο τρεις μαθητές φώναξαν έντρομοι, κάποιοι σήκωσαν τα
κεφάλια τους να δουν τα χέρια του και ο Στέφανος δίπλα του, είπε έξαλλος και
φοβισμένος:
--- Είναι κομμένα τα χέρια του!
Ποπό! Κοιτάξτε!
Τότε πήρε το λόγο ο καθηγητής και
είπε:
--- Παιδιά μου, σήμερα έχουμε στην
τάξη μας ένα φίλο, το Βλαδίμηρο που ήρθε απ’ το Κόσοβο πρόσφυγας και θα
μείνει όσο ο πόλεμος συνεχίζεται.
Όταν σταματήσει και η Ειρήνη απλώσει
πάλι τα φτερά της και αγκαλιάσει την πατρίδα του, θα φύγει και θα βρεθεί πάλι
κοντά στους φίλους του. Δυστυχώς οι
τόσοι πόλεμοι, οι χιλιάδες σκοτωμένοι, οι τραυματίες και οι ξεριζωμένοι δε
βάζουν μυαλό στους ανθρώπους που συνεχίζουν να παλεύουν σαν τα άγρια θηρία, να χύνουν
το αίμα τους και να σκοτώνονται.
Κοίταξε
με τρυφερότητα στο βλέμμα του το Βλαδίμηρο και πρόσθεσε συγκινημένος:
--- Μπορείτε να μιλάτε μαζί
του, ξέρει καλά ελληνικά, η ηλιόλουστη πατρίδα μας είναι φίλη του, έχει
συγγενείς εδώ, έχει διαβάσει τη μαχόμενη ιστορία μας, ξέρει πολλά μέρη που ο
πολιτισμός μας τα είχε για λίκνο του, έχει γευτεί το άρωμα του κρασιού μας και
έχει ακούσει τη μελωδία των κυμάτων και των πουλιών μας.
Δυο τρία γελάκια έσκασαν αμέσως, οι
ψίθυροι άρχισαν και πάλι ν’ ακούγονται και οι πρώτες ματιές συμπάθειας των
μαθητών να ραίνουν το Βλαδίμηρο σαν
τριαντάφυλλα γύρω του. Έπαιξε ζωηρά τα καστανά του μάτια τότε εκείνος, σήκωσε
το δεξί κουτσουρεμένο χέρι του και ζήτησε την άδεια να μιλήσει:
--- Έξω ένας συμμαθητής μου με ρώτησε
γιατί είναι κομμένα τα χέρια μου! Δεν του είπα, γιατί το άφησα για εδώ μέσα! Με
όση δύναμη κρύβουν τα σπλάχνα μου θα προσπαθήσω να τα θυμηθώ όλα τα κακά που με
βρήκαν και χωρίς υπέρβαση να τα διηγηθώ. Δε θα τα τσιγκουνευτώ και θα τα πω με
την πάσα αλήθεια τα όσα συνέβησαν πέρα από τις βόρειες κορυφογραμμές της
ηλιόλουστης πατρίδας σας. Το χωριό μου το λένε Κοσίγκι, είναι τέσσερα
χιλιόμετρα έξω από την Πρίστινα στις πλαγιές ενός καταπράσινου λόφου, γεμάτου
οξιές και έλατα, με πηγές που τρέχουν γάργαρα νερά, με τους κατοίκους του να
αγαπάνε τα χρώματα του ουρανού και της γης και να την καλλιεργούν με αγάπη να καρποφορήσει. Εδώ ζούσα με τους
γονείς μου και τα τρία μου αδέρφια, δυο αγόρια μεγαλύτερα και μια νεραϊδούλα
αδελφή, μικρότερη Είμαστε ευτυχισμένοι
και ρουφούσαμε αχόρταγα το μεδούλι της ζωής. Πότε με το διάβασμα, πότε με το
παιχνίδι και πότε ανακαλύπτοντας τις ομορφιές και τις χαρές της φύσης.
Ώσπου ένα βράδυ, μεσάνυχτα ήρθε ο
πόλεμος και μας έκανε το χωριό ερείπια, καμένες σάρκες και σωρούς από κόκαλα!
Εγώ εκείνη τη στιγμή ήμουν ξύπνιος γιατί διάβαζα την << Ειρήνη >>
του Αριστοφάνη. Είχα φτάσει στο σημείο
που οι πολεμοκάπηλοι είχαν κλείσει την
Ειρήνη στη σπηλιά και οι ειρηνόφιλοι απέξω προσπαθούσαν να τη λευτερώσουν από
τις αλυσίδες της. Κι εκεί που με είχε
συναρπάσει η εικόνα, ακούω τους πρώτους βομβαρδισμούς μαζί με τις φωνές υστερίας των συγχωριανών μου και μου
πάγωσε το αίμα. Έτρεξα στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Τι να δω! Λίγα μέτρα από
το σπίτι μου φλόγες τεράστιες ανέβαιναν στον ουρανό γεμάτες μαύρους καπνούς και
κατάκαιαν τα πάντα. Από τα φλεγόμενα σπίτια
ακούγονταν ουρλιαχτά και κάποιοι ξεχύνονταν στους δρόμους τρέχοντας σαν τρελοί φωνάζοντας, βοήθειααα!
βοήθειααα! Φοβήθηκα, έβαλα τις φωνές, τα κλάματα και φώναξα τους δικούς μου. Ξύπνησαν, έτρεξαν
κοντά μου, είδαν κι αυτοί τις εικόνες έξω της κόλασης, κατέβασαν τα μάτια και
ρώτησαν με απόγνωση: γιατί; γιατί;
Σε λίγο κρότος και πάλι, λάμψη και
μαύρες φλόγες να τρώνε αχόρταγα το δυτικό μέρος του χωριού. Ύστερα δε θυμάμαι
τίποτα! Στο νοσοκομείο τότε κατάλαβα τι
είχε γίνει όταν είδα τις γάζες στα δυο μου κομμένα χέρια και τη νοσοκόμα πάνω
από το κεφάλι μου να με χαϊδεύει και να μου λέει: << Κουράγιο, Βλαδίμηρε και σφίξε την
καρδιά σου όσο μπορείς! Γλίτωσες αλλά έχασες τα χέρια σου, χαμηλά στους
καρπούς! Δεν τα σώσαμε γιατί ήταν λιώμα και δάχτυλα δεν ξεχώριζαν! >>
Έβαλα τα κλάματα, ένας κόμπος κάθισε
στο λαιμό μου, η αναπνοή μου κόπηκε και νόμισα πως θα πεθάνω! Η νοσοκόμα
με συνέφερε, άγγιξε με τα ζεστά χέρια της τα μάγουλά μου, με κοίταξε στοργικά
σαν μάνα και με φίλησε. Όταν σε λίγο ένιωσα τη φωνή της στ’ αυτί μου να μου
σιγοτραγουδάει ένα χαρούμενο τραγούδι, θάρρεψα και τη ρώτησε τι ξέρει για τους
δικούς μου. Έσφιξε τα χείλη, κούνησε το κεφάλι και σιώπησε. Το δάκρυ όμως που
κύλησε στο μάγουλό της μου έλεγε πολλά. Ήταν περισσότερο κακός οιωνός
παρά καλός.
Δύο μήνες νοσηλεύτηκα και όταν βγήκα
άρχισε το άλλο μαρτύριο του καταυλισμού. Ένα πρωί με φόρτωσαν μ’ άλλους
πρόσφυγες στα φορτηγά και μας έφεραν είκοσι χιλιόμετρα έξω από τα Σκόπια. Ήταν ένας κάμπος γεμάτος λασπόνερα,
ψηλά αγκάθια και γούρνες γεμάτες βατράχια. Μ’ έβαλαν σε μια σκηνή με μια
οικογένεια για ν’ αρχίσει η προσφυγική
μου Οδύσσεια με τη σκέψη μου στα κομμένα μου χέρια και στους δικούς μου που δεν
ήξερα αν ζούσαν ή είχαν πεθάνει. Η ζωή στον καταυλισμό ήταν άθλια! Ώρες – ώρες νόμιζα πως ήμουν ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες που
γύριζαν να με συνθλίψουν κι ένιωθα τα κόκαλά μου να τρίζουν και να τρίβονται. Η
τροφή λίγη και κακή, οι αρρώστιες
πολλές, τα φάρμακα ελάχιστα, το κρύο ανυπόφορο, ο φόβος και η ανασφάλεια να
καραδοκούν παντού σαν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη να με κατασπαράξουν και να μου
ξεριζώσουν την ψυχή!
Θα ‘χα πεθάνει σ’ εκείνη την κόλαση αν τυχαία δε διάβαζα το << Μαουτχάουζεν >> του Ιάκωβου
Καμπανέλλη. Ο φόβος, η πείνα, οι ακρωτηριασμένοι, οι πεθαμένοι, όλη αυτή η
τρέλα εκεί μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης με βοήθησαν. Γλίτωσαν πολλοί απ΄
αυτούς είπα και δε θα γλιτώσω εγώ; Στο
κάτω – κάτω δεν είχα απέναντί μου Ες- Ες ούτε φούρνους αποτέφρωσης. Είχα
ανθρώπους κυνηγημένους αφύσικα σαν και μένα και με βοηθούσαν.
Στον καταυλισμό έμεινα άλλους δυο
μήνες. Λίγο πριν έρθω εδώ έμαθα το δράμα των δικών μου. Δεν έμεινε κανένας
ζωντανός και τους βρήκαν απανθρακωμένους. Δεν γνώρισαν τα πτώματά τους και τους
έθαψαν και τους πέντε μαζί σ’ έναν τάφο.
Μόνος ένιωθα σαν ένα τσουβάλι άχυρο, ένας μοναχικός τρομοκρατημένος
ερημίτης με μέλλον γεμάτο από σαρκοβόρα ζώα και φίδια.
Έδειξε να τελείωσε και φαινόταν
συγκινημένος. Απόμεινε όμως σοβαρός και γαλήνιος να τους κοιτάζει όσο κι αν
ένιωθε πως βρισκόταν σε πεδίο μάχης.
Η Μαριάντη απέναντι τον ρώτησε:
--- Ποιος σ’ έφερε στην Ελλάδα ο
Ερυθρός Σταυρός;
--- ‘Όχι! Η γιαγιά μου, η μάνα της
μητέρας μου ήταν Ελληνίδα. Δε νιώθω μοναξιά
γιατί η ρίζα αυτή με δένει με την
ψυχή της Ελλάδας. Είναι η δεύτερη πατρίδα μου, έχω δει πολλές φορές τα ξέφωτα
του Μαγιού της και έχω συγγενείς εδώ που θα στεγνώσουν με λόγια παρηγοριάς τα
δάκρυά μου. Το μισό χρόνο είμαι ταμένος στην πατρίδα μου και τον άλλο μισό στη
δική σας.
--- Σπίτι, γονείς, αδέρφια δεν
έχεις! Ο λύχνος σου σβηστός πού θα βρεις φως να τον ανάψεις;
--- Το ξέρω. Πρέπει όμως να ζήσω!
Οι τελάληδες του θανάτου θέλουν να κιοτέψω και να τα εγκαταλείψω. Με συμβουλεύουν
να κλειστώ σε ορφανοτροφείο και να υποκύψω στη βάρβαρη φυλακή του. Δε θα το
κάνω όμως! Εμένα μου αρέσουν ο ήλιος, η θάλασσα και το δάσος και θα ζήσω! Θα
ζήσω με τα κομμένα μου χέρια, σ΄ όλους τους περιττούς ν’ αποδείξω πως δεν
γεννήθηκα για να πεθάνω αλλά σαν το δέντρο να καρποφορήσω. Με λυπούνται πολλοί,
μου δείχνουν οίκτο και μου λένε: << Κακόμοιρο παιδί! Τι έπαθες! >>
Τους μισώ και τους θεωρώ φθαρμένους και
τιποτένιους. Όσους πάλι μου λένε:
<< Πάλεψε μικρέ θα τα καταφέρεις, έχεις φωτιά μέσα σου! >> τους
ντύνω με την αγάπη μου!
Ήρθε η σειρά του καθηγητή να
μιλήσει. Να ρίξει και αυτός με τον καλό του λόγο μπόι στο δικό του για να μην
καταλυθεί η ικμάδα του ποτέ από τη μνήμη των μαθητών του. Είπε:
--- Θυμάμαι κάποτε βρέθηκα σ΄ ένα
σχολείο για παιδιά με << ειδικές ανάγκες >> και έμεινα κατάπληκτος
από το πάθος τους για τη ζωή μ’ αυτά που
έκαναν. Εκείνη όμως η εικόνα που είδα στην ώρα της ζωγραφικής μου έμεινε
ανεξίτηλη και ήταν από τις καλύτερες σταξιές ομορφιάς στη ζωή μου. Αψηφώντας τα παραλυμένα χέρια τους, έφερναν το πινέλο
στο στόμα, το δάγκωναν και ζωγράφιζαν τρελά πράγματα. Πράγματα που και ένας
αρτιμελής ζωγράφος θα ζήλευε.
Τα λόγια του στεφάνωσαν με το
δοξαστικό μεγαλείο τους την κορυφαία εκείνη στιγμή. Ο καπνός του πολέμου χάθηκε
και οι φωτιές των ονείρων δυνάμωσαν. Ευχαριστημένος από τα λόγια του ο
Βλαδίμηρος μάζεψε πάλι ένα μπουκέτο λόγια και τα σκόρπισε, λέγοντας:
--- Κι εγώ ζωγραφίζω με τα δυο μου
κομμένα χέρια! Να ‘ρθω στον πίνακα να σας δείξω;
--- Έλα!
Πήγε. Έσφιξε την κιμωλία ανάμεσα
στους δυο βραχίονές του κι άρχισε να ζωγραφίζει. Ασυγκράτητος με μια θεϊκή θα
‘λεγες οργή, έφτιαξε δυο ζωγραφιές, άστραμμα. Ύστερα εξήγησε: << Εδώ στην
πρώτη βλέπετε ένα σπίτι πετρόκτιστο απλό και λιτό με κήπο, χωρίς να προκαλεί
όπως τα σπίτια των πλουσίων. Μέσα του βασιλεύει η αγάπη και η ευτυχία εκείνων
που ζουν, πίνουν από τη ζωντανή πηγή της δημιουργίας τους και χαίρονται τα
βράδια όταν κοιμούνται και ακούνε τον ανασασμό τους. Το πρωί που ξυπνούν ακούνε
τα θροίσματα των φύλλων του κήπου, μυρίζουν τις οσμές των λουλουδιών και
χαίρονται ν΄ ακούνε τα τιτιβίσματα των πουλιών. Ένα τέτοιο σπίτι ονειρεύομαι
δικό μου, ένα τέτοιο σπίτι για τα παιδιά όλου του κόσμου! Στην άλλη εικόνα
βλέπετε το σπίτι των τρελών! Εδώ ζούνε
τρελοί! Είναι εχθροί της ειρήνης, ζηλεύουν αυτούς που ζούνε στο πέτρινο σπίτι
και θέλουν να τους εξοντώσουν.
Οι άνθρωποι του πέτρινου σπιτιού αντιστέκονται,
τους ειρωνεύονται για την τρέλα τους
και ετοιμάζονται να τους στείλουν
στο τρελοκομείο να κάνουν συντροφιά με τα ουρλιαχτά των ανέμων.
Κι αφού
μείνουν μόνοι τους και γλυκάνει το άγριο τοπίο, χωρίς την απειλή τους πια θα
προσευχηθούν για μα καινούρια άνοιξη στον κόσμο!